Άρειος Πάγος 400/2020
Νόμος «Κατσέλη» – Έννοια του δόλου – Απατηλή συμπεριφορά εκ μέρους οφειλέτη – Απόκρυψη πραγματικής οικονομικής κατάστασης – Στοιχειοθέτηση της ένστασης δολιότητας
Αριθμός 400/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χοϊμέ, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Μαρία Τζανακάκη και Ουρανία Παπαδάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 6 Δεκεμβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ΝΠΔΔ με την επωνυμία “ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Μαρία Γεωργιάδη, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Φ. Δ. του Α. και 2) Κ. Α. του Σ., συζ. Φ. Δ., κατοίκων … οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ……………
Κοινοποιουμένη η αναίρεση στις: 1) Ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΕ”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΑΤΕ” (πρώην “Τ.Τ. HELLENIC POSTBANK” – πρώην “ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΤΕ”), που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) ανώνυμη εταιρεία παροχής πιστώσεων με την επωνυμία “HELLENIC POST CREDIT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα και 4) ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ”, που εδρεύει στην… και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ………., ενώ οι 2η, 3η και 4η δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 19-7-2013 (αρ. εκθ. κατ. 1157 και 1158/2013) αιτήσεις των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Πατρών και συνεκδικάστηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 644/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 176/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 20-9-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ουρανία Παπαδάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της 1ης προς κοινοποίηση διαδίκου ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την έννοια του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης, κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ή, αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπομένου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για συζήτηση, δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί (ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 1545/2017, ΑΠ 242/2015).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τις υπ’ αριθμ. …/7-12-2018, …/7-12-2018 και …7-12-2018 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου της Αθήνας Δ. Κ., που επικαλείται και προσκομίζει το αναιρεσείον Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου το οποίο επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση από 20-9-2018 και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης 385/2018, αίτησης αναιρέσεως, με την κάτω από αυτή πράξη ορισμού δικασίμου για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης, επιδόθηκε νόμιμα κι εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 769 εδ. β’ και 762 ΚΠολΔικ, στις καθών η κοινοποίηση: α) ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ A.T.E.”, β) ανώνυμη εταιρεία παροχής πιστώσεων με την επωνυμία “HELLENIC POST CREDIT AE ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ” και γ) ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ”, αντίστοιχα.
Συνεπώς, εφόσον αυτές δεν εμφανίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, εκπροσωπούμενες από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία τους. Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να ερευνηθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, όπως αυτό διαμορφώθηκε με το άρθρο 85 στ. Α’ εδ. 1 του Ν. 3996/2011 και το άρθρο 20 παρ. 15 του Ν. 4019/2011 (για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων), “φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο, την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4,γ ια τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και την απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής”. Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του Ν. 3869/2010, είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών του. Ο νόμος 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου, από την γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου, ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 330 του Α.