ΑΡΙΘΜΟΣ 373/2019
ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
– Αναγνώριση χρέους. Σύναψη σύμβασης από ανώνυμη εταιρεία. Εξουσία εκπροσώπησης. Παραγραφή αξιώσεων των εμπόρων για εμπορεύματα που χορήγησαν. Συμβιβασμός που καταρτίζεται με ιδιωτικό έγγραφο. Νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ’ έφεση δίκη.
– Κατά το άρθρο 873 ΑΚ η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με αυτό το σκοπό. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δι’ αυτής θεσπιζόμενη αυτοτελής και, κατ’ αρχήν ετεροβαρής, σύμβαση από αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους δημιουργείται όταν τα μέρη αποσκοπούν στη δημιουργία υποχρέωσης ανεξάρτητα από την αιτία της υπόσχεσης ή της αναγνώρισης. Το πότε συντρέχει τέτοια περίπτωση είναι ζήτημα πραγματικό (ΑΠ 114/2013). Επίσης, προκύπτει ότι για την έγκυρη κατάρτιση της άνω σύμβασης απαιτείται ο έγγραφος τύπος (συστατικός), έστω και με τη μορφή ιδιωτικού εγγράφου, μόνο για τη δήλωση του οφειλέτη περί αναγνώρισης του χρέους, όχι δε και για την αποδοχή της δήλωσης αυτής από το δανειστή (ΑΚ 158, βλ. και ΑΠ 40/2006).
– Από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του είτε από φυσικό πρόσωπο, στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτισθεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησής του δεν το δεσμεύει. Ειδικότερα, η ανώνυμη εταιρία, η οποία είναι νομικό πρόσωπο, εκπροσωπείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 22 του ΚΝ 2190/1920, από το διοικητικό της συμβούλιο το οποίο ενεργεί συλλογικώς, μπορεί όμως, εφόσον τούτο ορίζεται στο καταστατικό, να ανατεθεί ευθέως από αυτό ή δια του διοικητικού της συμβουλίου η εκπροσώπησή της σε ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή στους διευθυντές της ή άλλα πρόσωπα ή και σε τρίτο. Στην περίπτωση αυτή το μέλος του συμβουλίου ή ο τρίτος ενεργεί ως όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας και εκφράζει πρωτογενώς τη βούλησή της, αντλώντας την εξουσία του από το νόμο και το καταστατικό. Ο δεσμός του με την εταιρία είναι αυτός του Δ.Σ. Η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του Δ.Σ. διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής που προβλέπονται στα άρθρα 216 επ. και 713 επ. Α.Κ., καθόσον τόσον ο πληρεξούσιος, όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρείας, αλλά ενεργούν, ως αντιπρόσωποι, πράξεις που αποφασίστηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο. Η σχετική απόφαση του Δ.Σ. ή των οργάνων που εκτελείται από τον τρίτο δεν είναι αναγκαίο να διατυπώνεται πανηγυρικά, αλλά πρέπει να συνάγεται η βούληση των οργάνων ότι η σύμβαση θα συναφθεί από τρίτο πρόσωπο. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 7α περ. γ και 7β παρ. 15 του ν. 2190, όπως προστέθηκαν με το Π.Δ. 409/1986, προκύπτει ότι οι αποφάσεις της διοίκησης για διορισμό των προσώπων που έχουν εξουσία να την εκπροσωπούν υποβάλλονται σε δημοσιότητα. Η δημοσιότητα αυτή, όσον αφορά το διορισμό εκπροσώπων της Α.Ε., δεν αποτελεί συστατικό τύπο, αλλά έχει βεβαιωτικό – δηλωτικό χαρακτήρα, γι’ αυτό, αν η απόφαση δεν έχει υποβληθεί στην προβλεπόμενη δημοσιότητα, δεν μπορεί να την επικαλεσθεί η εταιρεία, ενώ αντίθετα μπορούν να την επικαλεσθούν κατ’ αυτής οι τρίτοι. Οι διατάξεις αυτές δεν αντιβαίνουν προς τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 20 του ν. 2190/1920 που προστέθηκε με το άρθρο 10 παρ. 2 του ν. 2339/1995, κατά την οποία οι συζητήσεις και οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου καταχωρούνται περιληπτικά σε ειδικό βιβλίο που μπορεί να τηρείται και κατά το μηχανογραφικό σύστημα. Περαιτέρω κάθε υπάλληλος της Α.