Της Νένας Μαλλιάρα
Νέα δεδομένα για τις τράπεζες, με αιχμή το ζήτημα των “κόκκινων” δανείων, δρομολογεί η κρίση του κορονοϊού, βάζοντας επισήμως στο “τραπέζι” τη δημιουργία bad bank.
Η αναμενόμενη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανοίγει τον Σεπτέμβριο την ουσιαστική συζήτηση για τη δημιουργία ενός συμπληρωματικού στον “Ηρακλή” σχήματος για τη μείωση των NPLs.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Capital.gr, προς τα τέλη Σεπτεμβρίου η Τράπεζα της Ελλάδος πρόκειται να παρουσιάσει το σχέδιό της για τη δημιουργία Asset Management Company (εταιρεία διαχείρισης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού). Η AMC θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς το σχέδιο “Ηρακλής”, θα αναλάβει τη διάθεση μέρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ στόχος είναι να αντιμετωπίσει, παράλληλα, και το πρόβλημα της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης των τραπεζών.
Η ΤτΕ θεωρεί επιτακτική την ανάγκη να στηριχθούν οι τράπεζες ώστε να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του αύριο (κυρίως ψηφιακή τεχνολογία και χρηματοδότηση δυναμικών κλάδων και επιχειρήσεων) και αυτό απαιτεί, κατά προτεραιότητα, την άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC).
Το σχέδιο της ΤτΕ
Η ΤτΕ επαναφέρει δυναμικά το σχέδιο κατ’ ουσίαν δημιουργίας bad bank, στο οποίο επιμένει την τελευταία διετία. Αυτήν τη φορά το σχέδιο που θα παρουσιαστεί αναμένεται πολύ πιο εμπεριστατωμένο, καθώς η μελέτη του έχει ανατεθεί στις Rothschild, Boston Consulting και Deloitte. Η πρώτη έχει διερευνήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις (περίμετρος, τιμολόγηση) υπό τους οποίους θα μπορούσε να διενεργηθεί η μεταφορά/τιτλοποίηση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τις τράπεζες. Η δεύτερη έχει αναλάβει την προσαρμογή του σχεδίου στο κανονιστικό και νομοθετικό πλαίσιο, ώστε να συμμορφώνεται με τους ευρωπαϊκούς και εθνικούς κανόνες (να μην παραβιάζονται οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και να πληρούνται οι όροι εταιρικής διακυβέρνησης). Η τρίτη έχει αναλάβει τη μελέτη των φορολογικών θεμάτων.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Capital.gr, το σχέδιο που θα παρουσιάσει η ΤτΕ και το οποίο διαφοροποιεί εννοιολογικά από τη bad bank, παρουσιάζοντάς το ως Asset Management Company, θα δίνει χρόνο στις τράπεζες για την απορρόφηση των ζημιών από τη μεταβίβαση των “κόκκινων” δανείων. Θα μπορεί να αντιμετωπίσει όλα τα δάνεια που βρίσκονται σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (NPLs), θα στηριχθεί στις υπάρχουσες υποδομές των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων και θα λειτουργήσει με την προϋπόθεση ότι όλες οι τράπεζες θα έχουν ήδη μπει στον “Ηρακλή”.
Η AMC θα λειτουργήσει, έτσι, ως “ετεροθαλές αδελφάκι” του “Ηρακλή”, φιλοδοξώντας όχι μόνο να απαλλάξει εξολοκλήρου τις τράπεζες από τα NPLs και να φέρει τον δείκτη NPL σε μονοψήφιο ποσοστό στα τέλη του 2021, αλλά να λύσει και το πρόβλημα του αναβαλλόμενου φόρου, “καθώς αυτό δεν θα μπορεί να λύνεται κάθε χρόνο με hive-down από τις τράπεζες”. Σημειώνεται ότι το νέο σχήμα θα συνοδεύεται και από κάποιου τύπου κρατική εγγύηση, όπως ισχύει για τον “Ηρακλή”.
Η επιχειρηματολογία της ΤτΕ για τη σύσταση AMC αναφέρει ότι:
α) Όχι μόνο δεν ανατρέπονται, αλλά, αντιθέτως, αξιοποιούνται οι υφιστάμενες υποδομές των τραπεζών, καθώς και οι συμμετοχές τρίτων μερών στους τομείς διαχείρισης των NPLs. Δεν ανατρέπονται οι συμφωνίες που έχει συνάψει η κάθε τράπεζα με τις εταιρείες διαχείρισης “κόκκινων” δανείων, των οποίων η συνδρομή θα αποτελέσει μέρος της λύσης.
