Αριθμός 358/2019
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Γονική μέριμνα και επιμέλεια τέκνου. Συνεκτίμηση της γνώμης του τέκνου.
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1511 A.K. και 681 Γ’ παρ. 3 εδ. α΄ και 4 εδ. α΄, δ΄ και ε΄ ΚΠολΔ – όπως οι τελευταίες ίσχυαν προ της καταργήσεώς τους με το άρθρο 1, άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 – προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου, επί διακοπής της συμβιώσεως των συζύγων, να ρυθμίσει τη γονική μέριμνα, πρέπει να ζητεί και να συνεκτιμά και τη γνώμη του τέκνου, εφ’ όσον κρίνει ότι έχει την απαιτούμενη ωριμότητα, ότι δηλαδή έχει την ικανότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του, για την κρίση του δε αυτή ως προς την ύπαρξη ή μη τέτοιας ωριμότητας, που σχηματίζεται από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε ειδική αιτιολογία απαιτείται, ούτε αναιρετικός έλεγχος επιτρέπεται, αφού αυτή αποτελεί εκτίμηση πραγματικού γεγονότος, κατ’ άρθρ. 561 ΚΠολΔ (ΑΠ 201/2010).
– Από τη διάταξη του άρθρου 1511 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1510, 1512-1514 ΑΚ προκύπτει ότι, όταν το δικαστήριο καλείται να αποφασίσει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή επιμέλειας ανηλίκου τέκνου σε έναν από τους εν διαστάσει ευρισκόμενους γονείς του, πρέπει να έχει ως αποκλειστικό οδηγό της δικαιοδοτικής του κρίσεως το γενικό συμφέρον και μόνον του ανηλίκου τέκνου σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό και ηθικό, χωρίς να επιδρά αυτοτελώς στη λήψη της αποφάσεως του κανένας από τους διαφορετικούς παράγοντες, που συνοδεύουν το πρόσωπο κάθε γονέα, όπως είναι το φύλο, η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία, η κοινωνική προέλευση, η περιουσιακή κατάσταση κλπ. Για τη λήψη της αποφάσεως το δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψη και τους με ανεπηρέαστη επιλογή αναπτυχθέντες μέχρι τότε δεσμούς του διαθέτοντος ικανότητα διακρίσεως τέκνου με τους γονείς του (και τους τυχόν αδελφούς του), τις τυχόν συμφωνίες των γονέων σχετικά με την επιμέλεια και την περιουσία του, καθώς και τη γνώμη του, εφ’ όσον αυτό, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, εν όψει της ηλικίας του και της πνευματικής του αναπτύξεως, είναι ικανό να αντιληφθεί το πραγματικό του συμφέρον. Οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στο πλαίσιο της λογικής και ορθολογικής αντιμετωπίσεως των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών αναπτύξεως του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβιώσεως, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Αυτό δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβιώσεως, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαιτίου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας – επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της εκτάσεως και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητάς του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς. Η μικρή ηλικία του τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο, κατά νόμο, στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του τέκνου προς ανάθεση της γονικής μέριμνας τούτου σε έναν από τους γονείς του μετά τη νηπιακή ηλικία του, οπότε παύει η σαφής βιοκοινωνική υπεροχή της μητέρας από άποψη καταλληλότητας για τη γονική μέριμνα του τέκνου. Το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια και προς διαπίστωσή του λαμβάνονται υπ’ όψη και αξιολογούνται όλα τα επωφελή για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις, χωρίς η εκφρασθείσα γνώμη του τέκνου να αποτελεί, άνευ άλλου τινός, αποφασιστικό παράγοντα με ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι πολλές φορές η θέληση του ανηλίκου είναι αποτέλεσμα επηρεασμού και πρόσκαιρη και δεν σημαίνει ότι εξυπηρετεί πράγματι το συμφέρον του. Το συμφέρον του τέκνου αποτελεί αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το δικαστήριο της ουσίας. Για την εξειδίκευση της έννοιας αυτής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εκτιμώνται από το δικαστήριο τα περιστατικά που αποδείχθηκαν, με βάση αξιολογικά κριτήρια, τα οποία αντλεί το δικαστήριο από τους κανόνες της λογικής και κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη, σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου και τα πορίσματα της ψυχολογίας, πρέπει δε να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου ελέγχεται αναιρετικώς, κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στη νομική έννοια του συμφέροντος του τέκνου, αν αυτή είναι εσφαλμένη, με λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αν δε δεν έχει αιτιολογίες ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου για εκ πλαγίου παράβαση της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 1511 ΑΚ, ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα του συμφέροντος του τέκνου (ΑΠ 1027/2010).