www.humanrightscaselaw.gr/
Δικαίωμα περιουσίας – Αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης – Φορολογία γονικών παροχών – Αναδρομική εφαρμογή (από 8.1.2010) του άρθρου 1 παρ. 12 του νόμου 3815/2010 (ο οποίος δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ στις 26.1.2010)
Επιβολή φόρου, κατ’ εφαρμογή της ως άνω διάταξης, ύστερα από μεταβίβαση ακινήτου, δυνάμει συμβολαίου γονικής παροχής που καταρτίστηκε στις 14.1.2010. Αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι λόγοι περί παραβίασης του Συντάγματος (άρθρα 4 παρ. 1 και 5, 78 παρ. 1, 17 παρ. 1, 25 παρ. 1 και αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης) και της ΕΣΔΑ (άρ. 1 ΠΠΠ), διότι (i) σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, η οποία δεν αφορά μόνον τον φόρο εισοδήματος (και συνιστά εκδήλωση της συνταγματικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, έκφανση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου: βλ. ΣτΕ Ολομ. 1738/2017), ο κοινός νομοθέτης μπορούσε, κατ’ αρχήν, να επιβάλλει/αυξήσει τον επίδικο φόρο επί περιουσίας κτηθείσας συνεπεία γονικής παροχής, που είχε λάβει χώρα πριν από την ψήφιση και δημοσίευση του νόμου (3815/2010), αλλά εντός του ίδιου οικονομικού έτους και, δη, εντός του ίδιου μηνός, (ii) η διάταξη του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ δεν αποκλείει την αναδρομική επιβολή φόρου (βλ. ΣτΕ 1222/2017 και ΕΔΔΑ 15.1.2015, Arnaud and others v. France, 36918/11 κ.λπ., σκέψη 24), (iii) δεν ανακύπτει, κατ’ εξαίρεση, ζήτημα παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του φορολογουμένου, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι εκδηλώθηκε, εν προκειμένω, θετική ενέργεια αρμόδιου κρατικού οργάνου (της νομοθετικής λειτουργίας), ικανή να δημιουργήσει στον επιμελή διοικούμενο τη σταθερή και εύλογη πεποίθηση ότι η εκ μέρους του κτήση ακινήτου μέσω γονικής παροχής δεν θα μπορούσε (παρά τη διάταξη του άρθρου 78 παρ. 2 του Συντάγματος) να καταληφθεί από μεταγενέστερη φορολογική νομοθετική ρύθμιση αναδρομικού χαρακτήρα και, άλλωστε, η απόσυρση από τον Υπουργό Οικονομικών της σχετικής τροπολογίας έγινε λόγω της υποβολής της σε σχέδιο νόμου άσχετο με τη φορολογία, ήτοι με αιτιολογία μη δυνάμενη, εν πάση περιπτώσει, να δημιουργήσει στον επιμελή φορολογούμενο δικαιολογημένη πεποίθηση με το ανωτέρω περιεχόμενο, (iv) ο κοινός νομοθέτης είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τον ορισμό του ακριβούς χρονικού σημείου της έναρξης ισχύος της νέας φορολογικής ρύθμισης, εντός του προβλεπόμενου από το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος χρονικού ορίου, η δε επίμαχη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 12 του ν. 3815/2010, περί ορισμού της 8.1.2010 ως ημέρας έναρξης ισχύος της νέας φορολογικής ρύθμισης, δεν μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετη [και, ως τέτοια, αντίθετη προς την αρχή της (αναλογικής) ισότητας], δεδομένου ότι, όπως σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση της διάταξης, επρόκειτο για την ημερομηνία κατάθεσης στη Βουλή της (εν συνεχεία αποσυρθείσας) τροπολογίας, με την οποία διαφυλασσόταν από την ίδια ημερομηνία η υπαγωγή των υποθέσεων γονικής παροχής και δωρεών στο νέο φορολογικό καθεστώς και (v) η επιβολή φόρων συνιστά, κατ’ αρχήν, δικαιολογημένη επέμβαση επί της περιουσίας των προσώπων, σύμφωνα και με τη σχετική ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 1222/2017 και ΕΔΔΑ 15.1.2015, Arnaud and others v. France, 36918/11 κ.λπ., σκέψη 23) και, στο πλαίσιο αυτό, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας/δίκαιης ισορροπίας ελέγχεται από το Δικαστήριο μόνον οριακά (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2563/2015), ο δε αναιρεσείων ουδόλως υποστηρίζει (και, δη, κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο) ότι ο ένδικος φόρος επιβάρυνε υπέρμετρα την περιουσία του, ενόψει της αξίας αυτής.