ΑΡΙΘΜΟΣ 562/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Εκούσια αναγνώριση πατρότητας. Προσβολή της αναγνώρισης λόγω πλάνης.
– Mε το άρθρο πρώτο του N. 1702/1987 κυρώθηκε και έχει συμφώνως προς το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος , αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση “για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους”, η οποία έχει υπογραφεί στο Στρασβούργο στις 15 Οκτωβρίου 1975 και τέθηκε σε ισχύ στις 16 Σεπτεμβρίου 1988 με την από 27- 6/1.7.1988 ανακοίνωση του Υπουργού Εξωτερικών. Κατά το άρθρο 2 της ανωτέρω Ευρωπαϊκής Σύμβασης “Η συγγένεια με τη μητέρα κάθε τέκνου που γεννιέται χωρίς γάμο των γονέων του βασίζεται μόνο στο γεγονός της γέννησης του τέκνου”, ενώ κατά το άρθρο 3 “Η συγγένεια με τον πατέρα κάθε τέκνου που γεννιέται χωρίς γάμο των γονέων του μπορεί να πιστοποιηθεί ή να ιδρυθεί με εκουσία αναγνώριση ή με δικαστική απόφαση”. Επίσης στο άρθρο 4 της ανωτέρω Συμβάσεως ορίζεται ότι “Η εκουσία αναγνώριση της πατρότητας δεν μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή ή αντιρρήσεις, εφόσον οι διαδικασίες αυτές προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο, παρά μόνο στην περίπτωση που το πρόσωπο που επιδιώκει να αναγνωρίσει ή αναγνώρισε το τέκνο δεν είναι ο φυσικός πατέρας” και στο άρθρο 10 ότι “Ο επιγενόμενος γάμος μεταξύ του πατέρα και της μητέρας του τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του παρέχει στο τέκνο αυτό το νομικό καθεστώς του τέκνου που γεννήθηκε σε γάμο”. Κατά την έννοια της τελευταίας ως άνω διατάξεως του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως, για την πλήρη αποκατάσταση τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, με μόνο τον επιγενόμενο γάμο απαιτείται η ύπαρξη πραγματικού δεσμού αίματος μεταξύ του τέκνου και του συζύγου της μητέρας του και συνεπώς εφόσον ελλείπει η προϋπόθεση αυτή, δεν αρκεί ο επιγενόμενος γάμος, χωρίς την (εκουσία ή δικαστική ) αναγνώριση του τέκνου, αφού αυτός ο τρόπος βεβαίωσης του άνω δεσμού αίματος για τα τέκνα που γεννιούνται χωρίς γάμο των γονέων τους (εκουσία ή δικαστική αναγνώριση του τέκνου) προβλέπεται στο άρθρο 3 της Σύμβασης και είναι μάλιστα ο ίδιος που προβλέπεται στο άρθρο 1463 παρ.2 εδ.β’ ΑΚ και επαναλαμβάνεται στο άρθρο 1473 εδ. α’ΑΚ. Συγκεκριμένα στο άρθρο 1473 ΑΚ ορίζεται : ” Επιγενόμενος γάμος των γονέων. Το τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του έχει απέναντι σ’ αυτούς και τους συγγενείς τους ως προς όλα θέση τέκνου γεννημένου σε γάμο, εφόσον οι γονείς του παντρευτούν μεταγενέστερα και το τέκνο είχε αναγνωριστεί ή αναγνωρίζεται μετά την τέλεση του γάμου, εκουσίως ή δικαστικώς, ως τέκνο του συζύγου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1475,1476 και 1479 έως 1483 ΑΚ. Η εκουσία αναγνώριση μπορεί να προσβληθεί για το λόγο ότι ο σύζυγος