Ενιαίος κανόνας απονομής εφάπαξ. Καταργείται ο ελάχιστος χρόνος για δικαίωμα παροχής. Πως διαμορφώνονται οι ασφαλιστικές εισφορές για εφάπαξ. Ποιοι έχουν προτεραιότητα στην απονομή
Για πρώτη φορά, δημιουργείται ενιαίος κανόνας απονομής εφάπαξ για όλους σύμφωνα με την υπουργική απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννη Βρούτση. Ειδικότερα καταργείται ο ελάχιστος χρόνος ασφάλισης για θεμελίωση αυτοτελούς δικαιώματος εφάπαξ παροχής και προκρίνεται η ενιαία αντιμετώπιση όλων των ασφαλισμένων, ενώ απλοποιείται και η διαδικασία απονομής της εν λόγω παροχής.
Ειδικότερα η εφάπαξ παροχή απονέμεται εφόσον ο ασφαλισμένος έλαβε κύρια σύνταξη και συνεπώς απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η έκδοση της οριστικής πράξης συνταξιοδότησης λόγω γήρατος ή οριστικής αναπηρίας.
Με την κατάργηση του ελάχιστου χρόνου ασφάλισης για τη θεμελίωση αυτοτελούς δικαιώματος εφάπαξ παροχής, επιτυγχάνεται η ενιαία αντιμετώπιση των ασφαλισμένων, και σε κάθε περίπτωση απλοποιείται και συντομεύεται η διαδικασία απονομής της εν λόγω παροχής ιδίως σε περιπτώσεις ασφαλισμένων με διαδοχική ασφάλιση. ADVERTISING
H ρύθμιση αυτή καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αιτήσεις για εφάπαξ παροχή. Επισημαίνεται ότι, (όπως ίσχυε), δεν είναι δυνατή η καταβολή της εφάπαξ παροχής στην περίπτωση προσωρινής συνταξιοδότησης από τον φορέα κύριας ασφάλισης.
Παράλληλα στους μη δικαιούμενους εφάπαξ παροχής από υπηρεσία, εργασία ή επάγγελμα, για το οποίο ασφαλίστηκαν σε φορέα πρόνοιας ή σε περίπτωση θανάτου αυτών στους δικαιούχους τους, επιστρέφονται οι ατομικές τους εισφορές, χωρίς χρονικές προϋποθέσεις, ύστερα από αίτησή τους, η οποία υποβάλλεται μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου μαζί με τη συνταξιοδοτική απόφαση, θετική ή απορριπτική του φορέα κύριας ασφάλισης.
Επομένως, δεν απαιτείται πλέον ο ελάχιστος χρόνος ασφάλισης των τριών ετών, προκειμένου να επιστραφούν οι εισφορές και ως εκ τούτου ασφαλισμένοι για εφάπαξ παροχή, που μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου δεν δικαιούνται κύριας σύνταξης, δύνανται με την απορριπτική απόφαση της κύριας ασφάλισης να δικαιωθούν επιστροφής των εισφορών τους. Για επιστροφή ατομικών εισφορών που καταβλήθηκαν για χρόνο ασφάλισης έως τις 31.12.2013 το επιστρεπτέο ποσό προκύπτει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 9 του ν. 2335/1995 (Α΄ 185) και την υπουργική απόφαση Φ.80000/οικ.26625/1319/ 17.11.2006 (Β΄ 1772), όπως ισχύουν. Για επιστροφή εισφορών χρονικών διαστημάτων από την 1.1.2014 και εφεξής το ύψος του επιστρεπτέου ποσού προκύπτει από τη συσσωρευμένη αξία των εισφορών στην ατομική μερίδα.
Κατά προτεραιότητα η καταβολή εφάπαξ
Η εφάπαξ παροχή καταβάλλεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα: α) στους δικαιούχους που λόγω ασθένειας, χρόνιας πάθησης ή άλλης βλάβης έχουν ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 50%, το οποίο αποδεικνύεται με γνωμάτευση ΚΕΠΑ ή ΑΣΥΕ, β) στους δικαιούχους που είναι γονείς ή νόμιμοι κηδεμόνες ατόμων που έχουν ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 50% το οποίο αποδεικνύεται με γνωμάτευση ΚΕΠΑ ή ΑΣΥΕ, γ) στους δικαιούχους που συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του ν.612/1977 (Α΄ 164) (εξωιδρυματικό επίδομα.
-είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύουν κάθε φορά ή με βάση τις διατάξεις που αναφέρονται στα πρόσωπα του τετάρτου εδαφίου της περ. α΄ της παρ. 1 των άρθρων 1 και 26 π.δ. 169/2007 (Α΄ 210)
– είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές όπως ισχύουν κάθε φορά και δ) στους δικαιούχους που λαμβάνουν επίδομα σύμφωνα με το άρθρο 42 ν. 1140/1981 (Α΄ 68) (τετραπληγία – παραπληγία).
Εφόσον δεν υπάρχουν δικαιούχοι που εμπίπτουν στις ως άνω περιπτώσεις, η εφάπαξ παροχή κατά προτεραιότητα σε περιπτώσεις: α) θανάτου του/της συζύγου ή τέκνου του δικαιούχου εφάπαξ παροχής και β) θανάτου του δικαιούχου εφάπαξ παροχής, στη/στο σύζυγο και στα τέκνα αυτού.
Περίπτωση θανάτου
Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου, ο οποίος απεβίωσε εν ενεργεία, ήτοι πριν την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, γήρατος ή αναπηρίας, η παροχή χορηγείται, στον/στην επιζώντα σύζυγο και στα τέκνα ανάλογα με το κληρονομικό τους δικαίωμα. Με τη ρύθμιση αυτή, αποσυνδέεται ως κριτήριο για την απονομή της παροχής θανόντος στην εργασία ασφαλισμένου, το ποιος είναι ο δικαιούχος της σύνταξής του από τον φορέα κύριας ασφάλισης. Σε περίπτωση που δεν υφίστανται τα ανωτέρω πρόσωπα, ήτοι σύζυγος και τέκνα, η παροχή καταβάλλεται σε γονείς και αδέλφια, ανάλογα με το ποσοστό του κληρονομικού τους δικαιώματος, χωρίς να απαιτείται πλέον ο ελάχιστος χρόνος ασφάλισης των είκοσι ετών.
Στην περίπτωση που δεν υφίσταται κανένα από τα ανωτέρω πρόσωπα, η παροχή καταβάλλεται σε δικαιούχους, σύμφωνα με τις διατάξεις περί κληρονομικής διαδοχής.
Η περίπτωση αφορά στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος απεβίωσε μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία/εργασία και πριν ή μετά την έκδοση της συνταξιοδοτικής πράξης και ορίζει ότι στις περιπτώσεις αυτές, η εφάπαξ παροχή θα χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις περί κληρονομικής διαδοχής.
Υπολογισμός
Ως γνωστό, η εφάπαξ παροχή αποτελείται από το άθροισµα δύο τµηµάτων: το τµήµα που αντιστοιχεί για τα έτη ασφάλισης µέχρι την 31.12.2013 και το τµήµα που αντιστοιχεί για τα έτη ασφάλισης από την
1.1.2014 και εφεξής.
Η πρώτη περίπτωση αφορά στον τρόπο υπολογισμού για το τμήμα που αντιστοιχεί σε χρόνο ασφάλισης µέχρι την 31.12.2013 για μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους.
Ειδικά για τον υπολογισμό της εφάπαξ παροχής των ασφαλισμένων του πρ. Ταμείου Πρόνοιας Αξιωματικών Εμπορικού Ναυτικού (ΤΠΑΕΝ) και του πρ. Ταμείου Πρόνοιας Κατωτέρων Πληρωμάτων Εμπορικού Ναυτικού (ΤΠΚΠΕΝ) για χρόνο ασφάλισης που έχει πραγματοποιηθεί έως και τις 31.12.2013, έχει προβλεφθεί με το άρθρο 26 του ν.4445/2016, ότι οι τεκμαρτές συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό της παροχής προσδιορίζονται με τη χρήση εισφορών εικοσαετίας, αντί πενταετίας.
Με τη νέα ρύθμιση, ορίζεται ότι σε περιπτώσεις όπου δεν συμπληρώνεται η εικοσαετία για χορήγηση της εφάπαξ παροχής, θα χρησιμοποιείται ο πραγματικός χρόνος ασφάλισης εντός του 1994-2013 για τον υπολογισμό των τεκμαρτών αποδοχών, έστω και εάν αυτός υπολείπεται της εικοσαετίας.