Κ., με την οποία ορίζεται ότι “ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίσθηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές”. Η παραπάνω διάταξη παρέχει γενικό ορισμό της έννοιας του πταίσματος, έχει δε εφαρμογή, τόσο στις συμβάσεις, όσο και στις αδικοπραξίες, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, όπου γίνεται λόγος για υπαιτιότητα. Η ίδια διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ, όμως, δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ., που ορίζει ότι: “Με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης, όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται”. Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει τον δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε, ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που “θέλει” την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως, ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξεώς του και παρά ταύτα, δεν εγκαταλείπει την πράξη του. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεώς του και το “αποδέχεται” (Ολ.ΑΠ 4/2010, Ολ.ΑΠ 8/2005, ΑΠ 297/2007). Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία, που ξεπερνά τα πλαίσια της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή (ΑΠ 677/2010). Δόλο κατά συνέπεια, συνιστά η περίπτωση εκείνη του δράστη κατά την οποία επιδοκιμάζει, δηλαδή προβλέπει, το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και τελικά το αποδέχεται. Ο δόλος σχετίζεται και αφορά πάντα πράξη και αυτή, θα είναι η απαγορευμένη από το δίκαιο στον δράστη αθέτηση ενοχικής υποχρεώσεως, ή γενικότερα αδικοπραξία κ.λπ. Μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων του δόλου, είναι και η πρόβλεψη του δράστη, ότι η συμπεριφορά του θα προκαλέσει καθυστέρηση στην εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του ή θα προκαλέσει το γεγονός της αδυναμίας παροχής του, συνείδηση, δηλαδή του δράστη για τον κίνδυνο επελεύσεως των αποτελεσμάτων αυτών. Για τα ανωτέρω αρκεί και απαιτείται η πρόβλεψη και η αποδοχή του παρανόμου αποτελέσματος σε γενικές γραμμές και κατά τα γενικά ουσιώδη γνωρίσματά του. Η ακριβής έκταση της ζημίας, οι λεπτομέρειες ή οι ιδιότητες του προσβαλλόμενου αγαθού και οι λοιπές περιστάσεις που καθορίζουν το μέγεθος της προσβολής, δεν απαιτείται να προβλέπονται σαφώς τουλάχιστον στον βαθμό που δεν ανάγονται από το νόμο σε κρίσιμα για την ύπαρξη της ευθύνης περιστατικά. Στην περίπτωση του Ν. 3869/2010, ο νόμος χρησιμοποιεί την έννοια του δόλου και την συνδέει με μια πραγματική κατάσταση, που είναι η μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών. Περαιτέρω από την διατύπωση της παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 3869/2010, προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην “περιέλευση” του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει, τόσον κατά τον χρόνο αναλήψεως της οφειλής, όσον και κατά τον χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνο, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του, με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως, είτε γνώριζε, κατά την ανάληψη των χρεών, ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Επομένως η συνεπεία του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανισθεί μετά την ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος γνωρίζει ότι, ενόψει των εισοδημάτων του και των εν γένει αναγκών του, δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχομένου δόλου συντρέχει, όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων, την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο, ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, σε μία δανειακή σύμβαση υφίσταται κατ’ ουσίαν αποδοχή από τον δανειολήπτη της προβλεπόμενης αδυναμίας του να αποπληρώσει το ειλημμένο δάνειο, όταν έχοντας γνώση της πρόδηλης αναντιστοιχίας των εισοδημάτων του προς τις οφειλές, την αποπληρωμή των οποίων με ιδία πρωτοβουλία αναλαμβάνει και σταθμίζοντας την διακινδύνευση των οικονομικών συμφερόντων, τόσο του ίδιου, όσο και του πιστωτή του, με το επιδιωκόμενο όφελος, το οποίο θα καρπωθεί, εφόσον πραγματοποιηθεί ο κίνδυνος, προβαίνει στη σύναψη της σχετικής δανειακής συμβάσεως, επειδή κρίνει ότι η σκοπούμενη γι’ αυτόν ωφέλεια από την χρήση των δανειακών κεφαλαίων σαφώς υπερέχει των συνεπειών που επαπειλούνται από την επέλευση του κινδύνου. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για την συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος, όπως επίσης και η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη, στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του, περιορίζεται στην πρόθεση του οφειλέτη και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη από την πλευρά των τελευταίων να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα το νόμου. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών (ΑΠ 286/2017, ΑΠ 153/2017, ΑΠ 65/2017).