Ε. όταν καταρτίζει δικαιοπραξία, ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος της εταιρείας, μόνον εφόσον οι εξωτερικές εκδηλώσεις της δράσης του, οι εμφανιζόμενες στο κοινό, εν γνώσει, κατ’ εντολή ή κατ’ ανοχή του διοικητικού συμβουλίου ή των υποκατάστατων οργάνων του, παρέχουν, σύμφωνα με τα κριτήρια που διαμορφώνονται στις συναλλαγές του είδους της επιχειρηματικής δραστηριότητας της Α.Ε., την εντύπωση ότι έχει ανατεθεί σ’ αυτόν (υπάλληλό της) κύκλος εργασιών που περιλαμβάνει και την προαναφερόμενη δικαιοπραξία (ΑΠ 1694/2009, ΑΠ 1187/2000). Η οργανική εκπροσώπηση βέβαια της εταιρείας, κατά το άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 2190/1920 γενικά ή για την ενέργεια συγκεκριμένου είδους πράξεων, καθ’ υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου αυτής, διαφέρει από την αντιπροσώπευσή της, κατά το άρθρο 211 ΑΚ (κατόπιν πληρεξουσιότητας ή εντολής) για την ενέργεια συγκεκριμένης πράξεως ή είδους πράξεων, αφού κατά την οργανική εκπροσώπηση η βούληση της εταιρείας εκφράζεται πρωτογενώς (ΑΠ 148/2013, ΑΠ 1363/2011, ΑΠ 470/2006).
– Σύμφωνα με το άρθρο 250 αριθμ. 1 ΑΚ σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των εμπόρων για εμπορεύματα που χορήγησαν και επομένως και οι αξιώσεις αυτών για καταβολή του τιμήματος από τα πωληθέντα εμπορεύματα. Κατά δε τα άρθρα 251 και 253 ΑΚ, η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και κατέστη δυνατή η επιδίωξή τους (ΑΠ 577/2016). Επιπρόσθετα, κατά το άρθρ. 440 ΑΚ, ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες, επέρχεται δε ο συμψηφισμός κατά το άρθρ. 441 του ίδιου κώδικα με δήλωση του ενός προς τον άλλο, η οποία επιφέρει την απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν, δηλαδή ο συμψηφισμός ενεργεί αναδρομικά. Ειδικότερα, συνάγεται από τα παραπάνω άρθρα, ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της δήλωσης (πρότασης) συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που θα συνυπάρξουν δυο αντίθετες απαιτήσεις με τα προσόντα του συμψηφισμού. Συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο ο δικαιούχος της μιας απαίτησης και οφειλέτης της άλλης έχει το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του αυτή η απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων αναδρομικά και στο μέτρο που καλύπτονται, είτε γίνει αποδεκτή είτε όχι η πρότασή του από εκείνον στον οποίο απευθύνθηκε. Πρόδηλο είναι, επίσης, ότι ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους, ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που προτείνεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη (ΑΠ 844/1999). Περαιτέρω, ορίζει το άρθρ. 443 ΑΚ, ότι σε συμψηφισμό προτείνεται και ανταπαίτηση που έχει παραγραφεί, αν κατά το χρόνο που οι απαιτήσεις συνυπήρξαν δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής της. Ως συνύπαρξη των απαιτήσεων πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής νοείται η παράλληλη ύπαρξη και των δύο απαιτήσεων σε κατάσταση ώριμη προς συμψηφισμό τους, μπορεί δε να προταθεί σε συμψηφισμό η απαίτηση που παραγράφηκε, ακόμη και αν έχει ήδη απορριφθεί με τελεσίδικη απόφαση λόγω της παραγραφής (ΑΠ 2111/2014, ΑΠ 1626/2006). