Είδος προς απόσυρση τείνουν να καταστούν οι επιταγές στο εμπόριο, η χρήση των οποίων μειώθηκε την προηγούμενη χρονιά και η βασική αιτία δεν συνδέεται φυσικά με τη βελτίωση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, αλλά με τη δυνατότητα για την αναστολή της πληρωμής τους από όσες επιχειρήσεις ανήκουν σε πληττόμενους ΚΑΔ.
Το μέτρο, όπως σχολιάζουν χαρακτηριστικά εκπρόσωποι της αγοράς, ευνοεί όσους έχουν προβλήματα ρευστότητας λόγω της κρίσης και θέλουν να μεταθέσουν την εξόφληση των οφειλών τους, αλλά αποτρέπει ένα σημαντικό τμήμα της αγοράς από την αποδοχή τους ως μέσο πληρωμής.
Με τον τρόπο αυτό «επιτυγχάνεται» η σταδιακή απαξίωση των επιταγών ως τρόπου συναλλαγής και πίστωσης, εξέλιξη που έχει ένα διττό αποτέλεσμα, καθώς από τη μία διευκολύνει όσους αδυνατούν να εξοφλήσουν έγκαιρα τις υποχρεώσεις τους και από την άλλη περιορίζει τη χρήση τους, εξυγιαίνοντας το συναλλακτικό κύκλωμα.
Να σημειωθεί ότι η δυνατότητα για αναστολή της πληρωμής των επιταγών δόθηκε για πρώτη φορά μέσω νομοθετικής παρέμβασης με το ξέσπασμα της κρίσης και συγκεκριμένα για όσες επιταγές είχαν ημερομηνία από τις 30 Μαρτίου μέχρι και τις 31 Μαϊου και για τις οποίες παρατάθηκε για 75 μέρες η λήξη, εμφάνιση και η πληρωμή τους.
Έκτοτε το μέτρο εφαρμόστηκε άλλη μία φορά και συγκεκριμένα το Νοέμβριο με την αναστολή κατά 75 μέρες της λήξης, εμφάνισης και πληρωμής επιταγών, συναλλαγματικών και γραμματίων σε διαταγή που είχαν ημερομηνία πληρωμής από τις 18 Νοεμβρίου έως και τις 7 Δεκεμβρίου. Το υπουργείο Οικονομικών έχει ανακοινώσει την αναστολή για άλλες 75 ημέρες των παραπάνω αξιογράφων που έχουν ημερομηνία εμφάνισης, λήξης ή πληρωμής έως τις 28 Φεβρουαρίου 2021.
Το μέτρο της αναστολής λήξης, εμφάνισης και πληρωμής επιταγών έχει «αποτρέψει» μέχρι σήμερα τη σφράγιση σημαντικού όγκου επιταγών. Έτσι σύμφωνα με τα στοιχεία της «Τειρεσίας» έως και το Δεκέμβριο σφραγίστηκαν συνολικά 7.326 τεμάχια επιταγών, αξίας 96,4 εκατ. ευρώ. Ο αριθμός των επιταγών που σφραγίστηκαν τους μήνες Απρίλιο έως και Αύγουστο ήταν μεταξύ 207 και 685 τεμάχια, με εξαίρεση τον Σεπτέμβριο, μήνα κατά τον οποίο δεν υπήρχε κυβερνητική «πρόβλεψη» και οι επιταγές που σφραγίστηκαν ανήλθαν στα 1.544 τεμάχια, ενώ η αξία τους εκτινάχθηκε στα 23,4 εκατ. ευρώ. Έκτοτε ο αριθμός των σφραγισμένων επιταγών περιορίστηκε και συγκεκριμένα στα 815 τεμάχια τον Οκτώβριο, στα 621 το Νοέμβριο και στα 418 τον Δεκέμβριο, αλλά τα νούμερα είναι παραπλανητικά σε σχέση με το ύψος των πραγματικών αθετήσεων, λόγω του οριζόντιου μέτρου αναστολής.
Εισαγωγές ακάλυπτων επιταγών έτους 2020
Αν και από τις τράπεζες δεν υπάρχουν ασφαλή στοιχεία για την αξία των επιταγών η πληρωμή των οποίων έχει μετατεθεί χρονικά για μεταγενέστερη ημερομηνία, η μείωση των επιταγών που εκκαθαρίζονται μέσω του συστήματος ΔΙΑΣ το 2020 κατά 500 εκατ. τεμάχια (από 2,5 εκατ. σε 3 εκατ. τεμάχια), αποτελεί ένδειξη της τάσης για περιορισμό της χρήσης των επιταγών ως μέσου πληρωμής. Αν και τα στοιχεία της ΔΙΑΣ αντιπροσωπεύουν ένα μέρος μόνο των επιταγών που διακινούνται στο συναλλακτικό κύκλωμα καθώς αφορούν μόνο στην εκκαθάριση των επιταγών μεταξύ διαφορετικών τραπεζών και όχι αυτών που εξοφλούνται στην ίδια τράπεζα, η τάση είναι ενδεικτική.
Να σημειωθεί ότι τα τεμάχια των επιταγών που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά ανήλθαν με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το 2019, στα 5,5 εκατ. (6,4 εκατ. το 2018) και το ύψος των επιταγών που συνολικά ανακυκλώνονται στην ελληνική αγορά έφτασε τα 89 δισ. ευρώ το 2019 (102 δισ. ευρώ το 2018). Για το 2020 δεν υπάρχουν ακόμη διαθέσιμα στοιχεία, αλλά οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι έχει σημειωθεί πτώση.
Σημαντικό μέρος των επιταγών αυτών είναι μεταχρονολογημένες για 3, 6 ή ακόμη και περισσότερους μήνες και συνιστά ουσιαστικά ένα είδος άτυπου δανεισμού ανάλογου μάλιστα με τον επίσημο δανεισμό μέσω τραπεζών.
Εκτός από τις επιχειρήσεις έχουν ήδη προπληρώσει τα εμπορεύματα ή τις πρώτες ύλες στους προμηθευτές τους, όπως οι εισαγωγικές επιχειρήσεις που αγοράζουν τοις μετρητοίς προϊόντα ή πρώτες ύλες από το εξωτερικό, το μέτρο επηρεάζει και τις επιχειρήσεις που προμηθεύουν το εμπόριο με ελληνικά προϊόντα. Οι επιχειρήσεις αυτές πληρώνονται κατά κανόνα με μεταχρονολογημένες επιταγές και η μετάθεση της λήξης αυτών των επιταγών, επεκτείνει την πίστωση των 3 ή 6 μηνών, που παρέχουν στους εμπόρους κατά 2,5 ακόμα μήνες.