Αριθμός 287/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου. Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος. Αναιρείται εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Με βάση γενική αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου, που συνάγεται από τα άρθρα 2 του ΠΚ και 590 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζουν με μεταβατική διάταξη το αντίθετο, έχουν άμεση εφαρμογή από την έναρξη της ισχύος τους και στις εκκρεμείς και μη εκδικασθείσες ακόμη ποινικές υποθέσεις, από το χρονικό σημείο που καταλαμβάνουν αυτές. Η διαδικασία, δηλαδή, χωρεί σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο, που επιχειρείται η κάθε διαδικαστική πράξη και, συνεπώς, οι μεν πράξεις, οι οποίες έγιναν υπό το κράτος του παλαιού νόμου, είναι ισχυρές, το δε ατέλεστο μέρος της διαδικασίας και, επομένως, και η μη διεξαχθείσα ακόμη δίκη, θα γίνει σύμφωνα με το νέο νόμο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, που προβλέπει την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου και ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του νέου Π.Κ. (ν. 4619/2019), “αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυαν δύο ή περισσότεροι νόμοι εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον’ κατηγορούμενο διατάξεις». Ανάλογου περιεχομένου είναι και η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του νέου Π.Κ., που ισχύει από 1-7-2019 και εφεξής (βλ. αρθρ. 460 αυτού). Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (ΟλΑΠ1/2014). Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων, που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής φυλάκισης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε ποινών φυλάκισης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 590 παρ.1 εδ.α’του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019), που άρχισε επίσης να ισχύει από την 1η-7-2019, σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του Ν. 4620/2019, “υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε βαθμό συνεχίζοντας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα». Εξάλλου από το άρθρο 511 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο Άρειος Πάγος λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη του τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευσή της προσβαλλόμενης απόφασης με μόνη προϋπόθεση να είναι παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης χωρίς να χρειάζεται να κριθεί βάσιμος και ένας τουλάχιστον λόγος αναίρεσης. Η νέα αυτή δικονομική διάταξη εφαρμόζεται, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 590 παρ.1 εδ.α’του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και στις υποθέσεις που εκκρεμούν στον Άρειο Πάγο, δηλαδή στις υποθέσεις, για τις οποίες δεν δημοσιεύθηκε η απόφαση του Αρείου Πάγου επί της παραδεκτής αίτησης αναίρεσης πριν από την ισχύ του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ως προς τις οποίες πλέον, μετά την 1-7-2019, οπότε άρχισε να ισχύει ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, δεν χρειάζεται να κριθεί βάσιμος κάποιος λόγος αναίρεσης για να τύχει εφαρμογής ο επιεικέστερος νόμος που ισχύει μετά τη δημοσίευσή της.
– Κατά την ισχύουσα από 1.7.2019 διάταξη του άρθρου 394 “1. Όποιος αποκρύπτει, αγοράζει, λαμβάνει ως ενέχυρο ή με άλλον τρόπο δέχεται στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη ή μεταβιβάζει σε άλλον την κατοχή τέτοιου πράγματος ή συνεργεί σε μεταβίβαση ή με οποιονδήποτε τρόπο ασφαλίζει την κατοχή του σε άλλον, τιμωρείται, ανεξάρτητα αν είναι τιμωρητέος ή όχι ο υπαίτιος του εγκλήματος από το οποίο προέρχεται το πράγμα, με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, και αν πρόκειται για πράγμα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση και χρηματική ποινή, 2. Αν το αντικείμενο της πράξης της προηγούμενης παραγράφου είναι μικρής αξίας, ο δράστης τιμωρείται με χρηματική ποινή. 3. Με τα πράγματα που προέρχονται από αξιόποινη πράξη εξομοιώνεται και το τίμημα τους, καθώς επίσης και τα αντικείμενα που αποκτήθηκαν μέσω αυτών», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 394 του προϊσχύσαντος ΠΚ (εφαρμοζόμενου έως 30.6.2019). “1. Όποιος με πρόθεση αποκρύπτει, αγοράζει, λαμβάνει ως ενέχυρο ή με άλλον τρόπο δέχεται στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη ή μεταβιβάζει σε άλλον την κατοχή τέτοιου πράγματος ή συνεργεί σε μεταβίβαση ή με οποιονδήποτε τρόπο ασφαλίζει την κατοχή του σε άλλον, τιμωρείται με Φυλάκιση, ανεξάρτητα αν είναι τιμωρητέος ή όχι ο υπαίτιος του εγκλήματος από τον οποίον προέρχεται το πράγμα. 2. Αν το αντικείμενο της πράξης της προηγούμενης παραγράφου είναι ευτελούς αξίας, ο δράστης τιμωρείται με Φυλάκιση μέχρι έξι μηνών και η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση. 3. Με τα πράγματα που προέρχονται από αξιόποινη πράξη εξομοιώνεται και το τίμημά τους, καθώς επίσης και τα αντικείμενα που αποκτήθηκαν μέσω αυτών. 4. Αν ο υπαίτιος επιχειρεί τέτοιες πράξεις κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή ενήργησε από ιδιοτέλεια ή αν πρόκειται για πράγμα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται Φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών….” Όμως, εφόσον από την αντιπαραβολή των πιο πάνω διατάξεων υπό στοιχεία III σαφώς προκύπτει ότι με το νέο ισχύοντα από 1.7.2019 Ποινικό Κώδικα (Ν. 4619/2019) η ισχύουσα πλέον ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 394 του νέου Π.Κ. είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, αφού πλέον απαλείφτηκε η περίπτωση της κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή από ιδιοτέλεια ή ιδιαίτερα μεγάλης αξίας πράγματος αποδοχή προϊόντων εγκλήματος.