Κατατέθηκε στη Βουλή το σχέδιο νόμου για τα εμπορικά σήματα (Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2436 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων και της Οδηγίας 2004/48/ΕΚ σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και άλλες διατάξεις).
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, με το προτεινόμενο νομοσχέδιο επιδιώκεται αφενός η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/2436 για τα εμπορικά σήματα και αφετέρου η προσέγγιση του εθνικού σήματος στο σύστημα του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 2017/1001.
Η Οδηγία 2015/2436 εισάγει νέους θεσμούς που ενισχύουν τον ανταγωνισμό, π.χ. περιορίζοντας την προστασία εμπορικών σημάτων που δεν χρησιμοποιούνται με την καθιέρωση της ένστασης απόδειξης χρήσης σε όλες τις δικαστικές διαδικασίες για εμπορικά σήματα, ή περιορίζοντας την προστασία σημάτων που περιλαμβάνουν στοιχεία που στερούνται διακριτικής ικανότητας, και ιδίως προβλέποντας ότι η περιγραφή των προϊόντων και υπηρεσιών για τις οποίες προστατεύεται το σήμα πρέπει να είναι ειδική και συγκεκριμένη.
Παράλληλα, η Οδηγία παρέχει μεγαλύτερες δυνατότητες διαφοροποίησης στην αγορά, μέσα από την κατοχύρωση νέων «μη παραδοσιακών» μορφών σημάτων, εφόσον έχουν διακριτική ικανότητα, εγκαταλείποντας την προϋπόθεση της «γραφικής παράστασης» ως απαραίτητο όρο για την προστασία του σήματος και εισάγοντας το νέο θεσμό των «σημάτων πιστοποίησης».
Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο επιδιώκεται να ενισχυθεί η διεθνής ομοιομορφία των νομικών κειμένων για τα εμπορικά σήματα, ενώ επιδιώκεται η προσέγγιση της ρύθμισης για το εθνικό σήμα στο σύστημα του σήματος της ΕΕ.
‘Οπως ειπώθηκε πιο πάνω, είναι εύλογη και επιβεβλημένη η σύγκλιση του εθνικού σήματος με το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τόσο το πρώτο, όσο και το δεύτερο επιτελούν την ίδια λειτουργία στην αγορά και δεν δικαιολογείται να προστατεύονται σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικό τρόπο.
Μέχρι σήμερα, η σημαντικότερη διαφοροποίηση του σήματος της ΕΕ είναι ότι, όταν ο σηματούχος ασκεί αγωγή κατά τρίτου για προσβολή του σήματος, ο εναγόμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει ανταγωγή για την ακύρωση του σήματος ή για την έκπτωση από αυτό.
Χάριν προστασίας του σηματούχου, προβλέπεται ότι οι λόγοι έκπτωσης ή ακυρότητας προβάλλονται μόνο με ανταγωγή και όχι με ένσταση. Αντίθετα, ο ισχύον σήμερα ν. 4072/2012 δεν επιτρέπει το ίδιο για το εθνικό σήμα.
Με το ισχύον καθεστώς του ν. 4072/2012 παρατηρούνται περιπτώσεις όπου εθνικά αστικά δικαστήρια δικάζουν αγωγές που στηρίζονται ταυτόχρονα τόσο σε σήματα της ΕΕ, όσο και σε εθνικά, και τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα, μετά από ανταγωγή ακύρωσης, να ακυρώσουν τα σήματα της ΕΕ, αλλά την ίδια στιγμή να κάνουν δεκτή την αγωγή με βάση τα εθνικά σήματα, το κύρος των οποίων δεν τους επιτρέπεται να ελέγξουν. Αυτό συνιστά μια αντινομία και ανακολουθία.
Για να μπορούν τα πολιτικά δικαστήρια να δικάζουν ανταγωγές ακύρωσης του σήματος, πρέπει ολόκληρη η δικαιοδοσία για την ακύρωση του σήματος να μεταφερθεί από τα διοικητικά δικαστήρια στα πολιτικά. Διαφορετικά, διασπάται η ενότητα της κρίσεως και δημιουργείται το ενδεχόμενο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων επί των ιδίων υποθέσεων και μεταξύ των ιδίων διαδίκων από τα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια.
