Αριθμός 120/2020 ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ – Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα. Εξαίρεση της κύριας κατοικίας του οφειλέτη από τη ρευστοποίηση. – Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4161/2013, το οποίο εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του ότι η ένδικη από 8-5-2014 και με αριθμό κατάθεσης 73/ 2014 αίτηση των αναιρεσιβλήτων υποβλήθηκε το έτος 2014 στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Ειρηνοδικείο …) “Ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης, ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας. Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει και περίοδο χάριτος. Η εξυπηρέτηση της οφειλής γίνεται με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή, σε περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, και χωρίς ανατοκισμό. Οι απαιτήσεις των πιστωτών που έχουν εμπράγματη ασφάλεια στο ακίνητο ικανοποιούνται προνομιακά από τις καταβολές του οφειλέτη με βάση την παρούσα παράγραφο”. Σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, από την απολύτως σαφή γραμματική και μόνο διατύπωση της ως άνω διάταξης, η οποία αναφέρεται “σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας” και όχι “σε συνολικό ποσό που ανέρχεται στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας” συνάγεται ευθέως ότι το ποσό των απαιτήσεων που μπορεί με τον τρόπο αυτό να ικανοποιηθεί, ως αντάλλαγμα, δύναται να ανέρχεται σε ποσοστό 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας κατ’ ανώτατο ύψος και όχι κατά κατώτατο. Επομένως, σύμφωνα με την ίδια γνώμη, το ποσό των απαιτήσεων που μπορεί με τον τρόπο αυτό να ικανοποιηθεί, ως αντάλλαγμα, δύναται να ανέρχεται και σε ποσοστό κατώτερο του 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας. Και ναι μεν ο νόμος δεν παραθέτει στη συνέχεια, ειδικά κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους των μηνιαίων καταβολών για το χρέος αυτό, που επιβάλλεται στον οφειλέτη ως πρόσθετο, ώστε να επωφεληθεί από την εξαίρεση της εκποίησης της κύριας κατοικίας, πλην όμως τα κριτήρια αυτά συνάγονται με συστηματική ερμηνεία από την ανάλογη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 3869/2010, και είναι ιδίως, η χρόνια ανεργία χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλοι λόγοι ίδιας τουλάχιστον βαρύτητας. Η από την προεκτεθείσα διάταξη προβλεπόμενη εξαίρεση της κύριας κατοικίας του οφειλέτη από τη ρευστοποίηση, η οποία άλλωστε δεν παρέχεται σε όλους τους οφειλέτες, αλλά σε αυτούς που η αξία της κατοικίας τους δεν υπερβαίνει ένα όριο, εκπορεύεται καταρχάς από την ανάγκη προστασίας του, ώστε να αποκατασταθεί γενικά η κοινωνική συνοχή (που αποτελεί πάντοτε σκοπό του θετού δικαίου), η οποία έχει διαρραγεί, λόγω του μεγάλου αριθμού ιδιωτών οφειλετών στο κοινωνικό πεδίο των συμβατικών εννόμων σχέσεων προς πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και ειδικά, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα σε έκαστο υπερχρεωμένο κοινωνό (φυσικό πρόσωπο), να αποτελέσει εκ νέου δυναμικό παράγοντα της οικονομικής – συναλλακτικής κοινωνίας. Δικαιολογείται, όμως, ειδικότερα από την ανάγκη προστασίας της κύριας κατοικίας του, η οποία, υπό την έννοια της οικογενειακής στέγης, ως κοινωνικό αγαθό, απολαμβάνει συνταγματικής προστασίας, κατ’ άρθρο 21 του Συντάγματος.