Τα κράτη που έχουν προνομιακό φορολογικό καθεστώς προσδιόρισε πρόσφατα η ΑΑΔΕ
Με απόφασή της τον προηγούμενο μήνα, η ΑΑΔΕ καθόρισε τα κράτη που έχουν προνομιακό φορολογικό καθεστώς. Σύμφωνα με αυτή, ένα κράτος θεωρείται ότι έχει θεσπίσει προνομιακό καθεστώς όταν δεν επιβάλλει φορολόγηση ή όταν ο ισχύων συντελεστής φόρου είναι ίσος ή κατώτερος από το 60% του εφαρμοστέου συντελεστή βάσει την ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας. Σε σύγκριση με τα καθεστώτα που χαρακτηρίστηκαν προνομιακά για το 2018, παρατηρείται ότι δεν υπήρχαν αξιοσημείωτες μεταβολές καθώς μόνο το Ομάν και οι Σεϋχέλλες αφαιρέθηκαν από την σχετική λίστα. Έτσι, κράτη όπως η Κύπρος, η Ιρλανδία, το Λιχτενστάιν και η Σαουδική Αραβία εξακολουθούν να θεωρούνται ότι αποτελούν προνομιακά φορολογικά καθεστώτα.
Ειδικότερα, τα 40 κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς για το 2019 είναι τα ακόλουθα:
- Άγιος Ευστάθιος
- Αλβανία
- Ανγκουίλα
- Ανδόρα
- Βανουάτου
- Βερμούδες
- Βόρεια Μακεδονία
- Βοσνία -Ερζεγοβίνη
- Βουλγαρία
- Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι
- Γιβραλτάρ
- Γκέρνσεϋ
- Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα
- Ιορδανία
- Ιρλανδία
- Κατάρ
- Κόσοβο
- Κύπρος
- Λίχτενσταϊν
- Μακάο
- Μαλδίβες
- Μαυροβούνιο
- Μολδαβία
- Μονακό
- Μονσεράτ
- Μπαχάμες
- Μπαχρέϊν
- Μπελίζ
- Μποναίρ
- Ναουρού
- Νήσοι Κέϋμαν
- Νήσοι Μάρσαλ
- Νήσοι Τέρκς και Κάϊκος
- Νήσος του Μάν
- Ουγγαρία
- Ουζμπεκιστάν
- Παραγουάη
- Σαουδική Αραβία
- Σρι-Λάνκα
- Τζέρσεϋ
Ο προσδιορισμός των προνομιακών καθεστώτων είναι κρίσιμος για σημαντικά φορολογικά ζητήματα που απασχολούν τις επιχειρήσεις
Ενδεικτικά αναφέρεται το ζήτημα της έκπτωσης δαπανών καθώς οι δαπάνες που καταβάλλονται προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που έχουν την φορολογική τους κατοικία σε χώρα με προνομιακό καθεστώς κατά κανόνα δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά τους εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει ότι αφορούν πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών με σκοπό τη φοροαποφυγή. Αντιθέτως, εκπίπτουν οι δαπάνες που καταβάλλονται σε φορολογικό κάτοικο κράτους – μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., το οποίο χαρακτηρίζεται με βάση τις ίδιες διατάξεις ως κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς. Ο σχετικός κατάλογος θα πρέπει να δημοσιεύεται μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου κάθε έτους. Στα πλαίσια αυτά, προκαλεί προβληματισμό στις επιχειρήσεις το γεγονός ότι δεν υπάρχει ακόμα κάποια πληροφόρηση για τον χαρακτηρισμό των προνομιακών καθεστώτων τόσο για το 2020 όσο και για το 2021.