β) Ενδεχόμενες ζημίες που σχετίζονται με το υφιστάμενο απόθεμα NPLs θα καλύπτονται αποκλειστικά από τις τράπεζες και όχι από τον Έλληνα φορολογούμενο, μέχρι του ελαχίστου ορίου δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και αποκλείεται οποιαδήποτε διασύνδεση του προτεινόμενου σχήματος με ενδεχόμενα σενάρια εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης.
γ) Η πρόταση για τη δημιουργία AMC δεν αποσκοπεί απλώς σε κεφαλαιακή ελάφρυνση, αλλά σε εκτέλεση συναλλαγών με όρους αγοράς και με τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών.
Σύμφωνα με στοιχεία Μαρτίου 2020 που δημοσίευσε η ΤτΕ τον Ιούλιο στην “Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας”, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονταν σε 60,9 δισ. ευρώ και ο λόγος τους προς το σύνολο των δανείων στο 37,4%. Η ΤτΕ εκτιμά ότι η επιτυχής ολοκλήρωση των συναλλαγών πώλησης NPLs, μέσω τιτλοποίησης δανείων με την ταυτόχρονη χρήση του προγράμματος χορήγησης εγγυήσεων του ελληνικού Δημοσίου (HAPS), θα μειώσει τον δείκτη NPL περίπου στο 25%, ποσοστό που εξακολουθεί να παραμένει πολλαπλάσιο του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού – SSM (2,7% και 3,2%, αντίστοιχα, με στοιχεία Δεκεμβρίου 2019).
Ο “σκόπελος” της BRRD
Η δημιουργία ελληνικής bad bank, πάντως, φαίνεται ότι θα απαιτήσει αρκετή συζήτηση. Τα πράγματα θα ήταν απλά αν γινόταν λόγος για πανευρωπαϊκή bad bank, στην οποία και οι ελληνικές τράπεζες θα “ξεφόρτωναν” “κόκκινα” δάνεια (αν και το πιθανότερο, μόνο νέα δάνεια του κορονοϊού), με το κόστος χρηματοδότησης του φορέα να καλύπτεται από ευρωπαϊκούς πόρους.
Ιστορικά στην Ευρώπη μόνο δύο bad banks δημιουργήθηκαν, η ΝΑΜΑ στην Ιρλανδία (2009) και η Sareb στην Ισπανία (2012). Και οι δύο αυτές “κακές τράπεζες” δημιουργήθηκαν μετά τη διεθνή κρίση του 2008-2009 και πριν ψηφιστεί η οδηγία BRRD για την εξυγίανση των τραπεζών, που ίσχυσε σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. από την 1η Ιανουαρίου 2015. Έκτοτε, η ιδέα της bad bank επανήλθε στο “τραπέζι” το 2017 από τον Αντρέα Ένρια, σημερινό πρόεδρο του SSM και επικεφαλής τότε της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (European Banking Authority, EBA), προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των “κόκκινων” δανείων πανευρωπαϊκά. Η ιδέα δεν προχώρησε, καθώς ήταν κοινή εκτίμηση των ευρωπαϊκών Αρχών ότι το σχέδιο για bad bank δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς κρατική βοήθεια προς τις τράπεζες.
Η χορήγηση έστω και ενός κρατικού ευρώ στις τράπεζες θα “περνούσε” υποχρεωτικά μέσα από τους κανόνες της BRRD, ενεργοποιώντας καταρχάς την εκ των έσω εξυγίανσή τους (bail-in), με χρήματα των μετόχων, των ομολογιούχων και των καταθετών. Υπενθυμίζεται ότι η οδηγία BRRD προβλέπει ότι, πριν επιβαρυνθούν οι φορολογούμενοι (bail-out), το κόστος εξυγίανσης των τραπεζών επιβαρύνει, με σειρά προτεραιότητας, τους μετόχους, τους ομολογιούχους και τους καταθέτες των τραπεζών (με καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ ανά τράπεζα και ανά δικαιούχο). Οι επενδυτές μιας τράπεζας (μέτοχοι, ομολογιούχοι και μη εξασφαλισμένοι καταθέτες) θα πρέπει να καλύψουν με τη συμμετοχή τους κεφάλαια που θα αντιστοιχούν στο 8% της αξίας του παθητικού μιας τράπεζας. Αυτό σημαίνει πως οι μέτοχοι και η συντριπτική πλειονότητα των ομολογιούχων χάνουν τα χρήματά τους. Εάν χρειαστεί κρατική βοήθεια στη συνέχεια, αυτή δεν μπορεί να ξεπερνά το 5% του παθητικού της τράπεζας.
