Χωρίς τη Βρετανία, η Γερμανία ωθείται σε έναν ρόλο μέσα στην ΕΕ που δεν θέλει καθόλου να αναλάβει. Χάνει έναν φιλελεύθερο σημαντικό σύμμαχο, ένα αντίβαρο απέναντι στη Γαλλία και κυρίως ένα αντίβαρο απέναντι στον εαυτό της.
Ένα συναίσθημα μελαγχολίας εξαπλώνεται στα ελίτ στρώματα της Γερμανίας, καθώς οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του Brexit γίνονται ορατές. Από τα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ιρλανδία προφανώς νιώθει τον μεγαλύτερο φόβο από την αποχώρηση της Βρετανίας. Η Γερμανία όμως ίσως είναι η δεύτερη χώρα. Αυτό συμβαίνει επειδή το Brexit αλλάζει όχι μόνο την υπόλοιπη ΕΕ αλλά και τον ρόλο της Γερμανίας μέσα σε αυτή, και μάλιστα με τρόπους που οι Γερμανοί προσπαθούσαν εδώ και μισό αιώνα να αποφύγουν.
Η ενσωμάτωσή της στην Ευρώπη, η οποία ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1950, ήταν για τη Δυτική Γερμανία ένας τρόπος εξιλέωσης για το εθνικιστικό και πολεμικό παρελθόν της. Οι πολίτες της ήταν πρόθυμοι να συμπεριλάβουν ένα μέρος της ταυτότητάς τους σε μια «μεταεθνικιστική», βασισμένη σε κανόνες, μη στρατιωτική και σε μεγάλο βαθμό εμπορική οντότητα, με αντάλλαγμα την αποδοχή τους από τις γειτονικές τους χώρες. Έχοντας κατακτηθεί από τρεις από τις Συμμαχικές Δυνάμεις, δεν είχαν πλήρη εθνική κυριαρχία, κι επομένως δεν ανησυχούσαν για περαιτέρω υποχωρήσεις στις Βρυξέλλες.
Προκειμένου να προωθήσουν αυτό το ευρωπαϊκό εγχείρημα, οι Γερμανοί βασίστηκαν σε διάφορους τρόπους στήριξης από τους Συμμάχους. Για να χτίσουν τις δομές που αργότερα έγιναν η ΕΕ, χρειάζονταν τη Γαλλία. Ωστόσο, οι Γάλλοι και ιδιαίτερα με Πρόεδρο τον Charles de Gaulle, έβλεπαν την Ευρώπη αλλιώς: ναι μεν με μια συμφιλίωση με τη Γερμανία, αλλά και ως έναν καινούριο φορέα για την προβολή της γαλλικής δύναμης, κρατώντας υπό έλεγχο τους πιο ισχυρούς «Αγγλοσάξονες».
Αυτοί οι Αγγλοσάξονες ήταν φυσικά οι ΗΠΑ και η Βρετανία, οι άλλες δύο δυνάμεις που χρειαζόταν η Δυτική Γερμανία. Οι ΗΠΑ τους προστάτεψαν από τους Σοβιετικούς και διατήρησαν γενικά τη διεθνή τάξη. Βασικά οι Βρετανοί ήταν μια μικρότερη, πιο οικεία ευρωπαϊκή εκδοχή των Αμερικανών και άρα ένα ευπρόσδεκτο αντίβαρο εναντίον των Γάλλων.
Στην πραγματικότητα, η γαλλοφιλία αποτελούσε πάντοτε λιγότερο φαινόμενο και περισσότερο πολιτική, η οποία επιβλήθηκε από την κορυφή προς τα κάτω. Αντίθετα, η γερμανική αγγλοφιλία εξαπλώθηκε από κάτω προς τα πάνω (ακόμη κι αν αρκετές φορές δεν ήταν αμοιβαίο). Βοήθησε και το γεγονός ότι οι Βρετανοί μετά τον πόλεμο έσπευσαν να ξαναχτίσουν τη βορειοδυτική Γερμανία – τη γη των προγόνων τους, όπως λένε χαριτολογώντας οι Γερμανοί – των Αγγλοσαξόνων και των Βρετανών βασιλιάδων από το Αννόβερο. Βασικά, μόλις εμφανίστηκαν οι Beatles στο Αμβούργο, η αγάπη για τους Βρετανούς εξαπλώθηκε παντού.
Οι πολίτες της Δυτικής Γερμανίας είχαν επίσης πολιτικά κίνητρα για να καλοδεχτούν τη Βρετανία στην ΕΕ, ενάντια στην πεισματική αντίσταση του de Gaulle. Η Γερμανία και η Γαλλία πάντα είχαν αντικρουόμενες οικονομικές πολιτικές. Η γαλλική ονομάζεται οικονομικός διευθυντισμός (dirigisme), βασίζεται στην κρατική παρέμβαση και εξετάζει με δυσπιστία το θέμα των ελεύθερων αγορών και του ελεύθερου εμπορίου. Η γερμανική ονομάζεται ορντολιμπεραλισμός (ordoliberalism), βασίζεται στον περιορισμό του κράτους σε λίγες λειτουργίες (όπως είναι οι αντιμονοπωλιακοί κανόνες) και αφήνει τις αγορές και το εμπόριο αρκετά ελεύθερα.
Με αυτόν τον τρόπο οι Γερμανοί έβλεπαν τους Βρετανούς όπως και τους Ολλανδούς να συμβαδίζουν μαζί τους σε αξίες πιο φυσικά από τους Γάλλους. Η ύπαρξη της Βρετανίας στην ΕΕ σήμαινε ότι ο «βορράς» θα μπορούσε να συνεργαστεί στο Συμβούλιο Υπουργών (φορέας στις Βρυξέλλες όπου τα κράτη μέλη αποφασίζουν την πολιτική που θα ακολουθήσουν). Κι έτσι έγινε. Ένα ρευστό «σκανδιναβικό» μπλοκ συνήθως είχε αρκετές ψήφους προκειμένου να ασκήσει βέτο στις ιδέες των «νοτίων» που δεν του άρεσαν, ακόμα κι όταν η ΕΕ αύξησε τον αριθμό των μελών της. Τα σχέδια που κατευθύνονται κυρίως από τους Βρετανούς και τους Γερμανούς περιλαμβάνουν την ενιαία αγορά, την αυστηρή πολιτική ανταγωνισμού και τις φιλελεύθερες εμπορικές συμφωνίες. Τα σχέδια που απέρριψαν με επιτυχία (τουλάχιστον μέχρι σήμερα) περιλαμβάνουν μια ευρωπαϊκή «βιομηχανική πολιτική», η οποία κοντεύει να αποτελέσει το γαλλικό σύνθημα για την ανάδειξη εθνικών πρωταθλητών. Το Brexit σημαίνει ότι το κέντρο βάρους στην ΕΕ μετατοπίζεται πλέον στα νοτιοανατολικά, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κυρίως όμως στο Συμβούλιο. Με τη Βρετανία ο βορράς (δηλαδή η Γερμανία, η Σουηδία, η Δανία, η Φινλανδία, η Ιρλανδία και η Ολλανδία) είχε μειοψηφία αποκλεισμού σε ποσοστό 36,8%. Χωρίς τη Βρετανία, το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 27,8%, πολύ μικρό για άσκηση βέτο. Ακόμα και μαζί με την Αυστρία και τις χώρες της Βαλτικής, ο βορράς μπορεί πλέον να ανατραπεί.
Υπάρχουν κι άλλα προβλήματα στο πολιτικό σκηνικό εξίσου επικίνδυνα για τη Γερμανία. Υπάρχουν όχι μόνο ανάμεσα στον βορρά και τον νότο, αλλά και ανάμεσα στη δύση και την ανατολή. Για παράδειγμα, οι 4 χώρες του Βίσεγκραντ (Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία και Ουγγαρία) ενώθηκαν με σκοπό να απορρίψουν τη μεταναστευτική πολιτική της ΕΕ, την οποία είδαν ότι επέβαλε η Γερμανία μετά την προσφυγική κρίση το 2015, και μάλιστα έχουν κερδίσει τη στήριξη των παραδοσιακών εταίρων της Γερμανίας , όπως η Αυστρία. Ανάλογα με τα ζητήματα που προκύπτουν, διαμορφώνονται συνεχώς άλλες συμμαχίες και μάλιστα συχνά ενάντια στο μεγαλύτερο κράτος μέλος, τη Γερμανία.
Γεωγραφικά και πολιτικά, η Γερμανία άλλη μια φορά νιώθει να στριμώχνεται στο μέσο. Ιστορικά, αυτή η ένταση είναι γνωστή ως «γερμανικό ζήτημα» και έχει επανειλημμένα οδηγήσει σε προβλήματα. Λόγω της «ασταθούς κλίμακάς» της, όπως είπε χαρακτηριστικά ένας πρώην καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας, η Γερμανία ήταν είτε πάρα πολύ αδύναμη (τον 17ο και τον 18ο αιώνα) είτε πολύ ισχυρή (στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα) για τη σταθερότητα της Ευρώπης. Άλλες δυνάμεις είτε συσπειρώθηκαν εναντίον της είτε ελέγχονταν από αυτήν. Όπως είπε ο συγγραφέας Thomas Mann, η ήπειρος είναι καταδικασμένη για πάντα να επιλέγει ανάμεσα σε μια «Γερμανική Ευρώπη» ή μια «Ευρωπαϊκή Γερμανία».
Η ύπαρξη της Βρετανίας στην ΕΕ είχε ελαφρύνει αυτό το δίλημμα. Η Βρετανία διέθετε ιδιαίτερη βαρύτητα – οικονομικά, δημογραφικά, στρατιωτικά – και μπορούσε να εξισορροπήσει τη Γερμανία, τη Γαλλία και την ήπειρο. Και κανείς δεν θα μπορούσε να νιώθει πιο ικανοποιημένος με αυτή την ισορροπία από τους Γερμανούς, αφού το τελευταίο πράγμα που θέλουν είναι να αναγκαστούν να πάρουν τα ηνία γνωρίζοντας ότι αυτό θα αναζωπυρώσει παλιές δυσαρέσκειες εναντίον τους. Το Brexit σημαίνει ότι η ισορροπία διαταράσσεται ξανά. Το γερμανικό ζήτημα επιστρέφει.
Οι Βρετανοί δεν θα έπρεπε να εκπλήσσονται από το γεγονός ότι η Γερμανία δεν έδειχνε προθυμία κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του Brexit. Για τους Γερμανούς, η συνοχή της ΕΕ και η σχέση με τη Γαλλία, απλώς υπερισχύει. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί Γερμανοί νιώθουν απογοήτευση. Κάποιοι πιέζουν για μια Γερμανο – Βρετανική Συνθήκη Φιλίας για να συμπληρωθεί οποιαδήποτε συμφωνία ανάμεσα στην ΕΕ και τη Βρετανία. Υπάρχει μια σιωπηλή, σχεδόν βασική έκκληση: καλοί μας Βρετανοί, σας παρακαλούμε μην μας αφήνετε μόνους.