Από τους Δημήτρη Κατσαγάνη και Αλεξάνδρα Γκίτση
Μπροστά σε μια νέα κανονικότητα, η οποία, όπως εκτιμάται, θα είναι πολύ δύσκολη, βρίσκονται οι επιχειρήσεις, με 4 στις 10 να δηλώνουν αδυναμία να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις προς τα Ταμεία, γεγονός που υποδηλώνει και τη γενικότερη ασφυξία λόγω της υγειονομικής κρίσης. Επιπλέον, 1 στις 5 δηλώνει πως δεν μπορεί να διατηρήσει όλες τις θέσεις εργασίας και πρέπει να μειώσει το προσωπικό, σύμφωνα με μετρήσεις της πρόσφατης έρευνας του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ (ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ), τις οποίες κατ’ αποκλειστικότητα δημοσιεύει το Capital.gr.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με στοιχεία από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), υπάρχει καθίζηση στις ιδρύσεις νέων εταιρειών. Από την 1η Μαρτίου (μόλις λίγα εικοσιτετράωρα μετά το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα στην Ελλάδα) έως και την 1η Ιουλίου δημιουργήθηκαν 8.704 νέες επιχειρήσεις. Τον Μάιο έκλεισαν 679 εταιρείες, τον Ιούνιο 687 επιχειρήσεις και την πρώτη ημέρα του Ιουλίου λουκέτο έβαλαν 19 επιχειρήσεις. Ενώ ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία περιορίστηκε τον Ιούνιο στις 82,3 (από 82,8 τον Μάιο) μονάδες, επίπεδο πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο περσινό (104,2 μον.) και το χαμηλότερο των τελευταίων 4,5 ετών.
Ασφυξία προκαλεί το lockdown στο 40% των εταιρειών
Αδυναμία δηλώνει έως και το 40% των επιχειρηματιών να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του προς τα Ταμεία, γεγονός που –σε συνδυασμό με τις αυξημένες λόγω της κορονο-κρίσης δυσκολίες κάλυψης των φορολογικών υποχρεώσεων και της χρηματοδότησης– τους κάνει πιο “ανοιχτούς” στις απολύσεις, με το 20% να θεωρεί πιθανή τη μείωση του προσωπικού του.
Με άλλα λόγια, οι μισοί εργοδότες (ή κοντά στους 50.000) από εκείνους που δηλώνουν πως μπορούν να πληρώσουν τις εισφορές για το προσωπικό τους είναι πιθανόν να απολύσουν μέρος αυτού (έως 200.000).
Μάλιστα, η μεγαλύτερη δυσχέρεια πληρωμής εισφορών, μαζί και δυσκολία διατήρησης του προσωπικού, εμφανίζεται στον κλάδο των υπηρεσιών, και πιο συγκεκριμένα στις μικρές επιχειρήσεις με πάνω από 5 άτομα προσωπικό και ετήσιο τζίρο έως 50.000 ευρώ.
Αυτό δείχνουν οι αναλυτικές μετρήσεις της πρόσφατης έρευνας του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ (ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ), τις οποίες κατ’ αποκλειστικότητα δημοσιεύει το Capital.gr. Αυτές σκιαγραφούν τις αντοχές των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολούμενων να πληρώνουν κάθε μήνα τις εισφορές τους, αλλά και να διατηρήσουν τους εργαζομένους τους, μετά το ξέσπασμα της κρίσης του κορονοϊού, ανά κλάδο (εμπόριο, μεταποίηση, υπηρεσίες), ανάλογα με τον τζίρο τους αλλά και το πλήθος του προσωπικού τους.
Δεδομένου, όμως, ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ανέρχονται στο 98% του συνόλου των επιχειρήσεων της χώρας και σε αυτές απασχολούνται 1,2 εκατομμύρια εργαζομένων ή το 60% του συνόλου των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής αντανακλούν τις επιχειρηματικές διαθέσεις όλων των εταιρειών της χώρας.
Τα στοιχεία
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία της έρευνας του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, στην πιο δύσκολη θέση βρίσκονται οι αυτοαπασχολούμενοι (χωρίς προσωπικό) που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των υπηρεσιών και έχουν ετήσιο τζίρο έως 50.000 ευρώ.
Συγκεκριμένα:
– Τα υψηλότερα ποσοστά αδυναμίας πληρωμής εισφορών συναντώνται στις επιχειρήσεις του κλάδου των υπηρεσιών (39,8%), σε όσες έχουν τζίρο έως 50.000 ευρώ (40,8%) και σε εκείνες που δεν έχουν καθόλου προσωπικό (43,5%).