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 513, 516, 340, 341, 383 και 385 ΑΚ, συνάγεται ότι στην αμφοτεροβαρή σύμβαση πωλήσεως, εάν ο πωλητής εκπληρώσει μερικώς την παροχή του και δεν την ολοκληρώσει, ο αγοραστής έχει ως προς το καθυστερούμενο τμήμα της παροχής δικαίωμα να τάξει εύλογη προθεσμία προς εκπλήρωση, δηλών άμα ότι μετά την πάροδό της αποκρούει την παροχή. Εάν παρέλθει άπρακτος η προθεσμία, ο τελευταίος έχει δικαίωμα ή να απαιτήσει αποζημίωση δια τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει εκ της συμβάσεως όχι όμως να απαιτήσει την παροχή. Τα τελευταία ταύτα δικαιώματα γεννώνται υπέρ του αγοραστή και χωρίς να τάξει προθεσμία προς εκπλήρωση εάν εκ της όλης στάσεως του πωλητή προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήτο άσκοπο (βλ. ΑΠ 1814/2007). Οι ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει να αναφέρονται στην σχετική αγωγή ή στις προτάσεις για το ορισμένο της σχετικής ενστάσεως συμψηφισμού που προτείνεται από τον εναγόμενο που προβάλλει αξίωση αποζημίωσης για την ως άνω αιτία κατά της αγωγικής απαίτησης του δανειστή του, διότι άλλως είτε η αγωγή είτε η εν λόγω ένσταση είναι αόριστη, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα αναπλήρωσης και κατ’ ακολουθία θεραπείας τους για το λόγο αυτό με αναφορά σε άλλα έγγραφα, όπου αναφέρονται τα περιστατικά αυτά. Το απαράδεκτο δε της αγωγής ή ένστασης λόγω αοριστίας ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας ως αναγόμενο στην προδικασία η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (ΕφΠειρ142/2013, Β.Βαθρακοκοίλη, έκδ.1994, άρθρο 262, σελ.193).
– Ο συμβιβασμός που καταρτίζεται με ιδιωτικό έγγραφο ή κατ’ άλλον από τον οριζόμενο στην παρ. 1 του άρθρου 293 ΚΠολΔ τρόπο δεν έχει δικονομικά αποτελέσματα δηλαδή δεν επιφέρει αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης (άρθρ. 293 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αλλά απλώς στηρίζει ανατρεπτική ένσταση κατά της βασιμότητας της αγωγής και κρίνεται κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου (ΑΠ 7071/1991 ΕΕΔ 51.750). Σε περίπτωση ενστάσεως εξωδίκου συμβιβασμού οφείλει το δικαστήριο να εκδώσει απόφαση σύμφωνη με το περιεχόμενο του συμβιβασμού (βλ. σχετ. ΑΠ 824/1988, ΕλΔνη 30.1316, ΕφΑθ 2158/1983 ΝοΒ 31.693, ΕφΑθ 9252/1988 ΕλΔνη 24.103, Ράμμο στην ΕρμΑΚ άρθρο 871 αριθμ. 54, Καυκά, Ενοχ.Δ. άρθρο 871 περ. 2 ε, Μπέη: Πολ. Δικ. άρθρ. 293 αριθμ. 11). Η εν λόγω ένσταση, εφόσον ο συμβιβασμός εχώρησε μετά την έκδοση της αποφάσεως του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί της διαφοράς, ή αν αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, μπορεί να προταθεί, για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου (άρθρ. 527 αρ. 2 και 3 και 269 παρ. 2 του ΚΠολΔ) με την έφεση αλλά και με τους πρόσθετους λόγους αυτής (ΕφΠειρ 307/2015, ΕφΠειρ 614/2004, ΕφΑθ 178/1996). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 47α παρ.1β και 3 του κωδικοποιημένου Ν. 2190/1920 η ανώνυμη εταιρία λύεται και με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της, λαμβανομένη με την απαρτία και πλειοψηφία των άρθρων 29 παρ.3 και 31 παρ.2 του νόμου αυτού, τη δε λύση της ανώνυμης εταιρίας ακολουθεί η εκκαθάριση και, μάλιστα, η γενική συνέλευση με την ίδια απόφαση ορίζει και τους εκκαθαριστές, εκτός εάν η λύση επήλθε λόγω πτώχευσης, οπότε ακολουθεί η πτωχευτική διαδικασία. Από τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 47α σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 72 εδ. β΄ , 748 ΑΚ, 73 και 286 εδ. α΄ ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η λύση της ανώνυμης εταιρίας για οποιοδήποτε λόγο δεν θίγει την ικανότητα αυτής να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και της έννομης σχέσης της δίκης, δεδομένου ότι η εταιρία εξακολουθεί να διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα για τις ανάγκες της εκκαθάρισης και εκπροσωπείται, πλέον, από τους εκκαθαριστές της. Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 7α παρ.1 περ. γ΄ και ια΄ και 7β παρ.13 και 15 του Ν. 2190/1920, συνάγεται ότι στην από τα άρθρα αυτά προβλεπόμενη δημοσιότητα, υποβάλλονται ο διορισμός και η αντικατάσταση των εκκαθαριστών της ανώνυμης εταιρίας, που έχει λυθεί και τελεί υπό εκκαθάριση, ως προσώπων που ασκούν τη διαχείριση αυτής και έχουν την εξουσία να την εκπροσωπούν από κοινού ή μεμονωμένα, κατά το στάδιο αυτό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 49 παρ.1 του ίδιου νόμου. Η δημοσιότητα αυτή δεν είναι συστατική, αλλά αποδεικτική, η δε ανώνυμη εταιρία δεν μπορεί να αντιτάξει στους τρίτους τις πράξεις και τα στοιχεία για τα οποία αυτή δεν τηρήθηκε, ενώ οι τρίτοι μπορούν να τα επικαλεσθούν έναντι αυτής (ΑΠ 1082/2004). Περαιτέρω, με το άρθρο 49 παρ.7 του Ν. 2190/1920, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2339/1995, ορίζεται ότι “Ο διορισμός εκκαθαριστών συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου. Όσον αφορά τους εκκαθαριστές, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για το διοικητικό συμβούλιο (ΑΠ 717/2018). Τέλος, όταν ασκηθεί αγωγή ή προβληθεί ένσταση κατά ανώνυμης εταιρείας με αντικείμενο την εκπλήρωση υποχρεώσεων αυτής από σύμβαση, αν αμφισβητηθεί το κύρος της καταρτισθείσης συμβάσεως λόγω ελλείψεως νόμιμης εκπροσωπήσεως της εταιρείας, ο ενάγων (η ο ενιστάμενος) πρέπει να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του και στη συνέχεια να αποδείξει, για το κύρος της συμβάσεως, ότι ο αναφερόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος -η μνεία του οποίου δεν είναι απαραίτητη στην αγωγή- εκπροσωπούσε νόμιμα την εταιρεία, είτε διότι ήταν καταστατικό όργανο αυτής, είτε διότι του είχε δοθεί από καταστατικό όργανο η εξουσία συμβατικής εκπροσωπήσεώς της, αντίστοιχα δε το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να διαλάβει στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την εξουσία του εν λόγω προσώπου να εκπροσωπεί την εταιρεία. Επί συμβάσεως, η οποία καταρτίστηκε χωρίς εξουσία του φερόμενου ως νόμιμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι περί ελλείψεως πληρεξουσιότητας διατάξεις του άρθρου 229 παρ. 1 ΑΚ, κατά τους ορισμούς της οποίας στην περίπτωση αυτή το κύρος της συμβάσεως εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευομένου (ΑΚ 238), ήτοι συγκατάθεση που παρέχεται μετά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας. Ο περί εγκρίσεως ισχυρισμός παραδεκτά προτείνεται με την προσθήκη στις προτάσεις, μετά την άρνηση της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας περί μη νόμιμης εκπροσωπήσεως της κατά την κατάρτιση της συμβάσεως (ΑΠ 2107/2009). Άλλωστε, ο ενάγων φέρει το βάρος να αποδείξει την έγκριση και όχι το νομικό πρόσωπο την έλλειψη εξουσίας εκπροσωπήσεώς του (ΕφΑθ912/2008). Συνεπώς, εάν δεν προταθεί ο σχετικός περί εγκρίσεως ισχυρισμός ή προταθεί και δεν αποδειχθεί κατ’ ουσία, η σχετική σύμβαση είναι ανίσχυρη έναντι της αντιπροσωπευομένης ανώνυμης εταιρείας και δεν παράγει έναντι αυτής αποτελέσματα (ΑΠ 1118/2010, ΕφΔωδ 121/2015, ΕφΔωδ 46/2014, ΕφΘεσ 688/2011).
