Φορολογική διαφορά. Επιβολή Ε.Ν.Φ.Ι.Α. Υποχρέωση του προσφεύγοντος να προβάλει με την ενδικοφανή του προσφυγή κατά της πράξης επιβολής Ε.Ν.Φ.Ι.Α. όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς περί της μεγαλύτερης αντικειμενικής αξίας των ακινήτων του που υπήχθησαν σε φόρο σε σχέση με την αγοραία αξία τους, προσκομίζοντας και τα οικεία αποδεικτικά συγκριτικά στοιχεία, άλλως αυτή είναι απαράδεκτη και αναπόδεικτη, όπως και η ένδικη προσφυγή. Ο προσφεύγων με την κρινόμενη προσφυγή του μετέβαλε την πραγματική βάση του ισχυρισμού που είχε προβάλλει ενώπιον της φορολογικής Αρχής, αφού στην ενδικοφανή προσφυγή του ισχυρίστηκε ότι η πραγματική αξία των ακινήτων του βαίνει μειούμενη σε σχέση με την αντικειμενική, σύμφωνα με τις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, ενώ με την ένδικη προσφυγή του επικαλέστηκε συγκεκριμένα συγκριτικά στοιχεία και δη βάσει αυτών υπολόγισε και την ποσοστιαία μείωση της αντικειμενικής αξίας τους. Κατά τις κρίσεις του δικαστηρίου, ο προσφεύγων μετέβαλε και προσέθεσε πραγματικούς ισχυρισμούς τους οποίους δεν είχε προβάλλει ενώπιον της φορολογικής Διοίκησης με την ενδικοφανή του προσφυγή, κατά παράβαση του άρθρου 63 του Κ.Φ.Δ. και της διαδικασίας που προβλέπεται για την άσκησή της και οι εν λόγω ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.-Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης. Αριθμός αποφάσεως: 5665/2020 ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Τμήμα ΙΔ΄ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 27 Ιανουαρίου 2020, με Δικαστή την Βαρβάρα Μπουκουβάλα, Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την Αφροδίτη Βαγενά, δικαστική υπάλληλο, γ ι α να δικάσει την προσφυγή που κατατέθηκε στις 16.3.2017 (αριθμός καταχώρησης […]), τ ο υ […], κατοίκου […], ο οποίος εμφανίστηκε αυτοπροσώπως και ενέκρινε την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής, κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται ήδη από την Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή με την επωνυμία «Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων» (Α.Α.Δ.Ε.), και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Υποδιεύθυνσης Επανεξέτασης και Νομικής Υποστήριξης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, ο οποίος δεν παρέστη. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο, αφού μελέτησε τη δικογραφία. Σκέφθηκε κατά τον νόμο. Η κρίση του είναι η εξής: 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής, καταβλήθηκε το εκ του νόμου οφειλόμενο ποσό αναλογικού παραβόλου [βλ. τα με Α.Α. 877/16.3.2017 και 3224/21.10.2019 διπλότυπα είσπραξης τύπου Α΄ της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Δ΄ Θεσσαλονίκης σε συνδυασμό με το με αριθμ.πρωτ. 20475/16.3.2017 σημείωμα υπολογισμού παραβόλου του Προϊσταμένου της ίδιας Δ.Ο.Υ.]. 2. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, ζητείται, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, η ακύρωση της 231/24.1.2017 αποφάσεως του Προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης Επανεξέτασης και Νομικής Υποστήριξης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Α.Α.Δ.Ε. του Υπουργείου Οικονομικών, επί της με αριθμ.πρωτ.63581/27.9.2016 ενδικοφανούς προσφυγής του προσφεύγοντος κατά της με αριθμό χρηματικού καταλόγου 16/751 και με αριθμό ειδοποίησης 51710/28.8.2016 πράξης διοικητικού προσδιορισμού Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) του Προϊσταμένου της Δ΄Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, έτους 2016. Με την τελευταία πράξη προσδιορίστηκε η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας του στο ποσό των 227.513,22 ευρώ και επιβλήθηκε σε βάρος του κύριος φόρος ιδιοκτησίας ακινήτων ποσού 990,42 ευρώ και συμπληρωματικός φόρος ποσού 27,51 ευρώ. Εξάλλου, η υπόθεση νομίμως συζητήθηκε, απολιπομένου του καθού η προσφυγή Ελληνικού Δημοσίου, αφού αυτό κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, προκειμένου να παραστεί σ’ αυτή (βλ. το από 20.6.2019 αποδεικτικό επιδόσεως του Επιμελητή Δικαστηρίων Σωκράτη Παντελίδη σε συνδυασμό με τα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης της 22ης Οκτωβρίου 2019). 4. Επειδή, στο άρθρο 63 του ν.4174/2013 (ΦΕΚ Α΄ 170) «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις» (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας-Κ.Φ.Δ.), ορίζεται ότι: «1. Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης [μετονομασθείσα ήδη σε Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών με την Δ6Α 1198069 ΕΞ2013/30.12.2013 (ΦΕΚ Β΄ 3367), απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών]. Η αίτηση υποβάλλεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη ή παρέλειψε την έκδοσή της και πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημά του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν ή από τη συντέλεση της παράλειψης […] 5. Εντός εκατόν είκοσι ημερών (120) ημερών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής στη Φορολογική Διοίκηση, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης εκδίδει απόφαση, την οποία κοινοποιεί στον υπόχρεο, λαμβάνοντας υπόψη την προσφυγή, τις πληροφορίες που έλαβε από τον υπόχρεο και τις απόψεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που είναι σχετική με την υπόθεση. Η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου […] 8. Κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης, ο υπόχρεος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας […]Προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια απευθείας κατά οποιασδήποτε πράξης που εξέδωσε η Φορολογική Διοίκηση είναι απαράδεκτη». 5. Επειδή, περαιτέρω, ο Κ.Δ.Δ. (ν.2717/1999- ΦΕΚ Α΄97) ορίζει στο άρθρο 63 ότι: «1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή […] 3. Στις περιπτώσεις που από το νόμο προβλέπεται, κατά της πράξης ή της παράλειψης, διοικητική προσφυγή, η οποία ασκείται, μέσα σε ορισμένη προθεσμία, ενώπιον του ίδιου ή ιεραρχικώς προϊστάμενου, ή άλλου ειδικώς κατεστημένου, οργάνου, και συνεπάγεται τον έλεγχο της πράξης ή της παράλειψης κατά το νόμο και την ουσία (ενδικοφανής προσφυγή), το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται για την ενδικοφανή προσφυγή […]». 