Η οποία συρρέει φαινομενικά όταν ακολουθεί την ενέργεια της πλαστογραφίας και απορροφάται από αυτή
Με την απόφαση 642/2020 του Αρείου Πάγου (Τμήμα Β Ποινικό Διακοπών) κρίθηκε ότι η χρήση πλαστού εγγράφου, κατά το άρθρο 216 του νέου Ποινικού Κώδικα δεν αποτελεί πλέον επιβαρυντική περίσταση, αλλά αυτοτελή πράξη, η οποία συρρέει φαινομενικά όταν ακολουθεί την ενέργεια της πλαστογραφίας και απορροφάται από αυτή.
Απόσπασμα απόφασης
Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του Π.Κ., πριν την κύρωση του Νέου Π.Κ. με τον ν.4619/2019 που ισχύει από 1-7-2019, οριζόταν ότι “όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση.”
Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του εγγράφου, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπό του υπαιτίου να παραπλανήσει με την χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι το γεγονός που είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή εννόμου σχέσεως. Δεν απαιτείται να λάβει πραγματική γνώση ο τρίτος στον οποίο απευθύνεται, ούτε να παραπλανηθεί αυτός. Η χρήση του εγγράφου από τον υπαίτιο της καταρτίσεως ή της νοθεύσεως θεωρείτο επιβαρυντική περίσταση.
Ήδη με τον Νέο Π.Κ. (παρ.1 “όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή”, παρ.2 “με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο” και παρ.3 “αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων -των παρ.1, 2- σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη και με χρηματική ποινή”) παραμένει μεν η ως άνω τυποποίηση των πράξεων της κατάρτισης πλαστού εγγράφου και της νόθευσης του γνησίου εγγράφου, όμως, πλέον, το μεν, η χρήση του πλαστού εγγράφου δεν αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, αλλά αυτοτελή πράξη, η οποία συρρέει φαινομενικά όταν ακολουθεί την ενέργεια της πλαστογραφίας και απορροφάται από αυτή, το δε για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής πλαστογραφίας απαιτείται μόνον η ύπαρξη συνολικού οφέλους και αντίστοιχης συνολικής ζημίας που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ, ενώ καταργήθηκε η αναφορά στην “κατά συνήθεια” τέλεση του εγκλήματος, με αποτέλεσμα, αν ελλείπουν τα ανωτέρω στοιχεία, να μην συντρέχουν τα στοιχεία του κακουργήματος και να καθίσταται πλημμεληματική η πράξη της πλαστογραφίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 386 του ισχύοντα από 1-7-2019 νέου Π.Κ., “όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή.
Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Τέλος, κατά το άρθρο 405 Π.Κ., για την ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων αξιόποινων πράξεων και του εγκλήματος που ενδιαφέρει εν προκειμένω της απάτης, απαιτείται έγκληση, ενώ κατ’ άρθρο 464 του ιδίου Κώδικα “εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα κώδικα, ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδο τους.”
Η διάταξη αυτή που απαιτεί πλέον την υποβολή έγκλησης για αξιόποινη πράξη που πριν διωκόταν αυτεπαγγέλτως, συνιστά αναμφισβήτητα επιεικέστερο νόμο κατά την προδιαληφθείσα έννοια του άρθρου 2 παρ.1 Π.Κ., το οποίο εφαρμόζεται αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, κατ’ άρθρο 511 Π.Κ., συντρεχόντων των νόμιμων όρων της διάταξης αυτής (Α.Π.1885/2019).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr