Το σχέδιο μιας «κακής τράπεζας» εκπονεί η ΕΚΤ καθώς η πανδημία έχει αυξήσει την ανεργία μειώνοντας τα εισοδήματα των Ευρωπαίων και καθιστώντας ορατό τον κίνδυνο νέου κύματος κόκκινων δανείων ύψους πολλών δισ. ευρώ. Αποκλειστικό ρεπορτάζ του Reuters επικαλείται πηγές της ΕΚΤ σχετικές με το θέμα, σύμφωνα με τις οποίες η Τράπεζα έχει στελεχώσει ομάδα εργασίας και της έχει αναθέσει να εκπονήσει το εν λόγω σχέδιο. Τελευταία έχουν μάλιστα επισπευσθεί οι σχετικές εργασίες.
Οπως αναφέρουν οι εν λόγω πηγές που προτίμησαν την ανωνυμία, το σχέδιο προβλέπει συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) που θα παρέχει την απαιτούμενη οικονομική ενίσχυση στις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης ή στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και θα λειτουργεί ως εγγυητής για την «κακή τράπεζα».
Από την πλευρά της η «κακή τράπεζα» θα εκδίδει ομόλογα τα οποία θα αγοράζουν οι εμπορικές τράπεζες ως αντάλλαγμα για τα χαρτοφυλάκια των κόκκινων δανείων.
Στη συνέχεια τα ομόλογα αυτά θα λειτουργούν ως ενέχυρο που θα κρατάει η ΕΚΤ προκειμένου να χρηματοδοτεί τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Και βέβαια η ΕΚΤ θα καλέσει τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες να συσπειρώσουν τις δυνάμεις τους για να προωθήσουν το εν λόγω σχέδιο. Οπως τονίζει το Reuters, το σχέδιο της «κακής τράπεζας» εκπονείται σε μια στιγμή που η Ευρώπη κινητοποιεί τρισεκατομμύρια ευρώ για να θωρακίσει την οικονομία της από τον αντίκτυπο της πανδημίας και να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη. Προτεραιότητα έχει, έτσι, το λεγόμενο Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ, ενώ το σχέδιο της «κακής τράπεζας» ενδέχεται να συζητηθεί αργότερα μέσα στο τρέχον έτος.
Οικονομικός αντίκτυπος
Ερωτώμενος σχετικά, ο Αντρέα Ενρια, πρόεδρος της Τραπεζικής Εποπτικής Αρχής της ΕΚΤ (ΕΒΑ), δήλωσε πως τάσσεται υπέρ του σχεδίου της «κακής τράπεζας», αλλά θεωρεί ότι είναι «πρόωρη» οποιαδήποτε συζήτηση καθώς δεν ξέρουμε ακόμη ποιος θα είναι ο οικονομικός αντίκτυπος της πανδημίας. Προσέθεσε πως αυτή τη στιγμή η ΕΚΤ μελετά πώς θα αντεπεξέλθουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες αν επιδεινωθεί η οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία.
Υπογράμμισε, πάντως, πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες διαθέτουν κεφάλαια ύψους 600 δισ. ευρώ, που μάλλον επαρκούν, εκτός κι αν υπάρξει νέο κύμα της πανδημίας. Αναφέρθηκε μάλιστα στις επιτυχείς περιπτώσεις «κακής τράπεζας» που λειτούργησαν και απέδωσαν καρπούς σε Ισπανία και Ιρλανδία μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση. Οπως τόνισε, άλλωστε, «πολλές από αυτές τις περιπτώσεις κακής τράπεζας κατέληξαν να είναι κερδοφόρες».
Οπως σημειώνει το Reuters, η ιδέα μιας «κακής τράπεζας» της Ευρωζώνης εξετάζεται τουλάχιστον εδώ και δύο χρόνια. Από τη στιγμή, όμως, που ανέλαβε καθήκοντα η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, έχουν επισπευσθεί οι σχετικές διαβουλεύσεις. Τις τελευταίες εβδομάδες, η Τράπεζα συμβουλεύεται σχετικά τις ευρωπαϊκές τράπεζες και αξιωματούχους της Ε.Ε.
Το ρεπορτάζ του Reuters έρχεται, πάντως, να επιβεβαιώσει εκτιμήσεις που διατύπωσε μόλις προ ολίγων ημερών ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s επικαλούμενος επιστολή του κ. Ενρια προς τον Γερμανό βουλευτή Φρανκ Σάφλερ. Στην επιστολή αυτή ο επικεφαλής της ΕΒΑ δήλωνε υπέρμαχος της ιδέας μιας «κακής τράπεζας». Διευκρίνιζε, ωστόσο, ότι η ΕΚΤ δεν έχει διαμορφώσει οριστική θέση επί του θέματος αν και στο πλαίσιο της έκθεσης για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αναφερόταν στη χρησιμότητα που θα είχε μια «κακή τράπεζα» ως μέσον για να αντιμετωπισθεί ενδεχόμενη εκτίναξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σύμφωνα με τη Moody’s μια «κακή τράπεζα» θα ενίσχυε τη θέση των ευρωπαϊκών τραπεζών σε ό,τι αφορά την πιστοληπτική τους ικανότητα δεδομένου ότι προϋποθέτει κάποιο βαθμό στήριξης των τραπεζών από τις κυβερνήσεις, ενώ μπορεί να περιφρουρήσει τη φερεγγυότητά τους και να αποτρέψει τυχόν πτωχεύσεις.
Εμπόδια
Παραμένουν, πάντως, τα εμπόδια στη θέσπιση ενός τέτοιου εργαλείου σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ακόμη κι αν εκλείψουν τα νομικά προσκόμματα, υπάρχει πάντα το πρόβλημα του πολιτικού κόστους που θα συνεπαγόταν ένα τέτοιο εγχείρημα καθώς θα βασιζόταν στα χρήματα των φορολογουμένων. Οπως, άλλωστε, τονίζει το Reuters, οποιοδήποτε πανευρωπαϊκό σχέδιο για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων είναι καταδικασμένο να αντιμετωπίσει τις αντιρρήσεις της Γερμανίας.
Το Βερολίνο προβάλλει πάντα βέτο σε οποιαδήποτε προσπάθεια να δοθεί στήριξη στις τράπεζες των οικονομικά ασθενέστερων χωρών ή και στις ίδιες τις χώρες, όταν αυτή η στήριξη μπορεί τελικά να συνεπάγεται κόστος για τη Γερμανία. Στο θέμα έχει ήδη τοποθετηθεί ο Γερμανός ευρωβουλευτής Μάρκους Φέρμπερ εκφράζοντας την αντίθεση της Γερμανίας σε κάθε τέτοια αμοιβαία ανάληψη κινδύνου και τονίζοντας πως «ένα πρώτο βήμα θα μπορούσαν να είναι οι εθνικές κακές τράπεζες». Και όπως τόνισε ο Ιταλός ευρωβουλευτής Μάρκο Τζάνι, «η εμπειρία μας από τις ευρωπαϊκές λύσεις είναι πως έρχονται πάντα πολύ αργά, ενώ όταν αντιμετωπίζει κανείς μια κρίση πρέπει να δρα άμεσα σε ημέρες ή εβδομάδες, όχι σε μήνες ή χρόνια».