6. Επειδή, η ενδικοφανής διαδικασία που προβλέφθηκε με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 63 του Κ.Φ.Δ., σκοπεί στην επανεξέταση από τη φορολογική Διοίκηση των (νομικών και πραγματικών) ζητημάτων που εγείρονται από τον φορολογούμενο σε σχέση με ορισμένη πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του, ώστε είτε να επιλυθεί η αμφισβητούμενη υπόθεση, ταχέως, από την ίδια τη Διοίκηση είτε, τουλάχιστον, να εκκαθαριστούν επαρκώς τα λυσιτελώς τιθέμενα νομικά ή/και πραγματικά ζητήματα, προκειμένου, αφενός, να μην επιβαρύνονται ασκόπως τα διοικητικά δικαστήρια και, αφετέρου, να εξυπηρετείται η οικονομία και η αποτελεσματικότητα της οικείας ένδικης διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς και του ασκούμενου στο πλαίσιό της ελέγχου του διοικητικού δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 2465/2018 επταμ.). Ο σκοπός αυτός της εν λόγω ενδικοφανούς διαδικασίας και η ανάγκη διαφύλαξης του ωφέλιμου αποτελέσματός της δεν αναιρoύνται σε περίπτωση που με το δικόγραφο της προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή των πρόσθετων λόγων (άρθρο 131 Κ.Δ.Δ.) προβάλλονται, αναφορικά (και μόνο) με τα κεφάλαια της πράξης που αμφισβητήθηκαν με την ενδικοφανή προσφυγή και τα αιτήματα που διατυπώθηκαν με αυτήν, νομικές αιτιάσεις, οι οποίες δεν είχαν συμπεριληφθεί στην ενδικοφανή προσφυγή. Ειδικότερα, λόγοι με τους οποίους τίθενται αμιγώς νομικά ζητήματα, ήτοι ζητήματα τα οποία ανάγονται στην ισχύ και το κύρος (αυτεπαγγέλτως άλλωστε εξεταστέα επί αντισυνταγματικότητας των νομοθετικών διατάξεων κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε η προσβληθείσα με την προσφυγή πράξη της φορολογικής αρχής – βλ. ΣτΕ 1438/2018 επταμ.) ή στην ερμηνεία διατάξεων νόμου ή γενικών αρχών του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, δίχως να προϋποθέτουν έρευνα κρίσιμου πραγματικού, το οποίο δεν έχει τεθεί από την πλευρά του φορολογουμένου με την ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της φορολογικής Διοίκησης, δύνανται να προβληθούν παραδεκτώς από την εξεταζόμενη άποψη με το δικόγραφο της προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή και των πρόσθετων λόγων αυτής. Αντιθέτως, δεν μπορούν, καταρχήν, να προβληθούν παραδεκτώς με την προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων λόγοι οι οποίοι σχετίζονται με έρευνα περί της συνδρομής πραγματικού οι οποίοι δεν συμπεριελήφθησαν στην ενδικοφανή προσφυγή, εκτός εάν οι προβαλλόμενες πλημμέλειες προέκυψαν από την επί της ενδικοφανούς προσφυγής απόφαση (αναφορικά π.χ. με τη διαδικασία έκδοσης αυτής ή τη νέα, σε σχέση με εκείνη της αρχικής πράξης, αιτιολογία αυτής) ή ανέκυψαν οψιγενώς. Η ρύθμιση, δε, κατά τον αμέσως προπεριγραφόμενο τρόπο, των όρων τήρησης της επίμαχης ενδικοφανούς διαδικασίας παρίσταται αρκούντως σαφής και προβλέψιμη κατά την εφαρμογή της για τον μέσο επιμελή φορολογούμενο, ενόψει και της ανάγκης ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, της κατά το δυνατόν ταχείας και αποτελεσματικής εκκαθάρισης των φορολογικών διαφορών ενώπιον των δικαστηρίων και, αφετέρου, της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Τέλος, η ρύθμιση αυτή, υπαγορευόμενη από τους προπαρατιθέμενους λόγους, δεν προσβάλλει το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας του φορολογουμένου, κι ως εκ τούτου, δεν αντίκειται στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του Συντάγματος ούτε του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ. 53/1974, Α΄ 256), οι οποίες δεν αποκλείουν τη θέσπιση δικονομικών προϋποθέσεων που συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων συνεπάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας (βλ. ΣτΕ 1686/2019, 1483/2019, 2691/2019). 7. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 78 παρ. 1 αυτού συνάγεται ότι ο νομοθέτης είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές φορολογικών επιβαρύνσεων που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνόμενους πολίτες επί των οικονομικών στοιχείων ή της περιουσίας, για τη δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, περιορίζεται, όμως, από ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές είναι συγκεκριμένα η καθολικότητα της φορολογικής επιβαρύνσεως και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων, όπως αυτές εξειδικεύονται με τον, κατ’ αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους, το οποίο, πάντως, επιβάλλεται επί συγκεκριμένης και εξ αντικειμένου οριζόμενης φορολογητέας ύλης, που μπορεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, να είναι το εισόδημα, η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές (βλ. ΣτΕ 1087/2017 Ολ, 532/2015 Ολομ., 4447/2014 επτ., 2527-2531, 3342-3349/2013 Ολομ., 1972/2012 Ολομ., 2469- 2471/2008 Ολομ., 2113/1963 Ολομ.). Ο φόρος δεν αποκλείεται να βαρύνει έναν ορισμένο μόνον κύκλο προσώπων, εφόσον πλήττει ορισμένη φορολογητέα ύλη, η οποία, κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιτρέπει την επιβάρυνση του συγκεκριμένου αυτού κύκλου φορολογουμένων βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε συνάφεια με αντικείμενο της ρύθμισης (βλ. ΣτΕ 2563 – 2566/2015 Ολομ., 2527 – 2531, 3342 – 3349/2013 Ολομ., 1972/2012 Ολομ., 2469 – 2471/2008 Ολομ., 2113/1963 Ολομ.). Από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος συνάγεται επίσης ότι ο νομοθέτης έχει ευρεία ευχέρεια να διαμορφώνει εκάστοτε το οικείο φορολογικό σύστημα, πάντοτε, όμως, υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές ρυθμίσεις λαμβάνονται βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, καθώς και να φορολογεί ή να μη φορολογεί ορισμένη κατηγορία φορολογικών στοιχείων, όπως τα ακίνητα, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες (βλ. ΣτΕ 532/2015 Ολομ., 2810/2017 επταμ.). 8. Επειδή, ο ν. 4223/2013 «Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄ 287), στο άρθρο 1 ορίζει ότι: «1. Από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στα δικαιώματα της παραγράφου 2 του παρόντος, σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότητες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους. 2. Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. επιβάλλεται στα εμπράγματα δικαιώματα της πλήρους κυριότητας, της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης και της επιφάνειας επί του ακινήτου. […] 3. Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. ισούται με το άθροισμα του κύριου φόρου επί του κάθε ακινήτου και του συμπληρωματικού φόρου επί της συνολικής αξίας των δικαιωμάτων επί των ακινήτων του υποκειμένου στο φόρο. 4. Τα δικαιώματα επί των οποίων επιβάλλεται ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. ετησίως είναι αυτά που υπάρχουν την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας, ανεξάρτητα από μεταβολές που τυχόν επέρχονται κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και ανεξάρτητα από τη μεταγραφή του τίτλου κτήσης. 5. Για τον καθορισμό του ΕΝ.Φ.Ι.Α. λαμβάνεται υπόψη η πραγματική κατάσταση του ακινήτου. Η πραγματική κατάσταση του ακινήτου προκύπτει από την οριστική εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο. Αν δεν υπάρχει οριστική εγγραφή, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία του ακινήτου, όπως προκύπτουν από τον τίτλο κτήσης. Αν δεν υπάρχει τίτλος κτήσης, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία της πραγματικής κατάστασης του ακινήτου. Αν η πραγματική επιφάνεια του ακινήτου υπερβαίνει αυτή που αναγράφεται στην οριστική εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο ή στον τίτλο κτήσης ή στην άδεια οικοδομής ή έχει γίνει αλλαγή της χρήσης του ακινήτου, λαμβάνεται υπόψη η πραγματική επιφάνεια και η πραγματική χρήση του ακινήτου». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι: «1. Υποκείμενο του ΕΝ.Φ.Ι.Α. είναι κάθε πρόσωπο ή οντότητα του άρθρου 1, ανάλογα με το δικαίωμα και το ποσοστό του […] 3. Ο πλήρης κύριος υποχρεούται στην καταβολή του συνολικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. που βαρύνει το ακίνητο κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας του […]» και στο άρθρο 4 ότι: «Α. Υπολογισμός του κύριου φόρου για τα κτίσματα. 1. Ο κύριος φόρος που αναλογεί στα δικαιώματα επί των κτισμάτων υπολογίζεται με βάση τη γεωγραφική θέση, την επιφάνεια, τη χρήση, την παλαιότητα, τον όροφο και τον αριθμό προσόψεων του κτίσματος. Ειδικότερα: α) Η γεωγραφική θέση του κτίσματος προσδιορίζει την τιμή ζώνης, στην οποία υπάγεται αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν.1249/1982 (Α` 43) και των αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του. Ανάλογα με την τιμή ζώνης που ισχύει την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας, γίνεται κατάταξη του κτίσματος σε αντίστοιχη φορολογική ζώνη (Φ.Ζ.). β) Η επιφάνεια υπολογίζεται σε τετραγωνικά μέτρα. γ) […] δ) Η χρήση των χώρων του κτίσματος διακρίνεται σε κύρια και βοηθητική. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται η διάκριση των χώρων σε κύρια και βοηθητική σχετικά με την επιβολή του ΕΝ.Φ.Ι.Α. και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου. ε) Η παλαιότητα του κτίσματος προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του έτους φορολογίας και του έτους έκδοσης της νεώτερης οικοδομικής άδειας […] 2. Για τον υπολογισμό του κύριου φόρου, με βάση τα κριτήρια της προηγούμενης παραγράφου, καθορίζονται συντελεστές ως εξής: α) Βασικός Φόρος (Β.Φ.) ανά φορολογική ζώνη (Φ.Ζ.), όπως αυτή αντιστοιχεί στην τιμή ζώνης, σύμφωνα με τον πίνακα που ακολουθεί: […] 3. α. Ο κύριος φόρος για τα δικαιώματα επί των κτισμάτων, εκτός των ειδικών κτιρίων, ισούται με το γινόμενο της επιφάνειας, του βασικού φόρου, του συντελεστή παλαιότητας κτίσματος, του συντελεστή ορόφου ή μονοκατοικίας, του συντελεστή πρόσοψης, του συντελεστή βοηθητικών χώρων και του συντελεστή ημιτελούς κτίσματος, κατά περίπτωση, ως εξής: […]». Τέλος, στο άρθρο 6 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «1. Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. προσδιορίζεται με πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου που εκδίδεται από τη Φορολογική Διοίκηση, σύμφωνα με το άρθρο 32 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας […] 2. Για τον προσδιορισμό του ΕΝ.Φ.Ι.Α. του έτους 2014 λαμβάνονται υπόψη οι δηλώσεις στοιχείων ακινήτων που προβλέπονται στο άρθρο 23 του ν. 3427/2005 (Α` 312): αα) για τα φυσικά πρόσωπα, οι δηλώσεις των ετών 2005 έως και 2014 και ββ)[…] Τα στοιχεία που προκύπτουν από τις δηλώσεις αυτές αποτελούν τη «Δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. έτους 2014, η οποία συντίθεται μηχανογραφικά από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και χρησιμοποιείται ως βάση για τον προσδιορισμό του ΕΝ.Φ.Ι.Α. […] 3.α. Για τον προσδιορισμό του ΕΝ.Φ.Ι.Α.. κάθε επόμενου του 2014 έτους, λαμβάνεται η δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. με τα στοιχεία των ακινήτων του προηγούμενου έτους με τις μεταβολές που επήλθαn […]». 9. Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 41 του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ Α΄43) «1. Για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων που μεταβιβάζονται με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεάς ή προίκας, λαμβάνονται υπόψη οι τιμές εκκίνησης, που είναι καθορισμένες από πριν κατά ζώνες ή οικοδομική τετράγωνα και κατ’ είδος ακινήτου, όπως αστικό ακίνητο, μονοκατοικία, διαμέρισμα, κατάστημα, αγρόκτημα και άλλα […] Οι τιμές εκκίνησης και οι συντελεστές αυξομείωσής τους θα καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών […] Οι κατά το προηγούμενο εδάφιο τιμές αναπροσαρμόζονται το βραδύτερο ανά διετία, με τις κατά την παράγραφο 2 του παρόντος αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών […] 2. Με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζονται: α) η καταχώρηση των τιμών εκκίνησης και των συντελεστών αυξομείωσής τους σε πίνακες και η συσχέτισή τους με διαγράμματα που καταρτίζονται με βάση χάρτες, β) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετική με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος άρθρου σε ολόκληρη τη χώρα ή σε ορισμένες περιοχές αυτής ή πόλεις και για όλα τα ακίνητα ή για ορισμένη κατηγορία τούτων […] γ) Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των μεταβιβαζόμενων εκτός σχεδίου ακινήτων». 