Δήμητρας Καδδά
Το μόνο που δέχονται τα κράτη του “Βορρά” να συζητηθεί στο Eurogroup της προσεχούς εβδομάδας, που κλήθηκε από τη Σύνοδο Κορυφής να επεξεργαστεί τη νέα πρόταση, είναι να δοθούν δάνεια μέσω του ESM και των 410 δισ. ευρώ που έχει διαθέσιμα. Τα οποία, όμως, όπως έκανε σαφές ο ΥΠΟΙΚ, Χρήστος Σταϊκούρας, δεν φτάνουν και έχουν επαχθείς όρους.
Αφορούν χρήση ποσού που αρχικά ορίζεται στο 2% του ΑΕΠ κάθε κράτους (δηλαδή το πολύ σε 4 δισ. για την Ελλάδα), όταν, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο ΥΠΟΙΚ, κοστίζει κάθε μήνα 6 δισ. ευρώ ταμειακά το πακέτο μέτρων που έχει θεσπίσει η κυβέρνηση. Δηλαδή το πακέτο Μαρτίου και όχι το διευρυμένο του Απριλίου, που θα ανακοινωθεί την άλλη εβδομάδα (σχεδόν τα ίδια μέτρα στήριξης, αλλά σε πολύ περισσότερους δικαιούχους).
Η κυβέρνηση, λοιπόν, επιμένει σθεναρά στη λύση του ευρωομολόγου. Όχι μόνο γιατί αλλιώς τα λεφτά “δεν φτάνουν”, αλλά και γιατί τα λεφτά του ESM ουσιαστικά συνεπάγονται “αιρεσιμότητες”.
Ο γερμανικός άξονας ζητά η δανειοδότηση (που θα γίνεται έπειτα από αίτημα κράτους-μέλους) να έχει MοU, με την έννοια του μνημονίου, με χαρακτηριστικά που δεν έχουν αποφασιστεί. Επίσης ζητείται να υπάρχουν όροι προσβασιμότητας, ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (που οδηγεί μοιραία σε ανάγκη δημοσιονομικής προσαρμογής στη συνέχεια για έτη αν δεν υπάρξει πιο ριζική λύση), αλλά και η δυνητική συμμετοχή του ΔΝΤ. Και τούτο με δεδομένο πως ήδη 80 χώρες ανά τον κόσμο έχουν ήδη αποταθεί σε αυτό λόγω της κρίσης…
Ο ΥΠΟΙΚ εξήγησε πως για την Ελλάδα έχει καλυφθεί το δημοσιονομικό κομμάτι με τη “ρήτρα διαφυγής”, που επιτρέπει δαπάνες για τα πεδία της κρίσης. Αντιθέτως, το ταμειακό σκέλος έχει ανάγκη το ομόλογο για να δοθεί ρευστότητα στην ευρωπαϊκή οικονομία και να μπορέσουν να γίνουν αυτές οι δαπάνες που είναι αναγκαίες προκειμένου να έχουμε τις μικρότερες δυνατές επιπτώσεις, είπε.
Έως τον Ιούνιο −υπό όρους − τα κρατικά ταμεία καλύπτουν το κόστος χωρίς να χρησιμοποιηθεί το “μαξιλάρι” διαθεσίμων. Αυτό όμως δεν αρκεί, εξηγούν αρμόδιες πηγές. Ακόμα και στο πιο καλό σενάριο πρέπει να διασφαλιστεί η επανεκκίνηση της οικονομίας και η στήριξη κλάδων όπως ο τουρισμός, που θα πληγούν –μοιραία– περισσότερο.