– Κατά το άρθρο 579 παρ. 1, ότι “αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτήν ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ’ αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ’ αυτήν”. Κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3, ότι “αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αντίστοιχα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές” και γ) στη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 1 ΚΠολΔ, ότι “στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση. Δεν είναι απαραίτητο να επιδοθεί η αναιρετική απόφαση”, ενώ στη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 ότι “η υπόθεση συζητείται (στο δικαστήριο της παραπομπής) μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση..”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, μετά την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή). Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή ως προς τα κεφάλαιά της, που προσβλήθηκαν με την αναίρεση, όχι δε ως προς άλλα κεφάλαιά της, εκτός αν τα τελευταία συνάπτονται αρρήκτως με τα κεφάλαια, ως προς τα οποία χώρησε αναίρεση της αποφάσεως, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1131/2018, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 1326/2012, ΕφΠειρ 650/2015). Τα παράπονα, που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι εφέσεως και ως αναιρετικοί λόγοι, κατ’ αρχήν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναιρετικής αποφάσεως. Και στην περίπτωση αυτήν, αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιμους λόγους της εφέσεως, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, είναι ως λόγοι εφέσεως απαράδεκτοι (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 1476/2012, ΑΠ 994/2012, ΑΠ 738/2012, ΑΠ 553/2008, ΕφΠειρ 250/2016, ΕφΘρ 14/2016, ΕφΚερκ 2/2016, ΕφΠειρ 294/2015, ΕφΛαρ 125/2015, ΕφΘεσ 637/2013, ΕφΛαρ 216/2013, ΕφΑθ 4924/2012, ΕφΑθ 2994/2006, δημοσιευμένες στη Νόμος). Ειδικότερα, από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και, επομένως, και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 1123/2017, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 738/2012, ΕφΠειρ 250/2016 ό.π., ΕφΘρ 14/2016 ό.π., ΕφΚερκ 2/2016 ό.π., ΕφΠειρ 650/2015 ό.π., ΕφΠειρ 294/2015 ό.π., ΕφΛαρ 125/2015 ό.π., ΕφΘεσ 637/2013 ό.π.). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μια απόφαση όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ27/2007, ΑΠ 1123/2017, ΑΠ 845/2010). Eν όλω αναίρεση της απόφασης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής αλλά και σε συνδυασμό με το αιτιολογικό της, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου (ΑΠ 129/2004). Στην περίπτωση της εν μέρει αναίρεσης, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο της παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή ως προς τα πληγέντα κεφάλαιά της, ως τέτοιων νοουμένων των οριστικών διατάξεων της απόφασης, που αποφαίνονται στις επί μέρους αυτοτελείς αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις ασκήσεως κυρίας παρέμβασης, ανταγωγής, αντικειμενικής σώρευσης αγωγών, άσκησης παρεμπίπτουσας αγωγής, επεκτείνεται δε στα αρρήκτως συνδεόμενα προς τα αναιρεθέντα κεφάλαιά της, τα οποία συναναιρούνται και, επομένως, ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο, ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της. Έτσι με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, οι διάδικοι, οι οποίοι μετέχουν στην αναιρετική δίκη, επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, όμως, η διαδικασία πριν την αναιρεθείσα απόφαση ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια, που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ (ΑΠ 738/2012, ΑΠ 129/2004, ΕφΑθ 7478/2013). Οι διάδικοι, ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Το δικαστήριο αυτό, ερευνώντας μόνον τους λόγους εφέσεως, που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται, εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο, που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση, το οποίο, κατά το άρθρο 332 ΚΠολΔ, λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής, δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνον για τα νομικά ζητήματα, που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναιρέσεως, που έκανε δεκτό (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 1123/2017, ΑΠ 886/2017, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 738/2012, ΑΠ 63/2009, ΤριμΕφΛαμ 12/2017 ό.