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου 1 του ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης Δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι’ αυτό παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων, που τον θεμελιώνουν και να τον αποδείξει (ΑΠ 1446/2018, ΑΠ 286/2017, ΑΠ 65/2017, ΑΠ 153/2017). Ο δόλος αποτελεί αόριστη νομική έννοια και, άρα, ελέγχεται αναιρετικά η απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας για το αν τα περιστατικά που έγιναν ανελέγκτως δεκτά απ’ αυτό υπάγονται ή όχι στη νομική έννοια του δόλου (ΑΠ 1299/2015), ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ (ή του άρθρου 560 αριθμ. 1 και 6 του ίδιου Κώδικα). Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., αντίστοιχη της διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται μετά από έφεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (Ολ.ΑΠ 4/2005), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή η οποία υπάρχει όταν εφαρμόζεται κανόνας ουσιαστικού δικαίου αν και δεν υπάρχουν οι πραγματικές προυποθέσεις του, ή στην αντίθετη περίπτωση όταν δεν εφαρμόζεται κανόνας ουσιαστικού δικαίου ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις του, σύμφωνα με όσα ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας (Ολ.ΑΠ 1/2013, Ολ.ΑΠ 3/2014, Ολ.ΑΠ 8/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που επιτρεπτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του ερευνώμενου αναιρετικού λόγου (άρθρο 561 αρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτει, ότι με τις από 19-7-2013 αιτήσεις τους ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πατρών, οι αναιρεσίβλητοι σύζυγοι ζήτησαν, επικαλούμενοι έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών αυτών προς τις διαλαμβανόμενες στην αίτηση πιστώτριές τους, αφενός τη ρύθμιση των χρεών αυτών, κατά το Ν. 3869/2010, προς το σκοπό της απαλλαγής τους απ’ αυτά και αφετέρου, την εξαίρεση από την εκποίηση του ακινήτου της δεύτερης αιτούσας που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία τους, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που αυτοί υπέβαλαν, αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και η οικογενειακή τους κατάσταση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Ειρηνοδικείο Πατρών), με τη με αριθμό 644/2017 οριστική απόφασή του, συνεκδίκασε τις αιτήσεις, και αφού έκρινε απορριπτέα ως αόριστη την προβληθείσα από το ήδη αναιρεσείον ένσταση δόλιας περιέλευσης των αιτούντων και ήδη αναιρεσιβλήτων ένσταση δόλιας περιέλευσής τους σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής τις έκανε δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες, ρύθμισε τα χρέη των αιτούντων και εξαίρεσε την πρώτη κατοικία της αιτούσας από την εκποίηση. Κατά της απόφασης αυτής, το εκκαλούν και νυν αναιρεσείον νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ”, άσκησε έφεση, ζητώντας την εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της παραπάνω απόφασης, ώστε ν’ απορριφθούν οι από 19-4-2013 αιτήσεις. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 176/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, η οποία απέρριψε την έφεση.
Ειδικότερα, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, δικάσαν ως Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 176/2018 απόφασή του δέχθηκε, μεταξύ άλλων, αναφορικά με το περιεχόμενο των ένδικων αιτήσεων και της προβληθείσας από το καθού η αίτηση – εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. ένστασης περί δόλιας περιέλευσης των αιτούντων σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των οφειλών τους, τα ακόλουθα: “Οι αιτούντες – σύζυγοι και ήδη εφεσίβλητοι, με τις από 19-07-2013 αιτήσεις τους, επικαλούμενοι αφενός έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και αφετέρου μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους προς τους μετέχοντες στην ανοιγείσα δίκη πιστωτές τους, στους οποίους περιλαμβάνεται και το εκκαλούν, ζήτησαν τη ρύθμιση του συνολικού χρέους τους κατά τις διατάξεις του Ν. 3869/2010 και επιπλέον η δεύτερη αιτούσα την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υπέβαλαν, λαμβανομένης υπόψη της περιουσιακής και της οικογενειακής τους κατάστασης. Επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 644/2017 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία συνεκδίκασε τις αιτήσεις και, αφού τις έκρινε ορισμένες και νόμιμες, τις έκανε δεκτές και, ως ουσιαστικά βάσιμες, ήρε την παρακράτηση από τους καθ’ ων πιστωτές κάθε ποσού από τη σύνταξη που λαμβάνει έκαστος των αιτούντων, καθόρισε την επί πενταετία υποχρέωση του αιτούντος για μηνιαίες καταβολές των οφειλών του προς τις μετέχουσες στην ανοιγείσα δίκη πιστώτριές του, στα ποσά που διαλαμβάνονται στο διατακτικό αυτής, της πενταετίας αυτής αρχομένης από τον επόμενο μήνα από τη δημοσίευση της απόφασης, καθόρισε την επί πενταετία υποχρέωση της αιτούσας για μηνιαίες καταβολές των οφειλών της προς τις μετέχουσες στην ανοιγείσα δίκη πιστώτριές της, στα ποσά που διαλαμβάνονται στο διατακτικό αυτής, της πενταετίας αυτής αρχομένης από τον επόμενο μήνα από τη δημοσίευση της απόφασης, εξαίρεσε την εκποίηση της κύριας κατοικίας της αιτούσας, ήτοι του υπό στοιχεία Α-1 διαμερίσματος – οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου ορόφου οικοδομής που είναι κτισμένη επί οικοπέδου 130,054 τ.