Χειροτέρεψε τους τελευταίους εννέα μήνες η οικονομική κατάσταση μεγάλης μερίδας καταναλωτών, πολλοί από τους οποίους εμφανίζονται αρκετά απαισιόδοξοι για τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης. Την ίδια στιγμή, σχεδόν το ήμισυ του εισοδήματός τους διατίθεται στην πληρωμή μηνιαίων λογαριασμών και φόρων, με την τάση ωστόσο –στη δεύτερη περίπτωση– να είναι πτωτική σε σύγκριση με το προηγούμενο διάστημα.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από έρευνα των καταναλωτικών τάσεων στο λιανεμπόριο που πραγματοποίησε ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ) με την επιστημονική υποστήριξη του εργαστηρίου ELTRUN του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Σύμφωνα με την έρευνα, το τελευταίο εξάμηνο ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος λιανικής διαμορφώθηκε στο -38 και εμφανίζεται μειωμένος σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2019, όταν δηλαδή είχε διεξαχθεί η προηγούμενη μέτρηση. Μάλιστα, η πτώση αυτή δεν σχετίζεται τόσο με τις μέχρι σήμερα οικονομικές εξελίξεις όσο με τις μειωμένες προσδοκίες των καταναλωτών για το προσεχές διάστημα. Και αυτό γιατί στο διάστημα που πέρασε, δηλαδή τους τελευταίους εννέα μήνες, μόλις το 10% των καταναλωτών εκτιμά ότι η προσωπική του κατάσταση βελτιώθηκε, από 32% τον Οκτώβριο του 2019. Η τάση αυτή δείχνει να επιδεινώνεται, αφού και για τους επόμενους έξι μήνες μόλις το 16%, από 27%, αναμένει βελτίωση στα οικονομικά του, ενώ το ίδιο δυσοίωνες είναι και οι προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση της χώρας, αφού μόνο το 11% πιστεύει ότι θα βελτιωθεί, από 30%. Μάλιστα, 9 στους 10 καταναλωτές θεωρούν ότι η οικονομική κρίση λόγω της πανδημίας θα διαρκέσει τουλάχιστον έως τα τέλη του 2021, ενώ 4 στους 10 εκτιμούν ότι θα ξεπεράσει το 2022.
Παράλληλα, πάνω από 7 στους 10 καταναλωτές ξοδεύουν σχεδόν όλο το διαθέσιμο εισόδημά τους είτε για πληρωμή μηνιαίων λογαριασμών είτε για αγορές προϊόντων είτε για πληρωμή φόρων κ.ά. Ετσι, σύμφωνα με την έρευνα, το 75% του κοινού ξοδεύει πάνω από το 80% του διαθέσιμου εισοδήματός του σε μηνιαία βάση, ενώ το 9% ξοδεύει πάνω από 100%, πρακτικά δηλαδή με κάποιον τρόπο δανείζεται για να καλύψει τις ανάγκες του. Οι δαπάνες για τους μηνιαίους λογαριασμούς (π.χ. ΔΕΚΟ) αντιπροσωπεύουν το 27% του εισοδήματος, όσο σχεδόν και οι δαπάνες για αγορές προϊόντων (28%). Ακολουθούν τα ενοίκια (16%, από 14%), οι φόροι με 15% και οι υπηρεσίες με 14%. Οπως αναφέρει η έρευνα, η τάση για αγορές προϊόντων αλλά και για πάγιους λογαριασμούς είναι αυξητική, ενώ αυτή για τους φόρους (15%, από 19%) και τις υπηρεσίες πτωτική. Μεγάλη προτίμηση, σε σύγκριση με την προηγούμενη έρευνα, δείχνουν οι καταναλωτές για τα τρόφιμα και τα ποτά, καθώς σε αυτή την κατηγορία προϊόντων κατευθύνεται το 46% (από 41%) των δαπανών για λιανικές αγορές.
Ακολουθούν τα ηλεκτρικά – ηλεκτρονικά είδη, που παρουσιάζουν αύξηση από 7% σε 12%, κατηγορία που ενδέχεται να ενισχύθηκε και από την αυξημένη διάθεση των καταναλωτών για αγορές ηλεκτρικών ειδών κατά τη διάρκεια του lockdown, ενώ σημαντική υποχώρηση εμφανίζει η εστίαση, από 12% στην προηγούμενη μέτρηση, σε 9%. Μόλις το 1%, από 5%, διατίθεται για εισιτήρια ή ξενοδοχεία, ενώ μικρότερες μεταβολές παρουσιάζουν κατηγορίες όπως τα είδη ρουχισμού (9%, από 10%).
Επίσης, σύμφωνα με την έρευνα, η συνολική μέση αξία αγορών παρουσιάζει μείωση κατά 8%, από 420 ευρώ σε 388 ευρώ. Τέλος, ενδεικτική της κατάστασης που διαμορφώθηκε λόγω της COVID-19 είναι και η μείωση κατά 48% των επισκέψεων στα καταστήματα σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2019, με τον κλάδο της εστίασης να πλήττεται σημαντικά. Αντιθέτως, η αγορά τροφίμων, παρά τη μεγάλη μείωση (από 9,9 επισκέψεις σε 5,4), παραμένει η πιο τακτική συνήθεια των καταναλωτών.