10. Επειδή, ο νομοθέτης, θέσπισε, σε συνέχεια παλαιότερων νομοθετημάτων φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας, τον προαναφερθέντα φόρο, αποβλέποντας, επιτρεπτώς, κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, στη φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ακίνητης περιουσίας ως φορολογητέας ύλης (άλλως, πηγής πλούτου) διαφορετικής από το εισόδημα, δοθέντος ότι, κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, αντικείμενο φορολογικής επιβάρυνσης μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνον το εισόδημα, αλλά, αυτοτελώς, και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη προσόδου από το εκάστοτε φορολογητέο ακίνητο δεν αποτελεί, καταρχήν, προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στον ΕΝ.Φ.Ι.Α. ούτε, άλλωστε, η μη συνεκτίμηση, κατά την επιβολή του φόρου, της ύπαρξης ή μη εισοδήματος από το βαρυνόμενο ακίνητο συνιστά, μόνη αυτή, παράβαση της συνταγματικής αρχής της ίσης, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητας εκάστου, επιβάρυνσης. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, ότι, δηλαδή, μόνον το εισόδημα μπορεί να αποτελέσει βάση φορολογίας και δείκτη προσδιορισμού της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών, δεν βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε, άλλωστε, ανταποκρίνεται στην αρχή της φορολογικής ισότητας η απαλλαγή από τη φορολογία κάθε απρόσοδης περιουσίας (πρβλ. ΣτΕ 532/2015 Ολομ., 3342/2013 Ολομ., 1972/2012 Ολομ. κ.ά.). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του ν. 4223/2013, για τον προσδιορισμό της αξίας της ακίνητης περιουσίας, που αποτελεί το αντικείμενο της φορολογικής επιβάρυνσης, λαμβάνονται υπόψη γενικά και αντικειμενικά κριτήρια (τιμές εκκίνησης ή αφετηρίας, επιφάνεια ακινήτου, συντελεστές αυξομείωσης, κλπ. – βλ. αναλυτικά άρθρο 4 του νόμου), ενώ στο μεν άρθρο 3 του νόμου αυτού προβλέπονται απαλλαγές από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α., στο δε άρθρο 7 προβλέπονται εκπτώσεις από τον ίδιο φόρο, αναλόγως της γενικής οικονομικής κατάστασης του υπόχρεου, γίνεται, δηλαδή, μια στοιχειώδης σύνδεση του εν λόγω φόρου τόσο με τα εισοδήματα όσο και με το μέγεθος της ακίνητης περιουσίας του φορολογούμενου. Με τα δεδομένα αυτά, οι ρυθμίσεις του νόμου περί επιβολής ΕΝ.Φ.Ι.Α. δεν υπερβαίνουν τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη να διαμορφώνει εκάστοτε το οικείο φορολογικό σύστημα και να καθορίζει τον ενδεδειγμένο τρόπο φορολόγησης διαφόρων κατηγοριών οικονομικών στοιχείων και, επομένως, δεν παραβιάζει ούτε την αρχή της φορολόγησης ανάλογα με την οικονομική δύναμη εκάστου ούτε το δικαίωμα της περιουσίας. 11. Επειδή, περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 του Συντάγματος, ο φόρος επιβάλλεται επί της πραγματικής περιουσίας και όχι της πλασματικής. Με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν.1249/1982 θεσπίστηκε αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων κατά τρόπο ώστε, βάσει προκαθορισμένων, ειδικών και πρόσφορων κριτηρίων, να προκύπτει για κάθε ακίνητο μιας περιοχής ορισμένη αξία, ανταποκρινόμενη, κατά προσέγγιση, στην πραγματική αγοραία αξία αυτού, δηλαδή στην ελάχιστη εύλογη αξία αγοραπωλησίας που θα συμφωνούσαν δύο καλά ενημερωμένοι και επιμελείς συναλλασσόμενοι, που δεν έχουν σχέση μεταξύ τους. Οι διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 4 του ν. 4223/2013, συνάδουν προς το Σύνταγμα, καθόσον δεν θεσπίζουν αμάχητο τεκμήριο προσδιορισμού της αγοραίας αξίας των ακινήτων (και συνακόλουθα της περιουσιακής αξίας των οριζόμενων στο άρθρο 1 του ν. 4223/2013 δικαιωμάτων, επί των οποίων επιβάλλεται ο ΕΝ.ΦΙ.Α.), δεδομένου ότι ο φορολογούμενος δύναται με δική του πρωτοβουλία να αποστεί από την εφαρμογή του τεκμαρτού/αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού της αγοραίας αξίας, ζητώντας από το δικαστήριο, κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 41, τον προσδιορισμό της αξίας αυτής, εάν θεωρεί ότι η αντικειμενική αξία του ακινήτου του είναι (ουσιωδώς) μεγαλύτερη από την πραγματική αγοραία αξία του. Επομένως, στην ανωτέρω περίπτωση, η πράξη διοικητικού προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α., η οποία ερείδεται στην ισχύουσα (κανονιστικώς ορισθείσα με υπουργική απόφαση) τιμή ζώνης, προσβάλλεται με έννομο συμφέρον από τον φορολογούμενο (όχι στο σύνολό της, αλλά μόνον) κατά το μέρος αυτής το οποίο στηρίζεται σε τιμή ζώνης υπερβαίνουσα την τιμή (ανά τ.μ.) η οποία αντιστοιχεί στην πραγματική αγοραία αξία του ακινήτου. Ενόψει τούτων, οι διατάξεις των άρθρων 41 παρ. 6 του ν. 1249/1982 και 4 παρ. 1 και 2 του ν. 4223/2013, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 65 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας ( ν. 4174/2013 , ΦΕΚ Α΄170), έχουν την έννοια ότι, εφόσον ισχύει η οικεία κανονιστική ρύθμιση περί τιμής ζώνης (προϋπόθεση που δεν συντρέχει, εάν έχει ακυρωθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας η ρύθμιση αυτή ή η παράλειψη της Διοίκησης να προβεί σε νέα, επίκαιρη ρύθμιση), στην οποία ερείδεται η πράξη διοικητικού προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α., ο φορολογούμενος, ο οποίος επιδιώκει να αποστεί από την τεκμαρτή αξία που ορίζει η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση, στο πλαίσιο του προσδιορισμού του ύψους του ΕΝ.Φ.Ι.