– Στην καλύτερη, αναλογικά, θέση φαίνεται πως είναι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο εμπόριο και έχουν υψηλό τζίρο. Έτσι, δεν μπορούν να πληρώσουν τις εισφορές τους οι επιχειρήσεις του εμπορίου (28,3%) με πάνω από 300.000 τζίρο (26,3%).
– Σε μια ενδιάμεση κατάσταση βρίσκονται οι επιχειρήσεις στη μεταποίηση, καθώς το 31,6% του κλάδου αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις ασφαλιστικές υποχρεώσεις του.
Οι ίδιες μετρήσεις δείχνουν και τις διαθέσεις των επιχειρήσεων σε σχέση με την πολιτική απασχόλησης (οι οποίες φαίνεται να συμβαδίζουν με τις αντοχές τους να πληρώνουν εισφορές), την οποία θα ακολουθήσουν.
Εκείνες οι οποίες, λόγω οικονομικής αδυναμίας, φαίνονται αναγκασμένες να προβούν ενδεχομένως σε μείωση προσωπικού είναι οι επιχειρήσεις στον κλάδο των υπηρεσιών, οι οποίες –όπως φαίνεται από τα προαναφερθέντα στοιχεία για τις εισφορές– εμφανίζουν τη μεγαλύτερη αδυναμία να αντεπεξέλθουν και στις υποχρεώσεις τους προς τα Ταμεία. Πιο συγκεκριμένα:
– Το 24,9% των εταιρειών παροχής υπηρεσιών θεωρεί πιθανό να απολύσει προσωπικό.
– Αναλογικά, στην καλύτερη θέση βρίσκονται οι επιχειρήσεις στον κλάδο του εμπορίου, καθώς το 16,7% αυτών μπορεί και να προβεί σε απολύσεις.
– Σε ενδιάμεση κατάσταση βρίσκονται οι επιχειρήσεις στη μεταποίηση, καθώς το 20,8% εξ αυτών μπορεί να μειώσει το προσωπικό του.
Η επόμενη μέρα τρομάζει τις επιχειρήσεις
Ενώπιος ενωπίω με τη νέα “κανονικότητα” βρίσκονται η οικονομία και οι επιχειρήσεις. Το αναγκαστικό κλείσιμο των καταστημάτων, βιομηχανιών κ.λπ. στην καραντίνα, το άνοιγμα της αγοράς σε κύματα, το πλήγμα που έχει υποστεί ο τουρισμός αλλά και όλοι οι κλάδοι και οι εργαζόμενοι που συνδέονται άμεσα και έμμεσα με αυτόν και ο φόβος για το τι θα γίνει από τον Σεπτέμβριο και μετά έχει δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα στην αγορά. Το αποτύπωμα της επιβράδυνσης της οικονομίας είναι ήδη ορατό. Πολλές επιχειρήσεις μετράνε τις πληγές τους –σε κάποιες η πτώση του τζίρου ξεπέρασε ακόμα και το 70%, ενώ για αρκετά μεγάλο όγκο μηδένισε κατά τη διάρκεια της καραντίνας, αφού έκλεισαν–, έχουν αλλάξει το επιχειρηματικό τους σχέδιο και προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον, όπως επισημαίνει και σε έρευνά της η Intrum. Σήμερα το 55% των ελληνικών επιχειρήσεων εκτιμά ότι θα βρεθεί σε περιβάλλον “βαθιάς ύφεσης” το 2020, ποσοστό που αγγίζει τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (56%).
Υπάρχουν, βέβαια, κάποιες οι οποίες αποφάσισαν να κατεβάσουν ρολά και κάποιες άλλες που έβαλαν το κλειδί στην πόρτα. Σύμφωνα με στοιχεία από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), από την 1η Μαρτίου (λίγα μόλις εικοσιτετράωρα μετά το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα στην Ελλάδα) έως και την 1η Ιουλίου δημιουργήθηκαν 8.704 νέες επιχειρήσεις. Την αντίστοιχη περίοδο του 2019 οι νέες εταιρείες που δημιουργήθηκαν ήταν 13.645. Δηλαδή μεταξύ των δύο εξεταζόμενων περιόδων κατεγράφη πτώση στις ιδρύσεις νέων εταιρειών κατά 36,21%. Τι έγινε, όμως, την ίδια περίοδο με τα κλεισίματα; Με βάση τα επίσημα στοιχεία από το ΓΕΜΗ, προκύπτει πως από την 1η Μαρτίου έως και την 1η Ιουλίου έκλεισαν 2.567 επιχειρήσεις, όταν το αντίστοιχο διάστημα του 2019 λουκέτο έβαλαν 5.653 εταιρείες. Τα λουκέτα που καταγράφηκαν τον Απρίλιο του 2020, οπότε είχαν παγώσει τα πάντα, ήταν “μόλις” 404, και οι περισσότερες, 778 εταιρείες, έκλεισαν τον Μάρτιο, όπου η αγορά παρέμεινε ανοιχτή τις δύο πρώτες εβδομάδες. Τον Μάιο έκλεισαν 679 εταιρείες, τον Ιούνιο 687 επιχειρήσεις και την πρώτη ημέρα του Ιουλίου λουκέτο έβαλαν 19 επιχειρήσεις.