μ., στον οικισμό … του Δήμου Πατρέων, το οποίο διαμέρισμα έχει επιφάνεια 95,37 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας 468,27/1.000 αδιαίρετα, της επέβαλε την υποχρέωση να καταβάλει στους καθ’ ων πιστωτές της για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της τα ποσά που διαλαμβάνονται στο διατακτικό αυτής και εξαίρεσε όλα τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία των αιτούντων από τη ρευστοποίηση για την ικανοποίηση των καθ’ ων πιστωτών τους. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν με την υπό κρίση έφεσή του, με την οποία ζητεί να ακυρωθεί και να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 644/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών, ώστε να απορριφθούν οι από 19-07-2013 αιτήσεις, ισχυριζόμενο ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσής του… Περαιτέρω, το εκκαλούν προέβαλε πρωτοδίκως και επαναπροβάλλει με τον πρώτο λόγο της έφεσής του τον ισχυρισμό, ότι οι αιτούντες και ήδη εφεσίβλητοι δολίως περιήλθαν σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών των οφειλών τους, αφού γνώριζαν κατά την ανάληψη των δανειακών υποχρεώσεών τους ότι αδυνατούν να τις εκπληρώσουν με βάση τις οικονομικές τους δυνάμεις. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, που αποτελεί ένσταση, τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος. Τούτο δε, διότι μόνη η επίκληση από τον πιστωτή της εκ μέρους των οφειλετών ανάληψης υπερβολικών οικονομικών υποχρεώσεων, δια του δανεισμού τους, έστω και εν γνώσει της αδυναμίας τους να τις αποπληρώσουν, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του πραγματικού της ένστασης δόλου, αλλά απαιτείται να αναφέρονται συγκεκριμένες ενέργειες των οφειλετών με στόχο την απόκρυψη της πραγματικής οικονομικής κατάστασης και των υποχρεώσεών τους και τη συνέχιση ανάληψης υποχρεώσεων εκ μέρους τους, ενέργειες, όμως, που στην προκειμένη περίπτωση δεν μνημονεύονται… Ομοίως αποφανθέν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, γι’ αυτό τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από το εκκαλούν τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα…”. Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ”, με τον μοναδικό λόγο της από 20-9-2018 αναίρεσης, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση, την πλημμέλεια εκ του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, με την αιτίαση, ότι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, με την πληττόμενη απόφασή του εσφαλμένα ερμήνευσε κι εφήρμοσε την έννοια του δόλου, του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α’ ν.3869/2010 σε συνδ. και με το άρθρο 330 ΑΚ, παραβιάζοντας έτσι ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή τις παραπάνω διατάξεις, καθόσον απέρριψε ως αόριστη, την παραδεκτώς προβληθείσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφερθείσα νομίμως με αυτοτελή λόγο έφεσης ένστασή του περί δόλιας περιέλευσης των αιτούντων και ήδη αναιρεσιβλήτων σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των δανειακών τους υποχρεώσεων, αξιώνοντας περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 και περιορίζοντας εσφαλμένα το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως σε περιπτώσεις απατηλής συμπεριφοράς εκ μέρους του οφειλέτη (δηλ. άμεσου δόλου) ενώ για την παραδοχή της ως άνω ένστασης αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. Ειδικότερα δε, το δικάσαν ως Εφετείο Μονομελές Πρωτοδικείο, απέρριψε ως αόριστο τον ως άνω ισχυρισμό του, δεχόμενο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων ότι μόνη η επίκληση από τον πιστωτή της εκ μέρους των οφειλετών ανάληψης υπερβολικών οικονομικών υποχρεώσεων, δια του δανεισμού τους, έστω και εν γνώσει της αδυναμίας τους να τις αποπληρώσουν, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του πραγματικού της ένστασης δόλου, αλλά απαιτείται να αναφέρονται συγκεκριμένες ενέργειες των οφειλετών με στόχο την απόκρυψη της πραγματικής οικονομικής κατάστασης και των υποχρεώσεών τους και τη συνέχιση ανάληψης υποχρεώσεων εκ μέρους τους, ενέργειες, όμως, που στην προκειμένη περίπτωση δεν μνημονεύονται και συνεπώς ότι ομοίως αποφανθέν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, γι’ αυτό τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από το εκκαλούν τυγχάνουν απορριπτέα.