Α. που οφείλει, δεν αρκεί να αμφισβητήσει με την ενδικοφανή και, περαιτέρω, με την ένδικη προσφυγή του τη νομιμότητα της ως άνω κανονιστικής ρύθμισης περί τιμής ζώνης των ακινήτων στην περιοχή στην οποία βρίσκεται η περιουσία του, αλλά (ανεξαρτήτως εάν ισχυρίζεται ότι η τιμή ζώνης δεν καθορίστηκε εξ αρχής ορθώς ή ότι δεν συνάδει πλέον με τις τρέχουσες τιμές, λόγω μεταβολής των συνθηκών της αγοράς, ή ότι δεν ανταποκρίνεται στις ειδικές συνθήκες του συγκεκριμένου ακινήτου του) βαρύνεται να προβάλει, με συγκεκριμένο ισχυρισμό, ότι η εφαρμοσθείσα τιμή ζώνης είναι (ουσιωδώς) μεγαλύτερη από την πραγματική αγοραία τιμή του ακινήτου του, καθώς και να διατυπώσει συγκεκριμένο αίτημα ως προς το ύψος στο οποίο πρέπει να καθοριστεί η επίμαχη αγοραία αξία, συνοδευόμενο, μάλιστα, από έγγραφα στοιχεία τεκμηρίωσής της, δεδομένου ότι, σ’ αυτή την περίπτωση, αντικείμενο της διοικητικής (ενδικοφανούς) διαδικασίας και της αντίστοιχης διοικητικής δίκης είναι ο προσδιορισμός της αμφισβητούμενης αγοραίας αξίας του ακινήτου και, συνακόλουθα, του φόρου ο οποίος αναλογεί κατά τον νόμο στην αξία αυτή. Αν ο φορολογούμενος παραλείψει να ανταποκριθεί στο ανωτέρω βάρος του, η ενδικοφανής προσφυγή του είναι απορριπτέα ως αόριστη και αναπόδεικτη, ενώ, περαιτέρω, απορρίπτεται και η ένδικη προσφυγή του κατά της (σιωπηρής ή ρητής) απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής του (βλ. ΣτΕ 1357/2018 επταμ.). 12. Επειδή, εξάλλου, με την 4003/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η παράλειψη της Διοίκησης να εκδώσει απόφαση αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 41 παράγραφος 1 του ν.1249/1989, η οποία συντελέστηκε με την πάροδο ευλόγου χρονικού διαστήματος από την παρέλευση διετίας από την τελευταία αναπροσαρμογή που έλαβε χώρα το έτος 2007. Περαιτέρω, το ανώτατο Δικαστήριο, εκτιμώντας τις συνθήκες της υπόθεσης και σταθμίζοντας, αφενός, το έννομο συμφέρον των αιτούντων της δίκης και, αφετέρου, το επιτακτικό δημόσιο συμφέρον που συνίστατο στην αποφυγή αιφνίδιας διαταραχής των φορολογικών εσόδων του Κράτους, υπό τις συγκεκριμένες δημοσιονομικές συνθήκες, αντί της αναδρομικής ακύρωσης, ανέβαλε κατ’ εφαρμογή της παρ. 3α του άρθρου 50 του π.δ.18/1989 την έκδοση οριστικής απόφασης και χορήγησε εξάμηνη προθεσμία από την κοινοποίηση της απόφασης, προκειμένου η Διοίκηση να προβεί στην ως άνω οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια. Ακολούθως, με την 4446/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε η παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της χώρας εντός εύλογου χρόνου από την παρέλευση διετίας από την αναπροσαρμογή των τιμών του έτους 2007. Με την ίδια απόφαση ορίστηκε η 21η Μαΐου 2015 ως χρόνος έναρξης της ουσιαστικής ισχύος της απόφασης που υποχρεούνταν να εκδώσει η Διοίκηση, λόγω του επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος, συνισταμένου στην, κατά το δυνατόν, αποφυγή αιφνίδιας διακύμανσης των φορολογικών εσόδων του Κράτους υπό τις παρούσες δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες. Σε συμμόρφωση προς την ανωτέρω απόφαση, με την ΠΟΛ 1009/21.5.2016 (ΦΕΚ Β΄ 48) απόφαση του αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών προσδιορίστηκαν οι ανωτέρω αξίες από 21.05.2015 και εφεξής. 13. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο προσφεύγων είναι κύριος, νομέας και κάτοχος σε ποσοστό ιδιοκτησίας 100% των εξής ακινήτων : 1. του με Αριθμό Ταυτότητας Ακινήτου (Α.Τ.Α.Κ.) … διαμερίσματος … ορόφου, επί της οδού […], έτους κατασκευής 1958, εμβαδού 73,80 τ.μ., με βοηθητικό χώρο μία υπόγεια ξυλαποθήκη εμβαδού 1 τ.μ., 2. του με Α.Τ.Α.Κ. … διαμερίσματος … ορόφου, επί της οδού […], έτους κατασκευής 1975, εμβαδού 78,50 τ.μ., 3. του με Α.Τ.Α.Κ. … γραφείου (επαγγελματική στέγη) … ορόφου, επί της οδού […], έτους κατασκευής 1969, εμβαδού 32 τ.μ. και 4. του με Α.Τ.Α.Κ. … διαμερίσματος … ορόφου, επί της οδού […], έτους κατασκευής 1990, εμβαδού 61,90 τ.μ. Σε βάρος του προσφεύγοντος εκδόθηκε η με αριθμό χρηματικού καταλόγου 16/751 και με αριθμό ειδοποίησης 51710/28.8.2016 πράξη διοικητικού προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. του Προϊσταμένου της Δ΄Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, έτους 2016. Με αυτήν προσδιορίστηκε η συνολική αξία της ανωτέρω περιγραφόμενης ακίνητης περιουσίας του στο ποσό των 227.513,22 ευρώ και επιβλήθηκε σε βάρος του κύριος φόρος ιδιοκτησίας ακινήτων ποσού 990,42 ευρώ και συμπληρωματικός φόρος ποσού 27,51 ευρώ. Κατά της ανωτέρω πράξεως ο προσφεύγων άσκησε ενώπιον του Προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης Επανεξέτασης και Νομικής Υποστήριξης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Α.Α.Δ.Ε. του Υπουργείου Οικονομικών την με αριθμ.πρωτ.63581/27.9.2016 ενδικοφανή προσφυγή του, με την οποία ισχυρίστηκε ότι με την απόφαση 4003/2014 του ΣτΕ υποχρεώθηκε η φορολογική Διοίκηση να αναπροσαρμόσει τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, διότι, όπως αναφέρεται στην ίδια απόφαση, η μείωση των πραγματικών αγοραίων τιμών, σύμφωνα με τις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, ανήλθε σωρευτικά από το έτος 2008 έως το έτος 2013 σε ποσοστό 33,4%, ενώ από τις μεταγενεστέρως συνταχθείσες εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας οι μειώσεις αυτές συνεχίστηκαν και ανήλθαν το 2013 σε ποσοστό 16,9%, το έτος 2014 σε ποσοστό 7,5% και το 2015 σε ποσοστό 5,4%, με συνέπεια η συνολική μείωση μέχρι και σήμερα να υπερβαίνει το ποσοστό του 40%. Και, ναι, μεν με την ΠΟΛ 1009/21.5.2016 αναπροσαρμόσθηκαν σε συμμόρφωση με την απόφαση του ΣτΕ οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, όμως, με μείωση αυτών σε ποσοστό από 10 έως 20% συλλήβδην για όλες τις περιοχές της χώρας, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της αγοραίας αξίας ακινήτων κάθε περιοχής. Ως εκ τούτου, κατά τους ισχυρισμούς του και μετά την έκδοση της ΠΟΛ 1009/21.5.2016 συνεχίζει να υφίσταται αναντιστοιχία μεταξύ των ήδη αναπροσαρμοζόμενων αντικειμενικών αξιών και της πράγματι αγοραίας αξίας των ακινήτων. Κατόπιν τούτου, προέβαλε ότι ο καταλογισθείς σε βάρος του φόρος επιβλήθηκε με βάση τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, οι οποίες είναι κατά πολύ μεγαλύτερες των ισχυουσών στην αγορά πραγματικών τιμών των ακινήτων, με συνέπεια να φορολογείται δυσανάλογα προς τη φοροδοτική του ικανότητα, κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ.5 του Συντάγματος. Για τον λόγο αυτόν, κατά τους ισχυρισμούς του, πρέπει να υπολογιστεί εκ νέου ο οφειλόμενος φόρος ιδιοκτησίας ακινήτων λόγω του εσφαλμένου υπολογισμού του με βάση τις αντικειμενικές τιμές αξίας των ακινήτων και να λάβει χώρα ορθός υπολογισμός τους, με βάση τις πραγματικές αξίες αυτών. Ενόψει τούτου, ισχυρίστηκε ότι για τα υπ’ αριθμό 2, 3 και 4 εκ των ανωτέρω αναφερόμενων ακινήτων του η πραγματική αγοραία αξία τους ανά τετραγωνικό μέτρο πρέπει να υπολογιστεί κατόπιν μείωσης σε ποσοστό 60% της αντικειμενικής αξίας αυτών και να ανέλθει στο ποσό των 960 ευρώ (1.600,00 ευρώΧ 60%), στο ποσό των 1.020,00 ευρώ (1.700,00 ευρώ Χ 60%) και στο ποσό των 840,00 ευρώ (1.400,00 ευρώΧ 60%) ανά τετραγωνικό μέτρο και συνολικώς στο ποσό των 45.216,00, 21.385,72 και 42.246,75 ευρώ, αντιστοίχως. Εξάλλου, όσον αφορά το υπ’ αριθμό 1 ανωτέρω ακίνητό του προέβαλε ότι με την … συμβολαιογραφική πράξη μεταβίβασης ακινήτου της Συμβολαιογράφου Χριστίνας Δόλγερα, μεταβιβάστηκε ένα διαμέρισμα επί της ίδιας πολυκατοικίας επί της οδού […], … ορόφου, εμβαδού 85 τ.