Ύψος ασφαλιστικών εισφορών
Διαφοροποιούνται από 1-1-2020 οι ασφαλιστικές εισφορές όλων των αυτοτελώς απασχολούμενων και όλων των πριν και μετά την 1.1.1993 ασφαλισμένων εμμίσθων δικηγόρων, μισθωτών μηχανικών και υγειονομικών των οικείων τομέων του κλάδου πρόνοιας του πρ. ΕΤΑΑ.
Συγκεκριμένα, αποσυνδέεται η εισφορά από τον κατώτατο βασικό μισθό μισθωτού με την δημιουργία ενός συστήματος απλού και κατανοητού, σε αντιστοιχία με τον τρόπο προσδιορισμού των εισφορών για κύρια και επικουρική ασφάλιση, ενώ παράλληλα διατηρείται η κατώτατη εισφορά για εφάπαξ παροχή στο ίδιο προηγούμενο επίπεδο.
Από 1-1-2020 το ποσόν της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για εφάπαξ παροχή των αυτοτελώς απασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών αντιστοιχεί σε τρεις ασφαλιστικές κατηγορίες:
ΥΨΟΣ ΜΗΝΙΑΙΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
Ασφαλιστικές Κατηγορίες Ποσά εισφορών εφάπαξ παροχής σε ευρώ
1η κατηγορία 26 ευρώ
2η κατηγορία 31 ευρώ
3η κατηγορία 37 ευρώ
Σε αυτές τις τρεις ασφαλιστικές κατηγορίες κατατάσσονται και όλοι οι πριν και μετά την 1.1.1993 έμμισθοι δικηγόροι, μισθωτοί μηχανικοί και υγειονομικοί των οικείων τομέων του κλάδου πρόνοιας του πρώην ΕΤΑΑ.
Επισημαίνεται ότι, για τους έμμισθους δικηγόρους τα ανωτέρω ποσά της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς επιμερίζονται κατά 50 % για τον εντολέα και κατά 50 % για τον ασφαλισμένο.
Οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται υποχρεωτικά σε μία από τις ανωτέρω τρεις (3) ασφαλιστικές κατηγορίες με ελεύθερη επιλογή τους για το ποια θα είναι αυτή. Σε περίπτωση μη επιλογής κατατάσσονται υποχρεωτικά στη πρώτη. Με αίτησή τους, η οποία μπορεί να υποβληθεί και ηλεκτρονικά, μπορούν να επιλέξουν ανώτερη ή κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία από αυτή που υπάγονται. Η μετάταξη από κατηγορία σε κατηγορία θα γίνεται από την 1η του επόμενου έτους από την υποβολή της αίτησης και θα ισχύει υποχρεωτικά για όλο το επόμενο έτος από την υποβολή της αίτησης.
Οι ασφαλισμένοι αυτή τη στιγμή κατατάσσονται υποχρεωτικά στη πρώτη ασφαλιστική κατηγορία και θα επιλέξουν την κατηγορία στην οποία επιθυμούν να υπαχθούν από 1.7.2020.
Επισημαίνεται ότι, σε περιπτώσεις που οι αυτοαπασχολούμενοι δεν έχουν καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές για το διάστημα 2017-2019, αυτές καταβάλλονται βάσει του άρθρου 5 του ν. 4578/2018, ήτοι επιβάλλεται μηνιαία κράτηση ποσοστού ύψους 4 % επί του κατώτατου βασικού µισθού µισθωτού, όπως ισχύει.
Αντιστοίχως, σε περιπτώσεις που οι παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι κατά τον ν. 2084/1992 έμμισθοι δικηγόροι, μισθωτοί μηχανικοί και υγειονομικοί του κλάδου πρόνοιας του πρώην ΕΤΑΑ δεν έχουν καταβάλει εισφορές για το έτος 2019, το ποσό της µηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς, υπολογίζεται βάσει του άρθρου 5 του ν. 4578/2018 σε ποσοστό κράτησης 4 % επί του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό µισθό µισθωτού, όπως ισχύει.