Έτσι που έκρινε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και ειδικότερα με το να απορρίψει ως αόριστη την ως άνω ένσταση δεχόμενο αφ’ ενός μεν ότι δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας του δόλου του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 3869/2010 η επίκληση από τον πιστωτή της εκ μέρους των οφειλετών ανάληψης υπερβολικών οικονομικών υποχρεώσεων, διά του δανεισμού τους, έστω και εν γνώσει της αδυναμίας τους να τις αποπληρώσουν, αφ’ ετέρου δε με το να απαιτήσει προς τούτο ως πρόσθετο στοιχείο την αναφορά συγκεκριμένων ενεργειών τους που αποσκοπούσαν στην απόκρυψη της πραγματικής οικονομικής κατάστασης και των υποχρεώσεών τους και τη συνέχιση ανάληψης οικονομικών υποχρεώσεων εκ μέρους τους αξίωσε περισσότερα στοιχεία από αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη στοιχειοθέτηση της ένστασης δολιότητας του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, όπως βασίμως ισχυρίζεται το αναιρεσείον με το μοναδικό λόγο αναίρεσης. Κατά τα λοιπά ο λόγος αυτός της αναίρεσης κατά το μέρος που προβάλλονται αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, τον συσχετισμό και την ανάλυση αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα οποία στήριξε το παραπάνω αποδεικτικό του πόρισμα, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελιώσεώς του, στην διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., όπως εκτιμάται, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ.), με επαναξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που δεν επιτρέπεται, έστω και αν το δικαστήριο, με την εκτίμησή τους, κατέληξε σε εσφαλμένη περί τα πράγματα κρίση. Κατά συνέπεια γενομένου δεκτού του λόγου αναίρεσης από το άρθρο 560 αριθμ. 1 εδ. α’ του Κ.Πολ.Δικ, κατά το μέρος που αφορά την εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή από την αναιρεσιβαλλόμενη των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α’ ν. 3869/2010, σε συνδυασμό και με το άρθρο 330 ΑΚ, ως προς την έννοια του δόλου, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔικ). Διάταξη περί επιστροφής παραβόλου δεν ορίζεται διότι το αναιρεσείον ως Ν.Π.Δ.Δ. δεν υποχρεούται στην καταβολή παράβολου. Επίσης δεν ορίζεται και διάταξη δικαστικής δαπάνης, έστω και εάν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 εδ. β’ Ν. 3869/2010), διότι η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου, δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου 746 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 εδ. β’ του Ν. 3869/2010, κατά την οποία, “…δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται…” και το οποίο εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 286/2017, ΑΠ 65/2017, ΑΠ 951/2015).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 176/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που δίκασε ως Εφετείο. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο παραπάνω Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο Δικαστή, εκτός αυτού που εξέδωσε την ως άνω απόφαση.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
https://www.taxheaven.gr/circulars/35028/areios-pagos-400-2020