μ., έναντι του τιμήματος των 65.000,00 ευρώ, ενώ η αντικειμενική του αξία είχε προσδιορισθεί από τη Δ.Ο.Υ. στο ποσό των 111.175,16 ευρώ, δηλαδή σε υπολειπόμενο ποσοστό 58% σε σχέση με την αντικειμενική του αξία. Κατόπιν τούτων, προέβαλε ότι η πραγματική αγοραία αξία του ακινήτου του ανά τετραγωνικό μέτρο πρέπει να υπολογιστεί κατόπιν μείωσης σε ποσοστό 58% της αντικειμενικής αξίας αυτού και να ανέλθει στο ποσό των 1.044,00 ευρώ (1.800,00 ευρώ Χ 58%) ανά τετραγωνικό μέτρο και συνολικώς στο ποσό των 48.539,73 ευρώ για το διαμέρισμα και 131,54 ευρώ για την υπόγεια αποθήκη. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι όλα τα ανωτέρω ακίνητα, πλην του πρώτου στο οποίο ιδιοκατοικεί, είναι κενά, ακατοίκητα και δεν ηλεκτροδοτούνται ούτε υδροδοτούνται, λόγω διακοπής των παροχών. Ενόψει τούτων, η φορολόγηση των απρόσοδων ακινήτων του και δη πλήρως, χωρίς την πρόβλεψη μειώσεων, αντίκειται στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και της περιουσίας. Και τούτο, επιπλέον, διότι η φορολόγηση κατά τις επιταγές του Συντάγματος πρέπει να είναι ανάλογη της άμεσης ή έμμεσης προσόδου του ακινήτου. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του, προσκόμισε, μετ’ επικλήσεως, την ανωτέρω αναφερόμενη συμβολαιογραφική πράξη. Η ενδικοφανής αυτή προσφυγή απορρίφθηκε με την 231/24.1.2017 απόφαση του Προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης Επανεξέτασης και Νομικής Υποστήριξης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Α.Α.Δ.Ε. του Υπουργείου Οικονομικών. 14. Επειδή, ήδη, κατά της ανωτέρω απορριπτικής αποφάσεως ο προσφεύγων άσκησε την κρινόμενη προσφυγή του, όπως αυτή αναπτύσσεται με το κατατεθέν στις 30.1.2020 υπόμνημά του και ζητεί την ακύρωσή της. Με αυτήν προβάλλει όσα ισχυρίστηκε και με την ενδικοφανή προσφυγή του. Περαιτέρω, επιπροσθέτως, προβάλλει με την προσφυγή του όσον αφορά το υπ’ αριθμό 3 ακίνητό του ότι με την … συμβολαιογραφική πράξη μεταβίβασης ακινήτου της Συμβολαιογράφου Ευδοκίας Παρσελά- Παπαϊωάννου, μεταβιβάστηκε ένα γραφείο επί της ίδιας οικοδομής επί της οδού […], … ορόφου, εμβαδού 65,20 τ.μ., έναντι του τιμήματος των 30.000,00 ευρώ, ενώ η αντικειμενική του αξία είχε προσδιορισθεί από τη Δ.Ο.Υ. στο ποσό των 54.220,32 ευρώ, δηλαδή σε υπολειπόμενο ποσοστό 55% σε σχέση με την προσδιορισθείσα αντικειμενική του αξία. Κατόπιν τούτων, προβάλλει ότι η πραγματική αγοραία αξία του ακινήτου του ανά τετραγωνικό μέτρο πρέπει να υπολογιστεί κατόπιν μείωσης σε ποσοστό 55% της αντικειμενικής αξίας αυτού και να ανέλθει στο ποσό των 770 ευρώ (1.400,00 ευρώ Χ 55%) ανά τετραγωνικό μέτρο και συνολικώς στο ποσό των 16.144,12 ευρώ. Εξάλλου, με το κατατεθέν στις 30.1.2020 υπόμνημά του διατείνεται επιπροσθέτως ότι προέβη στην πώληση του υπ’ αριθμό 3 ακινήτου του, με την … συμβολαιογραφική πράξη μεταβίβασης ακινήτου της Συμβολαιογράφου Τζουμάρκη- Μαυρίδη, έναντι του τιμήματος των 14.000,00 ευρώ, ήτοι κατά ποσοστό 42,25% υπολειπόμενο της αντικειμενικής του αξίας κατά το έτος 2016. Τέλος, για το υπ’ αριθμό 4 ακίνητο προβάλλει ότι με την … συμβολαιογραφική πράξη μεταβίβασης ακινήτου του Συμβολαιογράφου Α. Μιχαήλ, μεταβιβάστηκε ένα διαμέρισμα επί της ίδιας οικοδομής επί της οδού […], … ορόφου, έναντι του τιμήματος των 11.000,00 ευρώ, ενώ η αντικειμενική του αξία είχε προσδιορισθεί από τη Δ.Ο.Υ. στο ποσό των 23.376,31 ευρώ, δηλαδή σε υπολειπόμενο ποσοστό 47% της αντικειμενικής του αξίας. Κατόπιν τούτων, προβάλλει ότι η πραγματική αγοραία αξία του ακινήτου του ανά τετραγωνικό μέτρο πρέπει να υπολογιστεί κατόπιν μείωσης σε ποσοστό 47% της αντικειμενικής αξίας αυτού και να ανέλθει στο ποσό των 658 ευρώ (1.400,00 ευρώ Χ 47%) ανά τετραγωνικό μέτρο και συνολικώς στο ποσό των 33.093,00 ευρώ. 15. Επειδή, καταρχάς, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι η επιβολή του ένδικου φόρου επί της ακίνητης περιουσίας του, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πρόσοδος κάθε ακινήτου, προσβάλλει το δικαίωμα της περιουσίας και την αρχή της φορολόγησης εκάστου ανάλογα με τις δυνάμεις του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο, διότι, όπως έγινε αναλυτικώς δεκτό στη μείζονα, ο νομοθέτης, με την επιβολή του ένδικου φόρου, απέβλεψε, επιτρεπτώς, κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, στη φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ακίνητης περιουσίας ως φορολογητέας ύλης (άλλως, πηγής πλούτου), διαφορετικής από το εισόδημα, δοθέντος ότι αντικείμενο φορολογικής επιβάρυνσης μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνον το εισόδημα, αλλά, αυτοτελώς, και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές. Εξάλλου, όπως έγινε δεκτό στη μείζονα, η ύπαρξη προσόδου από το ακίνητο δεν αποτελεί προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στον ένδικο φόρο, ούτε, άλλωστε, η μη συνεκτίμηση, κατά την επιβολή αυτού, της ύπαρξης (ή μη) εισοδήματος από το βαρυνόμενο ακίνητο συνιστά, μόνη αυτή, παράβαση της συνταγματικής αρχής της ίσης, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητας εκάστου, επιβάρυνσης, ο δε νομοθέτης απολαμβάνει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό των διαφόρων μορφών φορολογικών επιβαρύνσεων και δεν ήταν υποχρεωμένος, θεσπίζοντας τον εν λόγω φόρο, να ακολουθήσει τις μορφές και τις αρχές που έχει χρησιμοποιήσει σε άλλες περιπτώσεις φορολογίας της ακίνητης περιουσίας. Άλλωστε, η επιβολή του φόρου αυτού συνάπτεται με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που