AΠ 917/2019 (ποιν): Μπορεί να αποτελέσει εγκύρως αφετηρία της προθεσμίας της εφέσεως και μόνη η επίδοση αποσπάσματος της αποφάσεως. Τυχόν σφάλματα ή παραδρομές αφορώσες άλλα στοιχεία που αναγράφονται στο επιδιδόμενο απόσπασμα της καταδικαστικής απόφασης, όπως ο χρόνος για τον οποίο ανεστάλη η εκτέλεση της ποινής, δεν ασκούν επιρροή στο κύρος της επίδοσης και στην εξ αυτής έναρξη της προθεσμίας άσκησης ενδίκων μέσων, αφού δεν επιδρούν στον δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων.
“Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία ασκήσεως ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως, εφόσον δε ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως.
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, το ένδικο μέσο, δηλαδή και αυτό της εφέσεως, απορρίπτεται ως απαράδεκτο, μεταξύ άλλων, και όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως, κατά της σχετικής δε αποφάσεως (που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη) επιτρέπεται μόνο αναίρεση για όλους τους λόγους, που αναφέρονται περιοριστικώς στη διάταξη του άρθρου 510 του αυτού Κώδικα, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως του εφετείου για το απαράδεκτο, στην οποία περιορίζεται ο έλεγχος του Αρείου Πάγου σε τέτοια περίπτωση.
Εξάλλου, η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, για να έχει την απαιτούμενη, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, και το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως, καθώς και το αποδεικτικό, από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως (ΑΠ 299/2017).
Σε περίπτωση, όμως, κατά την οποία με την έφεση αμφισβητείται η εγκυρότητα της επίδοσης της απόφασης προς τον καταδικασθέντα, από την οποία και εκκινεί η προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απορριπτική απόφαση σχετική αιτιολογία, εφόσον ο συναφής με τα ανωτέρω ισχυρισμός είχε προταθεί με σαφήνεια και πληρότητα, αλλιώς ιδρύεται ο ανωτέρω, από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 142 παρ. 6 ΚΠοινΔ, κατά την οποία: “Όπου από τις διατάξεις της νομοθεσίας προβλέπεται επίδοση αντιγράφου ή αποσπάσματος της απόφασης ποινικού δικαστηρίου σ’ αυτόν που καταδικάστηκε, αντί γι’ αυτήν μπορεί να επιδοθεί έγγραφο της γραμματείας του δικαστηρίου, που περιέχει τον αριθμό της απόφασης, τη διάταξη που παραβιάστηκε και την ποινή που επιβλήθηκε. Η επίδοση αυτού του εγγράφου έχει τις συνέπειες της επίδοσης αντιγράφου ή αποσπάσματος της απόφασης.”, από τη γενικότητα της διατύπωσής της οποίας συνάγεται ότι δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή της οι επιβαλλόμενες με το άρθρο 473 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠΔ επιδόσεις, σαφώς προκύπτει ότι μπορεί να αποτελέσει εγκύρως αφετηρία της προθεσμίας της εφέσεως και μόνη η επίδοση αποσπάσματος της αποφάσεως, που να περιέχει τα ανωτέρω στοιχεία ήτοι τον αριθμό της αποφάσεως, την παραβιασθείσα διάταξη, η οποία μπορεί να αναφέρεται είτε αριθμητικώς είτε και με τον προσδιοριστικό του εγκλήματος χαρακτηρισμό της, και την ποινή που έχει επιβληθεί, αφού και με την επίδοση αυτή και την γνωστοποίηση των ανωτέρω στοιχείων εξυπηρετούνται πλήρως τα δικονομικά δικαιώματα του καταδικασθέντος κατηγορουμένου.
Τυχόν σφάλματα ή παραδρομές αφορώσες άλλα στοιχεία που αναγράφονται στο επιδιδόμενο απόσπασμα της καταδικαστικής απόφασης, όπως ο χρόνος για τον οποίο ανεστάλη η εκτέλεση της ποινής, δεν ασκούν επιρροή στο κύρος της επίδοσης και στην εξ αυτής έναρξη της προθεσμίας άσκησης ενδίκων μέσων, αφού δεν επιδρούν στον δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων.
Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή δεν προσκρούει ούτε σε συνταγματική, ούτε σε άλλη διασφαλιστική των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου διάταξη, ούτε στις θεσπιζόμενες με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ αρχές της δίκαιης δίκης, αφού ο κατηγορούμενος δεν εμποδίζεται στην πρόσβαση στο δικαστήριο, ούτε στερείται του αναγκαίου χρόνου και ευκολιών, για την προετοιμασία και την άσκηση της εφέσεως και για την εν γένει υπεράσπισή του (ΟλΑΠ 3 και 4/2002).
