Τριετή αναστολή των οφειλών και πάγωμα των μηνιαίων καταβολών αποφάσισε το Ειρηνοδικείο Αθηνών, κάνοντας δεκτή προσφυγή λόγω της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης.
Ο σύζυγός της είχε συγκεντρώσει όλες τις οφειλές ύψους περίπου 23.000 ευρώ σε δάνειο σε μία τράπεζα, βάζοντας συνοφειλέτρια τη γυναίκα του που δεν εργαζόταν. Κατέβαλε τη μηνιαία δόση του νέου δανείου, μέχρι τη στιγμή που ξαφνικά απεβίωσε.
Τότε, η γυναίκα του άρχισε να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις δόσεις, με αποτέλεσμα η οφειλή να καταστεί ληξιπρόθεσμη. Η προσφεύγουσα στο Ειρηνοδικείο, έγγαμη πριν το θάνατο του συζύγου της απέκτησε δύο ενήλικα τέκνα κατά το χρόνο συζήτησης της προσφυγής, με τα οποία συνοικεί.
«Η αιτούσα ουδέποτε εργαζόταν, ούσα επιφορτισμένη με την ανατροφή και επιμέλεια των τέκνων της, τα οικογενειακά εισοδήματά της εξαντλούνταν στις αποδοχές του συζύγου της από τη μισθωτή εργασία της» αναφέρεται στην απόφαση.
Προστίθεται, δε, πως κατά την χρόνο ανάληψης της οφειλής, οι αποδοχές του συζύγου της κάλυπταν το ποσό που προβλεπόταν. Ωστόσο, μετά το θάνατο του συζύγου της λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας, τα εισοδήματα της αιτούσας περιορίστηκαν στα 216,38 ευρώ το μήνα από τη σύνταξη χηρείας που της αναλογούσε. Παράλληλα, η μία από τις κόρες της λάμβανε 419,59 ευρώ μέρος από τη σύνταξη του πατέρα της και το μεγαλύτερο από επιδότηση από το δήμο Αθηναίων.
Ειδικότερα, επισημαίνει το Δικαστήριο, πως η μία κόρη της είναι μακροχρόνια άνεργη, εγγεγραμμένη στα μητρώα του ΟΑΕΔ χωρίς να επιδοτείται. Η δεύτερη από νεαρή ηλικία ήταν διαγνωσμένη με καρκίνο (όγκο εγκεφάλου), που κατέστησε επιβεβλημένη την υποβολή της σε χημειοθεραπείες, ακτινοθεραπείες και φαρμακευτική αγωγή. Για το λόγο αυτό εξάλλου της είχε αναγνωριστεί ποσοστό αναπηρίας 67% από τις αρμόδιες επιτροπές και κρίθηκε ανίκανη για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος.
Η προσφεύγουσα μαζί με τις δύο κόρες της διέμενε σε ενοικιασμένη κατοικία και κατέβαλε 300 ευρώ το μήνα και δεν διέθετε κάποιο άλλο κινητό ή ακίνητο περιουσιακό στοιχείο.
Η ανταπόκριση στην οφειλή έναντι της τράπεζας δεν ήταν δυνατή – σημειώνεται στην απόφαση – «χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η αξιοπρεπής διαβίωση της ίδιας και της οικογένειας της, συνεπεία της ουσιώδους συρρίκνωσης των οικογενειακών εισοδημάτων της, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του συζύγου της, τη συνεπαγόμενη απώλεια των αποδοχών από την εργασία του, το ελάχιστο ποσό στο οποίο ανέρχεται η καταβαλλόμενη προς την ίδια και τη θυγατέρα της σύνταξη χηρείας και την αδυναμία της οφειλέτιδος να εξασφαλίσει σταθερή θέση εργασίας».
Για το λόγο αυτό, το Δικαστήριο αποφάσισε ορισμό μηδενικών καταβολών για τρία χρόνια, ενώ κρίνοντας πως δεν αναμένεται άμεσα σημαντική βελτίωση της δυσμενούς οικονομικής και εισοδηματικής της κατάστασης, δεν προχώρησε σε προσδιορισμό έναρξης μετά την πάροδο της τριετίας καταβολής των μηνιαίων δόσεων.