Ο “σκόπελος” της BRRD έχει κρατήσει μέχρι σήμερα ανενεργά τα σχέδια για bad bank, αν και η Κομισιόν έχει στα “συρτάρια” της σχετικό προσχέδιο εδώ και 2-3 χρόνια. Σημειώνεται ότι σημαντικός αποτρεπτικός παράγοντας ώστε η Κομισιόν να δώσει το “πράσινο φως” για τη δημιουργία bad bank ήταν και το θέμα της διαχείρισής της, με βασικό ζητούμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να μην υπάρχει καμία πολιτική εμπλοκή στο εγχείρημα.
Πέρα από τους κανόνες της BRRD, η δημιουργία bad bank ενέχει και δημοσιονομικό κόστος, το οποίο για το ελληνικό Δημόσιο έχει εκτιμηθεί από 8 μέχρι 12 δισ. ευρώ. Το κόστος αυτό θα είναι αποτέλεσμα της διαφοράς τιμής στην οποία θα “ξεφορτωθούν” οι τράπεζες τα “κόκκινα” δάνεια, καθώς οι τιμές πώλησής τους στην αγορά πιθανολογούνται στο ήμισυ των τιμών στις οποίες τα δάνεια έχουν εγγραφεί στα βιβλία των τραπεζών. Σημειώνεται ότι στις μεμονωμένες πωλήσεις χαρτοφυλακίων NPLs τα τιμήματα που είχαν λάβει οι τράπεζες κινούνταν έως το 35% της αξίας τους, με την ελπίδα ανόδου των τιμών κατόπιν βελτίωσης του οικονομικού κλίματος.
Βασικά ερωτήματα για τη σύσταση της ελληνικής bad bank σχετίζονταν επίσης με το ποιος θα τη χρηματοδοτούσε και ποια δάνεια και με ποιους όρους θα μεταφέρονταν σε αυτήν. Σημειώνεται ότι στη NAMA και τη Sareb η συμμετοχή των τραπεζών ήταν υποχρεωτική και όχι εθελοντική, ενώ και στις δύο bad banks μεταβιβάστηκαν ομοιογενή δάνεια –μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά–, δεδομένου ότι η κρίση των NPLs σε Ιρλανδία και Ισπανία ήταν απόρροια της κατάρρευσης της αγοράς ακινήτων.
Ο προβληματισμός
Κανόνες ανταγωνισμού, κανόνες δημοσιονομικής επάρκειας, κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών (το “κάψιμο” κεφαλαίων από τις τράπεζες ύστερα από το μαζικό “ξεφόρτωμα” “κόκκινων” δανείων σε τιμές χαμηλότερες του book value θα έχει επίπτωση στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας), χρηματοδότηση και χρόνος υλοποίησης της bad bank, δυσκολίες στη μεταβίβαση δανείων λόγω ανομοιογένειας, είναι προβλήματα με τα οποία ήρθε εξαρχής αντιμέτωπη η ιδέα της ελληνικής bad bank.
Πλέον, η σύσταση ελληνικής bad bank αντιμετωπίζεται και υπό το πρίσμα του “Ηρακλή”, του ελληνικού Asset Protection Scheme για τη συστημική μείωση των “κόκκινων” δανείων, που έχει ήδη μπει σε τροχιά.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα έχουν μεταβιβάσει στον “Ηρακλή” μέχρι τα τέλη του έτους μη εξυπηρετούμενα δάνεια 30 δισ. ευρώ, καλώντας επενδυτές να τα αγοράσουν. Η κυβέρνηση, που έχει την αρμοδιότητα να νομοθετήσει για ένα συμπληρωματικό του “Ηρακλή” σχήμα μείωσης των NPLs, θα πρέπει να προσμετρήσει τον αντίκτυπο που θα έχει στο “προσκλητήριο” στις αγορές το μήνυμα ότι συζητείται και η δημιουργία bad bank. Υπάρχουν φόβοι ότι πιθανότατα κάτι τέτοιο θα φρέναρε τους επενδυτές και θα καθυστερούσε σημαντικά τις πωλήσεις NPLs.