Γιατί, όμως, οι επιχειρηματίες επιλέγουν τη λύση του λουκέτου; Ο Αλέξης, ιδιοκτήτης μέχρι και πριν από έναν μήνα καφέ που βρισκόταν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, αποφάσισε να κλείσει την επιχείρησή του, που λειτουργούσε από το 2014, τον Μάιο. Οδηγήθηκε σε αυτή την απόφαση, όπως είπε στο Capital.gr, γιατί, βάζοντας κάτω τα δεδομένα, εκτίμησε ότι μέχρι και τις αρχές Σεπτεμβρίου θα έμπαινε μέσα διότι ο τζίρος δεν θα κάλυπτε τις ανελαστικές δαπάνες, όπως ενοίκιο, ΔΕΗ, ασφαλιστικές και φορολογικές εισφορές. Το καφέ του Αλέξη, που βρίσκεται στην περιοχή κοντά στα Λαδάδικα, δεν είναι το μοναδικό που έκλεισε τις τελευταίες ημέρες. Σύμφωνα με τον ίδιο, τουλάχιστον 20 καφέ-εστιατόρια του κέντρου της Θεσσαλονίκης έχουν αναγκαστεί να κατεβάσουν ρολά. Τάση, όπως εκτιμούν παράγοντες της αγοράς, που προκύπτει από σχετικές μελέτες, η οποία θα παγιωθεί κυρίως σε περιοχές που στηρίζονταν αποκλειστικά και μόνο από τον τουρισμό, ο οποίος μπορεί να άνοιξε, αλλά δεν θα πιάσει επ’ ουδενί τα περσινά νούμερα.
Κάτι που αποτυπώνει και η πρόσφατη έρευνα της Intrum, που πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 9.980 επιχειρήσεων σε 29 χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα. Με βάση τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας, μεταξύ των κλάδων που επηρεάζονται από την ύφεση, στην κορυφή βρίσκεται ο τουρισμός και η ψυχαγωγία. Περίπου 4 στους 10 ερωτηθέντες από αυτόν τον τομέα (ποσοστό 42%) δήλωσαν πως η ύφεση θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στις επιχειρήσεις τους – το υψηλότερο ποσοστό από τους 11 κλάδους που ερευνήθηκαν. Ακολουθούν με 41% η βιομηχανική παραγωγή και η ενέργεια, με 40% ο χρηματοοικονομικός κλάδος, με 40% το λιανεμπόριο, και οι κατασκευές και το real estate με 39%.
Την ίδια στιγμή, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία περιορίστηκε τον Ιούνιο στις 82,3 (από 82,8 τον Μάιο) μονάδες, επίπεδο πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο περυσινό (104,2 μον.) και το χαμηλότερο των τελευταίων 4,5 ετών. Από τις βασικές μεταβλητές του δείκτη, το αρνητικό ισοζύγιο των εκτιμήσεων για τις παραγγελίες επιδεινώθηκε έντονα.
Σε επίπεδο παραγγελιών και τρέχουσας ζήτησης, ο αρνητικός δείκτης διαμορφώθηκε τον Ιούνιο στις -48 μονάδες (από -38 μον. τον Μάιο), με το 51% των επιχειρήσεων να δηλώνει χαμηλές για την εποχή παραγγελίες και μόλις το 3% να αναφέρει το αντίθετο.
Οι έντονα αρνητικές προβλέψεις για τις πωλήσεις τους προσεχείς μήνες υποχώρησαν αισθητά και στράφηκαν σε θετικά επίπεδα (στις +11 μον. το ισοζύγιο, από -11), με το 37% (από 27%) των επιχειρήσεων να αναμένει άνοδό τους το προσεχές χρονικό διάστημα και το 26% (από 38%) μείωσή τους. Αντίθετα, ο αρνητικός δείκτης εκτιμήσεων για τις τρέχουσες πωλήσεις ενισχύθηκε έντονα, στις -42 (από -5) μονάδες, με το 12% (από 26%) των ερωτηθέντων να εκτιμά άνοδό τους.