Συνακολούθως, εφόσον με την έφεση του κατηγορουμένου προβάλλεται ο ισχυρισμός, ότι η επίδοση του αποσπάσματος της καταδικαστικής αποφάσεως ήταν άκυρη λόγω σφαλμάτων που είχαν εμφιλοχωρήσει στο επιδοθέν απόσπασμα, το Εφετείο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει κατ’ ουσίαν τον εν λόγω ισχυρισμό, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας τα τυχόν προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η βασιμότητα του ισχυρισμού του, και να τον κάνει δεκτό ή τον απορρίψει ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένα, διαφορετικά, όπως προεκτέθηκε, ιδρύεται ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (βλ. ΟλΑΠ 2/2014).
Η απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να περιλαμβάνει και τη μνεία των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη το δικαστήριο για το σχηματισμό της απορριπτικής κρίσεώς του, που αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να χρειάζεται να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα ούτε να είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, αλλά είναι αναγκαίο να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠοινΔ, και όχι μόνο ορισμένα από αυτά επιλεκτικώς.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη, υπ’ αριθ. ΑΤ 1559/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως από αυτήν προκύπτει, απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η έφεση με αριθμό εκθέσεως 3280/07-03-2018 του ήδη αναιρεσείοντος – κατηγορουμένους, κατά της υπ’ αριθμ. 38613/06-04-2016 απόφασης του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία, καταδικάστηκε ερήμην σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για ένα έτος και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για την πράξη της αυθαίρετης δόμησης.
Από την ανωτέρω έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της ασκήσεώς της, είχε προβάλει ακυρότητα της επιδόσεως της άνω εκκαλούμενης αποφάσεως, ισχυριζομένος, ότι “…η επενεχθείσα στις 18/01/2018 επίδοση σ’ αυτόν επίσημου αποσπάσματος της έκθεσης πρακτικών με την εκκαλουμένη, που επικαλείται και προσκομίζει συνημμένα, τυγχάνει άκυρη καθόσον το προσβαλλόμενο κοινοποιηθέν απόσπασμα πάσχει ακυρότητας, τυγχάνει ελαττωματικό και ανυπόστατο, λόγω της μη ταύτισής του με τα συγκοινοποιηθέντα πρακτικά και εκκαλουμένη απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως προς το ουσιώδες τμήμα του διατακτικού, που αφορά την χρονική διάρκεια της αναστολής εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής φυλάκισής μου και δη στο μεν απόσπασμα αναγράφεται ότι αναστέλλεται για μια τριετία, ενώ στα συγκοινοποιηθέντα πρακτικά και εκκαλουμένη αναγράφεται ότι αναστέλλεται για ένα έτος, μη παράγουσα για τους λόγους αυτούς η εν λόγω επίδοση ουδεμία έννομη συνέπεια.”
Το πιο πάνω Δικαστήριο (Τριμελές Πλημμελειοδικείο) έκρινε την προμνημονευόμενη έφεσή της ως εκπρόθεσμη και την απέρριψε για το λόγο αυτό με την ακόλουθη αιτιολογία “Επειδή η πρωτόδικη απόφαση κοινοποιήθηκε στον εγκαλούντα την 18.01.2018 ενώ η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε την 7.03.2018 δηλαδή εκπρόθεσμα. Επειδή τα αναφερόμενα στο εφετήριο σχετικά με τις πλημμέλειες της κοινοποιηθείσας πρωτόδικης απόφασης ουδεμία επιρροή ασκούν στο γεγονός της εκπρόθεσμης άσκησης της έφεσης ούτε δικαιολογούν αυτό.
Για τους λόγους αυτούς η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της.”.
Ωστόσο, η προπαρατεθείσα αιτιολογία δεν είναι η επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αφού δεν μνημονεύονται σ’ αυτήν, όπως θα έπρεπε τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπόψη το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην απορριπτική του κρίση, μολονότι, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν “η από 7-3-2018 με αριθμό 3280 έκθεση έφεσης του εκαλλούντος κατηγορουμένου κατά της υπ’ αριθμ. 38613/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών” και “το από 18-1-2018 αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως προς τον κατηγορούμενο του αστυφύλακα Α.Τ. …., Σ. Ι.”. Επομένως, είναι βάσιμος ο μοναδικός, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο του εγκλήματος εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 370 εδ. β και 511 γ του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ’ αυτή ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠοινΔ.
Όταν όμως, όπως εν προκειμένω, η απόφαση που αναιρείται απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη, τότε ο Άρειος Πάγος δεν παύει οριστικώς την ποινική δίωξη, παρότι παρήλθε οκταετία από την τέλεση της πράξεως, που φέρεται ότι έλαβε χώρα στις 21-10-2010, αλλά παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, προκειμένου εκείνο, στην περίπτωση που κρίνει την έφεση ως εμπρόθεσμη και παραδεκτώς ασκηθείσα, οπότε η πρωτόδικη δεν κατέστη αμετάκλητη και μπορεί να συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής, να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον συμπληρώθηκε ο πιο πάνω χρόνος παραγραφής και το αξιόποινο εξαλείφθηκε (ΑΠ 325/2011).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει κατά παραδοχή του σχετικού λόγου αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως”. (areiospagos.gr)