Θα μπορούσε δηλαδή η μεν ανταγωγή ακύρωσης του σήματος που ασκείται στα πολιτικά δικαστήρια να απορριφθεί, αλλά αίτηση ακυρότητας του σήματος που ασκείται στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων και στα διοικητικά δικαστήρια να γίνει δεκτή. Το ενδεχόμενο αυτό προσπαθεί να αποτρέψει το άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος.
Από την άλλη πλευρά δεν είναι δυνατό να καταργηθεί ολοσχερώς η δυνατότητα να ζητηθεί η ακυρότητα ή η έκπτωση από σήμα ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων. Τούτο διότι το άρθρο 43 της Οδηγίας 2015/2436 θεσπίζει υποχρέωση η έκπτωση ή ακυρότητα του σήματος να μπορεί να ζητηθεί και ενώπιον διοικητικής αρχής. Ο λόγος είναι ότι ο συντάκτης της Οδηγίας υπολαμβάνει ότι η διαδικασία για την ακύρωση του σήματος θα είναι ταχύτερη ενώπιον μιας διοικητικής αρχής.
Συνεπώς, η σύγκλιση του εθνικού σήματος με το σήμα της ΕΕ και η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που τάσσει η Οδηγία απαιτούν η αίτηση για έκπτωση ή ακύρωση σήματος να μπορεί να ζητηθεί και αυτοτελώς στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων, αλλά και με ανταγωγή στα πολιτικά δικαστήρια, στο πλαίσιο αγωγής για την προσβολή του σήματος. Για να είναι αυτό συμβατό με το άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος, πρέπει η απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων επί αιτήσεων έκπτωσης ή ακυρότητας σήματος να προσβάλλεται στα πολιτικά δικαστήρια.
Το προτεινόμενο νομοσχέδιο επιτυγχάνει τα παραπάνω κυρίως με τα άρθρα 38 παρ. 12-17 και 51 παρ. 1.
Στις διατάξεις αυτές περιλαμβάνονται και ρυθμίσεις που αποτρέπουν το ενδεχόμενο η αίτηση έκπτωσης ή ακύρωσης να ζητηθεί ταυτόχρονα τόσο με ανταγωγή, όσο και με αίτηση στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων. Οι διατάξεις αυτές επιτυγχάνουν την πλήρη σύγκλιση με το σύστημα του σήματος της ΕΕ, αλλά ταυτόχρονα εκπληρώνουν και τις απαιτήσεις του άρθρου 94 παρ. 3 του Συντάγματος.
Σημειώνεται ότι ο νόμος μερίμνησε ιδίως για την αποτροπή του ενδεχομένου έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, όπως π.χ. θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση που ζητείται η ακυρότητα ή η έκπτωση σήματος τόσο με ανταγωγή στα πολιτικά δικαστήρια όσο και με αίτηση ακυρότητας στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων και τα διοικητικά δικαστήρια μεταξύ των ιδίων διαδίκων.
Προς τον σκοπό αποτροπής της έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, ο νόμος αποκλείει τη δυνατότητα να ζητηθεί η ακυρότητα ή η έκπτωση του σήματος ταυτόχρονα και στα πολιτικά δικαστήρια, αλλά και στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων και στα διοικητικά δικαστήρια μεταξύ των ιδίων διαδίκων.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 51 παρ. 3 προβλέπει ότι: «Λόγοι έκπτωσης που έχουν προβληθεί με ανταγωγή δεν μπορεί να προβληθούν εκ νέου με αίτηση στη Διεύθυνση Σημάτων. Λόγοι έκπτωσης που έχουν προβληθεί με αίτηση στη Διεύθυνση Σημάτων δεν επιτρέπεται να προβληθούν εκ νέου με ανταγωγή». Για τον ίδιο λόγο το άρθρο 52 παρ. 11 εισάγει την ίδια ρύθμιση και για την ακυρότητα του σήματος και ορίζει ότι: «Λόγοι ακυρότητας που έχουν προβληθεί με ανταγωγή δεν μπορεί να προβληθούν εκ νέου με αίτηση στη Διεύθυνση Σημάτων. Λόγοι ακυρότητας που έχουν προβληθεί με αίτηση στη Διεύθυνση Σημάτων δεν επιτρέπεται να προβληθούν εκ νέου με ανταγωγή».