Απόδειξη από τον φορολογούμενο ότι η συναλλαγή με προνομιακά καθεστώτα δεν έχουν σκοπό την φοροαποφυγή
Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί κατά τον φορολογικό έλεγχο ότι οι υπόψη συναλλαγές είναι πραγματικές και συνήθεις και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών με σκοπό την φοροαποφυγή, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι αυτές πραγματικά έχουν λάβει χώρα και ότι έχουν αποφέρει πραγματικό οικονομικό όφελος στην ελεγχόμενη επιχείρηση που πραγματοποίησε τις σχετικές δαπάνες. Οι φορολογούμενοι που συναλλάσσονται με προνομιακά φορολογικά καθεστώτα θα πρέπει να συγκεντρώνουν διάφορα στοιχεία προς επίδειξη στις φορολογικές αρχές σε ενδεχόμενο έλεγχο: ύπαρξη εμπορικής συμφωνίας ή σύμβασης έργου, καταβολή του τιμήματος αγοράς σε τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου, η αλλοδαπή εταιρεία να πραγματοποιεί ουσιαστική επιχειρηματική δραστηριότητα στη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένη. Είναι βέβαια δεκτή η αγορά προϊόντων ή πρώτων υλών από μη συνεργάσιμο ή προνομιακό φορολογικό καθεστώς κράτος (π.χ. Μαλαισία, κ.λπ.) λόγω μη παραγωγής τους σε άλλες χώρες. Επίσης, εκπίπτουν δαπάνες για υπηρεσίες εφόσον βάσει των δεδομένων της κοινής πείρας και των συναλλακτικών ηθών συνήθως παρέχονται από εταιρείες σε τέτοια κράτη (π.χ. υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς από ναυτιλιακές εταιρίες του Παναμά) (ΠΟΛ 1197/2016).
Διευκρινίσεις για τον κανόνα περιορισμού έκπτωσης των τόκων
Το υπερβαίνον κόστος δανεισμού εκπίπτει και μόνο έως ποσοστό 30% των κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) του φορολογουμένου. Για τον υπολογισμό του EBITDA, λαμβάνονται υπόψη τα φορολογητέα κέρδη που αναγράφονται στον έντυπο Ν, αφού συναθροιστούν οι δαπάνες τόκων και αποσβέσεων και αφαιρεθούν τα έσοδα από τόκους. Επισημαίνεται ότι κατά τον υπολογισμό τόσο του υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού όσο και του EBITDA λαμβάνονται υπόψη και οι συναλλαγές του νομικού προσώπου με άλλα πρόσωπα του ίδιου ομίλου. Κατ’ εξαίρεση, αναγνωρίζεται στο φορολογούμενο το δικαίωμα έκπτωσης του υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού μέχρι του ποσού των 3 εκατ. ευρώ. Όταν το υπερβαίνον κόστος δανεισμού αντιστοιχεί σε ποσό μεγαλύτερο του ορίου αυτού, εκπίπτει το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ του ορίου των 3 εκατ. ευρώ και του 30% του EBITDA, ενώ στις περιπτώσεις που το υπερβαίνον κόστος δανεισμού είναι μέχρι 3 εκ. ευρώ, αυτό εκπίπτει στο σύνολό του. Προηγουμένως, η δυνατότητα πλήρους έκπτωσης τόκων υφίστατο μόνο εφόσον το ποσό των εγγεγραμμένων στα βιβλία καθαρών δαπανών τόκων δεν υπερέβαινε το όριο των 3 εκατ. Το υπερβαίνον κόστος δανεισμού που δεν μπορεί να εκπέσει κατά το τρέχον φορολογικό έτος μεταφέρεται στα επόμενα φορολογικά έτη χωρίς χρονικό περιορισμό (Ε 2004/2021).
Η Ιταλία έχει θεσπίσει φόρο ψηφιακών υπηρεσιών (Digital Service Tax)
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το σχετικό νόμο, επιχειρήσεις που έχουν σύνολο εσόδων άνω των 750 εκ. ευρώ και το σύνολο των εσόδων τους από συγκεκριμένα είδη ψηφιακών υπηρεσιών ξεπερνά τα 5,5 εκατ. ευρώ υπόκεινται σε φόρο ψηφιακών υπηρεσιών. Ο φόρος υπολογίζεται επί των ακαθάριστων εσόδων που προέρχονται από τις ψηφιακές υπηρεσίες που βρίσκονται εντός του πεδίου εφαρμογής ενώ ο σχετικός συντελεστής ανέρχεται σε 3%. Ως ψηφιακές υπηρεσίες για τους σκοπούς του ιταλικού νόμου νοούνται ενδεικτικά τα προγράμματα Η/Υ, οι εφαρμογές, τα βίντεο και η μουσική ανεξάρτητα από τον τρόπο μετάδοσής τους ενώ σε φορολόγηση υπόκεινται μόνο οι ψηφιακές υπηρεσίες που παρέχονται σε χρήστες των οποίων οι συσκευές βρίσκονται εντός Ιταλίας.