ΑΡΙΘΜΟΣ 494/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Εκβίαση. Απόπειρα.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 385 παρ.1 στοιχ. γ’ του ισχύοντος κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως (21-3-2019) παλαιού ΠΚ, (η οποία, ως ευμενέστερη της αντίστοιχης διατάξεως του ισχύοντος από 1-7-2019 και εφεξής νέου ΠΚ – Ν.4619/2019, εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ), “όποιος εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη συγκρότηση της μεν αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της εκβιάσεως απαιτείται εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, βλαπτική για την περιουσία του εξαναγκαζομένου ή τρίτου, με βία ή με απειλή, ικανή να αποκλείσει την αυτοπροαίρετη απόφασή του, της δε υποκειμενικής του υπόστασης γνώση του δράστη, ότι με την ασκούμενη βία ή απειλή περιάγεται το παθητικό υποκείμενο σε καταναγκαστική κατάσταση, θέληση του δράστη να εξαναγκάσει τον παθόντα σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία αυτού του ίδιου ή άλλου και επί πλέον σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Ο σκοπός αυτός υπάρχει, όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαιτήσεως, δηλαδή δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντα, καθώς επίσης και όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του μέσου της βίας ή της απειλής προς πραγμάτωση νόμιμης απαιτήσεως αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, εμφανιζόμενη ως άξια μομφής. Ο εξαναγκασμός, ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβιάσεως, έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής, δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο και ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διαθέσεως, με σκοπό να καμφθεί η βούληση του εξαναγκαζομένου και να οδηγηθεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η επαπειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζομένου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, διότι εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθ’ εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή ασκήσεώς τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 ΠΚ Η απειλή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, συναγόμενη από τον τρόπο εκδηλώσεως και τη συμπεριφορά του δράστη, άμεση ή έμμεση, να έχει διατυπωθεί εγγράφως ή προφορικώς και, τέλος, αμέσως από τον δράστη ή μέσω τρίτου προσώπου. Δεν αποκλείεται και μία προειδοποίηση ή σύσταση να περιέχει μία υποκρυπτόμενη απειλή. Είναι δε αδιάφορο, αν αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι και πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήμια συμπεριφορά και έτσι υπάρχει εκβίαση και όταν ο εξαναγκαζόμενος είναι πρόσωπο άλλο από το βλαπτόμενο περιουσιακά, αρκεί ο εξαναγκαζόμενος να μπορεί από τα πράγματα ή από το νόμο να ενεργήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη. Το έγκλημα αυτό είναι δεκτικό απόπειρας, για την ύπαρξη της οποίας απαιτείται, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ, όπως ο δράστης επιχειρήσει πράξη, η οποία περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως αυτού, δηλαδή να προβεί σε ενέργεια, η οποία αποτελεί μέρος της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και οδηγεί κατ’ ευθείαν στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Επομένως, αν η απειλή δεν προκάλεσε στον απειλούμενο φόβο και αυτός δεν ενέδωσε, προβαίνοντας εξαναγκαζόμενος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή ή δεν επέφερε σ’ αυτόν περιουσιακή ζημία, το έγκλημα τη εκβιάσεως δεν είναι τετελεσμένο και η απειλή που ασκήθηκε συνιστά απόπειρα του εγκλήματος αυτού, εφόσον περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του.