συνάδουν με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά κάθε ακινήτου, το σύστημα δε αυτό είναι επαρκές για την εξατομικευμένη απεικόνιση της αξίας κάθε ακινήτου και την αντιστοίχισή του με τη φοροδοτική ικανότητα εκάστου υποχρέου. Βάσει αυτών, η επιβολή του επίδικου φόρου δεν υπερβαίνει τα όρια της κατά τα ανωτέρω διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη να διαμορφώνει το οικείο φορολογικό σύστημα. Εξάλλου, επιπλέον, με τις ως άνω διατάξεις, δεν θεσπίζεται αμάχητο τεκμήριο προσδιορισμού της αξίας των εν λόγω ακινήτων, καθώς ο φορολογούμενος δύναται με δική του πρωτοβουλία να αποστεί από την εφαρμογή του προσδιορισμού της τιμής ζώνης βάσει του άρθρου 41 του ν. 1249/1982, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 4223/2013, και έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη φορολογητέα αξία των ακινήτων, όπως έχει προσδιοριστεί στην πράξη προσδιορισμού φόρου ενώπιον της φορολογικής Διοίκησης και, στη συνέχεια, να ζητήσει από το δικαστήριο, με προσφυγή του κατά της σχετικής απορριπτικής πράξης τον εκ μέρους του προσδιορισμό της (πρβλ. ΣτΕ 86/2015 επταμ.). Συνεπώς, η επιβολή σε βάρος του προσφεύγοντος του ένδικου ΕΝ.Φ.Ι.Α., η οποία στηρίζεται, κατά τα προεκτεθέντα, στην οικονομική αξία της ακίνητης περιουσίας του, δεν καθιστά το επίδικο φορολογικό βάρος αντίθετο στο άρθρο 17 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., δεδομένου, άλλωστε, ότι ο προσφεύγων δεν αποδεικνύει ότι η φορολογική του επιβάρυνση είναι υπερβολική ή κλονίζει ριζικά την οικονομική του κατάσταση. Περαιτέρω, στην προκείμενη περίπτωση η υποχρέωση που γεννάται από την επιβολή του επίδικου φόρου, ενόψει μάλιστα και του μικρού ύψους αυτού, δεν οδηγεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας στη δημιουργία υπέρμετρου βάρους, ικανού να κλονίσει την περιουσιακή κατάσταση του προσφεύγοντος, ούτε, εξάλλου, επιβαρύνει υπέρμετρα την αξία των ακινήτων, ώστε να αναιρείται κατά τρόπο προφανή η σχέση αναλογικότητας που επιβάλλεται να υπάρχει, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, ανάμεσα στους επιδιωκόμενους με την προσβαλλόμενη ρύθμιση σκοπούς και το επιβαλλόμενο με αυτήν βάρος (πρβλ ΣτΕ 1972/2012 Ολομ., 2564/2015 Ολομ., 3564/2015). 16. Επειδή, περαιτέρω, ενόψει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι ο προσφεύγων με την κρινόμενη προσφυγή του ισχυρίζεται ότι η αντικειμενική αξία των ακινήτων του επί των οποίων επιβλήθηκε ο ένδικος φόρος ήταν (ουσιωδώς) μεγαλύτερη από την πραγματική αγοραία (εμπορική) αξία τους. O ισχυρισμός αυτός έπρεπε να προταθεί το πρώτον με την ενδικοφανή προσφυγή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα, με τρόπο συγκεκριμένο και να περιλαμβάνει συγκεκριμένο αίτημα ως προς το ύψος στο οποίο πρέπει να καθοριστεί η επίμαχη αγοραία αξία εκάστου ακινήτου, η οποία, μάλιστα, να αποδεικνύεται από έγγραφα στοιχεία, δεδομένου ότι, σ’ αυτή την περίπτωση, αντικείμενο της διοικητικής (ενδικοφανούς) διαδικασίας και της αντίστοιχης διοικητικής δίκης είναι ο προσδιορισμός της αμφισβητούμενης αγοραίας αξίας κάθε ακινήτου και, συνακόλουθα, του φόρου ο οποίος αναλογεί κατά τον νόμο στην αξία αυτή. Αν ο φορολογούμενος παραλείψει να ανταποκριθεί στο ανωτέρω βάρος επικλήσεως και αποδείξεως, η ενδικοφανής προσφυγή του είναι απορριπτέα ως αόριστη και αναπόδεικτη, ενώ, περαιτέρω, απορρίπτεται και η ένδικη προσφυγή του κατά της (σιωπηρής ή ρητής) απόρριψής της. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι ο προσφεύγων, ναι, μεν, με την ενδικοφανή προσφυγή του αμφισβήτησε την αντικειμενική αξία των ακινήτων του για την επιβολή του ένδικου φόρου, προβάλλοντας ότι αυτή είναι κατά πολύ μεγαλύτερη της αγοραίας αξίας αυτών, όμως η πραγματική βάση του ισχυρισμού αυτού, για τα υπ’ αριθμό 2,3 και 4 εκ των ανωτέρω αναφερόμενων ακινήτων του, στηρίχθηκε στο γεγονός ότι με την απόφαση 4003/2014 του ΣτΕ υποχρεώθηκε η φορολογική Διοίκηση να αναπροσαρμόσει τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, διότι, όπως αναφέρεται στην ίδια απόφαση, η μείωση των πραγματικών αγοραίων τιμών ανήλθε σωρευτικά από το 2008 έως το 2013 σε ποσοστό 33,4%, ενώ από τις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας οι μειώσεις αυτές συνεχίστηκαν και ανήλθαν το 2013 σε ποσοστό 16,9%, το έτος 2014 σε ποσοστό 7,5% και το 2015 σε ποσοστό 5,4%, με συνέπεια η συνολική μείωση μέχρι και σήμερα να υπερβαίνει το ποσοστό του 40%. Παρότι ο προσφεύγων διατύπωσε ενώπιον της φορολογικής Αρχής συγκεκριμένο αίτημα ως προς το ύψος στο οποίο πρέπει να καθοριστεί η αγοραία αξία εκάστου ακινήτου που υπάγεται στον ΕΝ.ΦΙ.Α., βάσει των ειδικότερων χαρακτηριστικών του καθενός, όφειλε, εντούτοις, επιπλέον, να προσκομίσει με την ενδικοφανή του προσφυγή, συγκεκριμένα έγγραφα στοιχεία τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του περί της πραγματικής αγοραίας αξίας των ακινήτων αυτών (όπως συγκριτικά συμβόλαια μεταβίβασης γειτνιαζόντων ακινήτων, ενυπόθηκα δάνεια, τραπεζικές αποτιμήσεις σε συναφείς αγορές κ.ά.) και των χαρακτηριστικών τους, που μειώνουν την αξία τους, όπως επικαλείται (άδειες οικοδομών, φωτογραφίες των ακινήτων). Αντιθέτως, ο προσφεύγων για τα υπ’ αριθμό 2, 3 και 4 ακίνητα δεν επικαλέστηκε ούτε προσκόμισε συγκριτικά ή άλλα στοιχεία, με τα οποία να θεμελιώνει τους ισχυρισμούς του ότι η πράγματι αγοραία αξία αυτών είναι μεγαλύτερη από την αντικειμενική, αλλά αορίστως προέβαλε ότι μειώθηκαν οι αγοραίες αξίες των ακινήτων κατά τα τελευταία έτη. Τούτο, δε, παρότι μετά την ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας, με την 4446/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκδόθηκε η ΠΟΛ.1009/2016 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών περί αναπροσαρμογής, από 21.5.2015, των τιμών ζώνης και των συντελεστών των ακινήτων, και νομίμως, καταρχήν, καθορίστηκε κατά το ένδικο έτος 2016 η αξία των ακινήτων με βάση τις τιμές της ΠΟΛ 1009/2016. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο προσφεύγων δεν επικαλέστηκε ούτε απέδειξε ενώπιον της φορολογικής Αρχής, με έγγραφα στοιχεία τεκμηρίωσης, ότι η αγοραία αξία των υπ’ αριθμό 2, 3 και 4 ακινήτων του επί των οποίων επιβλήθηκε ο ένδικος φόρος είναι μικρότερη από αυτήν που προσδιορίστηκε αντικειμενικώς και η ασκηθείσα ενδικοφανής προσφυγή του είναι απορριπτέα ως αναπόδεικτη κατά το μέρος αυτό. Επιπλέον, ο προσφεύγων με την κρινόμενη προσφυγή του μετέβαλε την πραγματική βάση του ισχυρισμού που είχε προβάλλει ενώπιον της φορολογικής Αρχής, για τα υπ’ αριθμό 3 και 4 εκ των ανωτέρω αναφερόμενων ακινήτων του, αφού στην ενδικοφανή προσφυγή του ισχυρίστηκε ότι η πραγματική αξία των ακινήτων αυτών βαίνει μειούμενη σε σχέση με την αντικειμενική, σύμφωνα με τις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, ενώ με την ένδικη προσφυγή του επικαλέστηκε συγκεκριμένα συγκριτικά στοιχεία και δη βάσει αυτών υπολόγισε και την ποσοστιαία μείωση της αντικειμενικής αξίας τους, τροποποιώντας βάσει αυτών το ποσοστό μειώσεως της αντικειμενικής τους αξίας που είχε ζητήσει με την ενδικοφανή προσφυγή. Επιπλέον, για το υπ’ αριθμό 3 ακίνητό του, απαραδέκτως, για πρώτη φορά με το υπόμνημα, επικαλέστηκε και προσκόμισε συγκριτικά στοιχεία. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο προσφεύγων μετέβαλε και προσέθεσε πραγματικούς ισχυρισμούς τους οποίους δεν είχε προβάλλει ενώπιον της φορολογικής Διοίκησης με την ενδικοφανή του προσφυγή, κατά παράβαση του άρθρου 63 του Κ.Φ.Δ. και της διαδικασίας που προβλέπεται για την άσκησή της, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα, και για τον λόγο αυτόν οι ανωτέρω ισχυρισμοί καθόσον μέρος αφορούν τα υπ’ αριθμό 3 και 4 ακίνητά του είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Συνακόλουθα, οι ανωτέρω ισχυρισμοί που προβάλλονται με την προσφυγή του κατά το μέρος αυτό πρέπει να απορριφθούν, όπως και η προσφυγή στο σύνολό της. 17. Επειδή, καθόσον αφορά στο υπ’ αριθμό 1 ακίνητο του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι ο προσφεύγων παραδεκτώς προέβαλε ισχυρισμό με την ενδικοφανή προσφυγή του περί της μικρότερης πραγματικής αγοραίας αξίας του σε σχέση με την αντικειμενικώς προσδιορισθείσα αξία του, διατυπώνοντας ρητώς αίτημα περί της συγκεκριμένης αγοραίας αξίας αυτού, προσκόμισε δε στοιχεία αποδεικτικά των ισχυρισμών του, ήτοι την ανωτέρω συμβολαιογραφική πράξη μεταβίβασης ακινήτου που αφορά μεταβίβαση διαμερίσματος που βρίσκεται στην ίδια οικοδομή με το ακίνητό του. Όμως, ούτε η φορολογική Αρχή ούτε η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, κατόπιν της αμφισβητήσεως από τον προσφεύγοντα της αντικειμενικής αξίας του εν λόγω ακινήτου, συμμορφώθηκαν προς τις διαγραφόμενες από την παρ. 6 του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 υποχρεώσεις τους περί διενέργειας ελέγχου και σύνταξης ιδιαίτερης αυτοτελούς έκθεσης για τον προσδιορισμό του ΕΝ.Φ.Ι.Α. έτους 2016. Εξάλλου, τα στοιχεία που προσκομίζει ο προσφεύγων δεν επαρκούν κατά την κρίση του Δικαστηρίου για τον υπολογισμό της πραγματικής αγοραίας αξίας του ένδικου ακινήτου. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαία την αναβολή έκδοσης οριστικής απόφασης επί της κρινόμενης προσφυγής, κατά το μέρος αυτό, προκειμένου να διενεργηθεί έλεγχος από τη φορολογική Αρχή εντός προθεσμίας 60 ημερών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης σ’ αυτή για τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας του υπ’ αριθμό 1 ακινήτου, συντασσομένης προς τούτο ιδιαίτερης (αυτοτελούς) έκθεσης ελέγχου για τον ΕΝ.Φ.Ι.Α., η οποία πρέπει να κοινοποιηθεί στον προσφεύγοντα τουλάχιστον 20 ημέρες πριν από τη δικάσιμο που θα προσδιορισθεί αρμοδίως. Ειδικότερα, στην έκθεση ελέγχου θα πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή του κρινόμενου ακινήτου, να παρατίθενται, ως συγκριτικά στοιχεία, μεταβιβάσεις ακινήτων ομοειδών προς αυτό, ευρισκόμενων εντός της ίδιας ζώνης και χρονικά πρόσφορων προς σύγκριση, καθώς και να γίνεται συγκριτική αξιολόγηση του στοιχείου που επικαλείται και προσκομίζει ο προσφεύγων. Εξάλλου, εντός της αυτής προθεσμίας δύναται και ο προσφεύγων να προσκομίσει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο προς απόδειξη των ισχυρισμών του ή προς αντίκρουση των στοιχείων που θα προσκομίσει το καθ’ ου. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης. Διατάσσει τη συμπλήρωση των αποδείξεων. Υποχρεώνει το καθ’ ου η προσφυγή, διά της αρμόδιας φορολογικής Αρχής, αφού λάβει υπόψη και τα ως άνω προσκομιζόμενα από τον προσφεύγοντα έγγραφα, να διενεργήσει έλεγχο για τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας του ένδικου με Α.Τ.ΑΚ. … ακινήτου του προσφεύγοντος, και να συντάξει προς τούτο έκθεση ελέγχου, εντός προθεσμίας ενενήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση σ’ αυτό της παρούσας απόφασης, αντίγραφο της οποίας (έκθεσης) να κοινοποιήσει στον προσφεύγοντα είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν την ορισθείσα από το Δικαστήριο δικάσιμο, και να την επισυνάψει, στην έκθεση του άρθρου 129 του Κ.Δ.Δ. Στην ως άνω έκθεση ελέγχου θα πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή του ανωτέρω ακινήτου, να παρατίθενται, ως συγκριτικά στοιχεία, μεταβιβάσεις ακινήτων τα οποία να είναι ομοειδή, καθώς και τοπικά και χρονικά πρόσφορα προς σύγκριση με αυτό, να γίνεται συγκριτική αξιολόγηση των στοιχείων που προσκομίζει ο προσφεύγων και να διαλαμβάνονται αιτιολογημένες σκέψεις ως προς το εκτιμώμενο ύψος, στο οποίο πρέπει να ανέλθει η αξία του ανωτέρω ακινήτου σε σχέση και με τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος. Εξάλλου, εντός της αυτής προθεσμίας δύναται και ο προσφεύγων να προσκομίσει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο προς απόδειξη των ισχυρισμών του, κατά το σκεπτικό, ή προς αντίκρουση των στοιχείων που θα προσκομίσει το καθ΄ ου. Ορίζει νέα δικάσιμο για τη συζήτηση της υπόθεσης την 27η Ιανουαρίου 2021, ημέρα Τετάρτη και ώρα 12.00, στο ακροατήριο του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, στην οποία καλούνται οι διάδικοι να παραστούν με επίδοση σε αυτούς αντιγράφου της παρούσας απόφασης, η οποία επέχει θέση κλήτευσης. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στη Θεσσαλονίκη στις 31.7.2020. Η Δικαστής Ο Γραμματέας
http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/dprotodikeiothe/apofaseis?