Πέραν αυτού, η σύσταση bad bank αποτελεί σύσταση εταιρείας στην οποία πρέπει να μπουν κεφάλαια, τόσο των τραπεζών όσο και του Δημοσίου. Ζήτημα που εντείνει τον προβληματισμό, από τη στιγμή που στη bad bank θα μεταβιβαστούν μαζικά “κακά” δάνεια, χωρίς “εγγυημένη” ποιότητα για να προσελκύσουν επενδυτές και με τον κίνδυνο να παραμείνουν στο “ράφι” της bad bank, καταλήγοντας να επαναλάβουν μια ιστορία αντίστοιχη του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων για τις προβληματικές εταιρείες της δεκαετίας του 1980. Σημειώνεται ότι στο σχήμα του “Ηρακλή” βασική προϋπόθεση και κίνητρο για τους επενδυτές (αλλά και “σφραγίδα” αξιοπιστίας για τη χώρα) είναι η πιστοληπτική αξιολόγηση που συνοδεύει τις τιτλοποιήσεις των NPLs (τα δάνεια πρέπει να είναι ιδιαίτερης επενδυτικής βαθμίδας, και συγκεκριμένα “BB-“).
Η Επιτροπή Πισσαρίδη
Θέση στο ζήτημα της bad bank έχει λάβει και η Επιτροπή Πισσαρίδη στο Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία.
Στην Ενδιάμεση Έκθεση της Επιτροπής, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις αρχές Αυγούστου, εκτιμάται ότι οριστική επίλυση του προβλήματος των “κόκκινων” δανείων για τις τράπεζες μπορεί να επέλθει σε ορίζοντα 3-5 ετών, κυρίως με την αξιοποίηση των ετήσιων κερδών προ προβλέψεων για την αύξηση των προβλέψεων κάθε χρόνο, καθώς και με τιτλοποιήσεις ή πωλήσεις προβληματικών δανείων. Οι κεφαλαιακές ανάγκες που ενδέχεται να προκύψουν με τη στρατηγική αυτή θα μπορούν να καλυφθούν στο μέλλον, ίσως υπό καλύτερες συνθήκες. Η στρατηγική αυτή, σύμφωνα με την Επιτροπή Πισσαρίδη, περιορίζει τις άμεσες ανάγκες για νέα κεφάλαια, αλλά παρατείνει τα υπάρχοντα προβλήματα.
Μια δεύτερη στρατηγική, την οποία η Επιτροπή Πισσαρίδη θεωρεί καλύτερη, είναι να λυθεί το πρόβλημα των NPLs πιο άμεσα, είτε μέσω της δημιουργίας “κακής τράπεζας” (bad bank) και της μεταφοράς του συνόλου των προβληματικών δανείων σε αυτήν είτε μέσω άμεσων μαζικών τιτλοποιήσεων (σ.σ. αυτή είναι η φιλοσοφία του “Ηρακλή”) ή και πωλήσεων προβληματικών δανείων στην αγορά από κάθε τράπεζα χωριστά. Και στις δύο περιπτώσεις ενδέχεται να προκύψουν κεφαλαιακές ανάγκες.
Η Επιτροπή Πισσαρίδη εκτιμά πως η λύση της “κακής τράπεζας” έχει το πλεονέκτημα ότι διευκολύνει τον συντονισμό μεταξύ των πιστωτών, καθώς όλα τα προβληματικά δάνεια από μια επιχείρηση συγκεντρώνονται κάτω από την ίδια στέγη. Διαπιστώνει, όμως, και μειονεκτήματα, ιδιαίτερα στην πρακτική εφαρμογή. Η δημιουργία της “κακής τράπεζας” θα απαιτήσει μακρές διαπραγματεύσεις, ιδιαίτερα καθώς η κάθε τράπεζα βρίσκεται σε διαφορετικό σημείο εκκίνησης όσον αφορά τις προβλέψεις. Κατά το διάστημα αυτό, που ενδέχεται να κρατήσει ακόμα και δύο χρόνια, λέει η Επιτροπή Πισσαρίδη, η διαχείριση των προβληματικών δανείων θα υπολειτουργεί.
https://www.capital.gr/oikonomia/3477289/to-sxedio-gia-tin-elliniki-bad-bank