Εξάλλου, η παρ. 15 του άρθρου 38 προβλέπει ότι: «Ο εναγόμενος, μετά την επίδοση από τον ενάγοντα της αγωγής προσβολής του σήματος, δικαιούται να προβάλει την έκπτωση ή την ακυρότητα του σήματος μόνο με ανταγωγή». Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές διασφαλίζουν ότι δεν είναι δυνατό το ζήτημα της έκπτωσης ή ακυρότητας σήματος να ανακύψει μεταξύ των ιδίων διαδίκων τόσο στο πλαίσιο ανταγωγής στα πολιτικά δικαστήρια, όσο και στο πλαίσιο αυτοτελούς αίτησης στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων και τα διοικητικά δικαστήρια. Βεβαίως, είναι πιθανό περισσότεροι και διαφορετικοί διάδικοι να ζητήσουν την έκπτωση ή ακυρότητα άλλοι μεν με ανταγωγή και άλλοι με αίτηση στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων. Μπορεί, δηλαδή, ένας διάδικος που ενάγεται για προσβολή σήματος να ζητήσει την ακυρότητά του με ανταγωγή στο πολιτικό δικαστήριο, και ένας άλλος που δεν έχει εναχθεί να ζητήσει την ακυρότητα του σήματος στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων.
Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, έχουμε ανεξάρτητες δίκες μεταξύ διαφορετικών διαδίκων και δεν ανακύπτει ούτε ζήτημα δεδικασμένου, ούτε ζήτημα αντιφατικών αποφάσεων. Εξάλλου, δεν θα μπορούσε η έκβαση της μιας δίκης που κινεί ο ένας διάδικος να δεσμεύει και να προκαταλαμβάνει την έκβαση της άλλης που κινεί άλλος διάδικος. Σε μια τέτοια περίπτωση η διαφορά των διαδίκων αποκλείει την έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, γιατί για αντιφατικές αποφάσεις γίνεται λόγος μόνο μεταξύ των ιδίων διαδίκων και όχι μεταξύ διαφορετικών διαδίκων.
Αλλαγές στα τέλη
Μεταξύ των εκτενών τροποποιήσεων της νομοθεσίας περί σημάτων, προβλέπονται αλλαγές και στα τέλη.
Ειδικότερα, τα υπέρ του ∆ηµοσίου τέλη για τα σήµατα καθορίζονται ως ακολούθως:
α. Κατάθεση σήµατος 150€
β. Κατάθεση σήματος που υποβάλλεται ηλεκτρονικά 120€
γ. Για κάθε επιπλέον κλάση 20 €
δ. Κατάθεση σήµατος από µετατροπή σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή διεθνούς καταχώρισης ή από διαίρεση 150€
ε. Για κάθε επιπλέον κλάση 20 €
στ. Παράταση προστασίας σήµατος 130€
ζ. Παράταση προστασίας σήματος που υποβάλλεται ηλεκτρονικά 100€
η. Για κάθε επιπλέον κλάση 20 €
θ. Μεταβίβαση σήµατος 90€
ι. Παραχώρηση άδειας χρήσης 90€
ια. εγγραφή εμπράγματων δικαιωμάτων 40 ευρώ
ιβ. έλεγχος και διαβίβαση διεθνούς αίτησης 15 ευρώ
ιγ. αντικατάσταση εθνικού σήματος από διεθνή καταχώριση 110 ευρώ
ιδ. κατάθεση προσφυγών, ανακοπών, παρεμβάσεων και αιτήσεων ενώπιον της Διοικητιής Επιτροπής Σημάτων 70 ευρώ
ιε. παράβολο συζήτησης προσφυγών, ανακοπών, παρεμβάσεων και αιτήσεων ενώπιον της Διοικητιής Επιτροπής Σημάτων 40 ευρώ
ιστ. επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση 110 ευρώ
ιζ. έκδοση αντιγράφου σήματος 1 ευρώ.
Από την έναρξη ισχύος του νόμου θα καταγηθούν οι διατάξεις των άρθρων 121 έως 182 του ν. 4072/2012, εκτός από την παρ. 2 του άρθρου 145 του ν.4072/2012, όπως το άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του ν. 4155/2013, τα οποία καταργούνται ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος του νόμου.
Δείτε αναλυτικά στο σχέδιο νόμου που κατατέθηκε στη Βουλή.