π., ΕφΠειρ 305/2016 ό.π). Η δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της ολομέλειας ή των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια, που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα, που έλυσαν (ΑΠ 738/2012, ΕφΠειρ 250/2016 ό.π., ΕφΠειρ 650/2015 ό.π.,ΕφΛαρ 125/2015 ). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως “νομικό ζήτημα” θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο, που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου θεμελιώθηκε η αναίρεση, μπορεί δε αυτός να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό είτε στο δικονομικό δίκαιο, για τους κατ’ ιδίαν λόγους αναίρεσης που θεσπίζει το άρθρο 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 923/2017, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΑΠ 886/2017, ΑΠ 534/2015, ΑΠ 1708/2014, ΑΠ 736/2011). Κατ’ αρχάς, στο δικαστήριο της παραπομπής, οι διάδικοι επανέρχονται δικονομικώς στην κατά τον χρόνο της τελευταίας συζητήσεως υπάρχουσα κατάσταση. Επομένως, από τον προσδιορισμό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση του σημείου εκκινήσεως της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής καθορίζονται και οι δικονομικές δυνατότητες αφ’ ενός των διαδίκων (π.χ. για την προβολή νέων ισχυρισμών, την διεξαγωγή νέων αποδείξεων, την άσκηση αντεφέσεως κ.ο.κ.) και αφ’ ετέρου του δικαστηρίου. Η προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών, ως και η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδείξεων κρίνονται κατά τις γενικές διατάξεις περί εφέσεως (άρθρα 527 και 529 ΚΠολΔ). Το ίδιο ισχύει και για την προβολή προσθέτων λόγων εφέσεως, εφόσον η ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής συζήτηση είναι η πρώτη και υπάρχει η νόμιμη προθεσμία (ΑΠ 1326/2012, ΕφΛαρ 216/2013, δημοσιευμένες στη Νόμος). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι του εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλΔνη 41.51, ΕφΠειρ 650/2015 ό.π.), ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002, ΕφΠειρ 650/2015 ό.π.). Το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΠειρ 650/2015, ΕφΑθ 7478/2013, ΕφΑθ 4924/2012, ΕφΑθ 2994/2006). Περαιτέρω, επί αναιρέσεως εφετειακής αποφάσεως στο σύνολό της α)οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση αυτής (αναιρεθείσας αποφάσεως) δεν λαμβάνονται υπόψη από το Εφετείο (ΑΠ 778/2004, ΑΠ 434/2009, ΑΠ 352/2004, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΕφΠειρ 650/2015 ό.π., ΕφΑθ 7478/2013 ό.π., ΕΑ 4924/2012 ό.π., ΕφΑθ 2994/2006 ό.π.) β)είναι επιτρεπτή από τον εκκαλούντα η άσκηση πρόσθετων λόγων εφέσεως (ΟλΑΠ27/2007, ΕφΑθ 7478/2013 ό.π., ΕΑ 4924/2012 ό.π., ΕφΑθ 2994/2006 ό.π.) και γ)είναι επιτρεπτή από τον εναγόμενο ως εφεσίβλητο, μετά την αναίρεση, η πρόταση με τις προτάσεις του στη νέα συζήτηση της εφέσεως, νέων πραγματικών ισχυρισμών, με τις προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 269 του ΚΠολΔ (ΑΠ 778/2009, ΑΠ 434/2009, ΑΠ 352/2004 ό.π., Εφ Πειρ 27/2019, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΕφΠειρ 650/2015 ό.π., ΕφΑθ 7478/2013 ό.π., ΕΑ 4924/2012 ό.π., ΕφΑθ 2994/2006 ό.π.).
– Από τις διατάξεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δηλαδή: α)αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, β)αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ)αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ)αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το δικαστήριο ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία απαλείφθηκε με τον Ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο. Ενώ έγγραφη απόδειξη του νέου ισχυρισμού υπάρχει, όταν όλα τα πραγματικά στοιχεία που τον θεμελιώνουν αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό) με πλήρη απόδειξη κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια. Σε όλες τις περιπτώσεις της βραδείας προβολής ισχυρισμού το δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή αυτού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας (ΟλΑΠ12/1991, ΑΠ 752/2011).