της μητέρας δεν είναι ο πατέρας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1477 και 1478 ΑΚ. Με τη διάταξη αυτή του άρθρου 1473 ΑΚ εισάγεται ο θεσμός της πλήρους εξομοιώσεως, με επιγενόμενο γάμο των γονέων του, του τέκνου που έχει γεννηθεί χωρίς γάμο με το τέκνο που έχει γεννηθεί σε γάμο. Όπως προκύπτει δε από τη διατύπωση της διατάξεως αυτής, για την πλήρη εξομοίωση απαιτείται ουσιαστικώς ο συνδυασμός του επιγενομένου γάμου των γονέων του τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο και της αναγνωρίσεως της πατρότητας του. Η αυτοδίκαιη επέλευση της συνεπείας της πλήρους εξομοιώσεως του χωρίς γάμο γεννημένου τέκνου με γεννημένο σε γάμο τέκνο επέρχεται από το χρόνο συνυπάρξεως της αναγνωρίσεως από τον φυσικό του πατέρα και του επιγενομένου γάμου του τελευταίου με την μητέρα του τέκνου. Εντεύθεν ο συνδυασμός εκουσίας ή δικαστικής αναγνωρίσεως και επιγενομένου γάμου των γονέων συνεπάγεται την πλήρη εξομοίωση του γεννημένου χωρίς γάμο τέκνου με τέκνο γεννημένο σε γάμο. Επέρχονται δηλαδή όλες οι έννομες συνέπειες οι οποίες συναρτώνται με την ύπαρξη του γάμου. Όλες οι έννομες συνέπειες οι οποίες συνέχονται με την αναγνώριση του (συγγενικός δεσμός με τον φυσικό του πατέρα και την πατρική γραμμή, κληρονομικά δικαιώματα κ.λ.π) επέρχονται αναδρομικώς από τη γέννηση του τέκνου (άρθρο 1484 αρ.2 ΑΚ), ενώ ως προς τα αποτελέσματα τα οποία επέρχονται από την τέλεση του γάμου, ο χρόνος επελεύσεώς τους είναι ο χρόνος τελέσεως του γάμου. Κατ’ουσίαν η διαφορά με την εκουσία ή δικαστική αναγνώριση ως προς τις έννομες συνέπειες είναι ότι άν λάβει χώρα και γάμος μεταξύ του πατέρα και της μητέρας, η γονική μέριμνα του ανηλίκου ασκείται πλέον και από τους δύο γονείς, ενώ το παιδί παίρνει το επώνυμο και του πατέρα. Η διαφοροποίηση αυτή δεν οφείλεται σε δυσμένεια του νομοθέτη απέναντι στα τέκνα που γεννήθηκαν χωρίς γάμο, (αφού σύμφωνα με το άρθρο 1484 ΑΚ το τέκνο που εκουσίως ή δικαστικώς αναγνωρίστηκε έχει ως προς όλα θέση τέκνου γεννημένου σε γάμο απέναντι στους δύο γονείς και τους συγγενείς τους), αλλά απορρέει από τα αντικειμενικά δεδομένα που επιφέρει η έλλειψη γάμου των γονέων. Σύμφωνα λοιπόν με τα προαναφερόμενα, η διάταξη του άρθρου 1473ΑΚ δεν συγκρούεται με το άρθρο 10 της εν λόγω Ευρωπαϊκής Συμβάσεως, αφού κατά τα προεκτεθέντα και κατά την έννοια της τελευταίας, για την πλήρη αποκατάσταση του τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του με μόνο τον επιγενόμενο γάμο απαιτείται η ύπαρξη πραγματικού δεσμού αίματος μεταξύ του τέκνου και του συζύγου της μητέρας του. Επομένως για την πλήρη εξομοίωση του χωρίς γάμο γεννημένου τέκνου με τέκνο καταγόμενο από γάμο, εξακολουθεί να απαιτείται όχι μόνο επιγενόμενος γάμος των γονέων αλλά και (εκουσία ή δικαστική) αναγνώριση του τέκνου χωρίς να ενδιαφέρει ποιό από τα δύο προηγήθηκε. Περαιτέρω στα άρθρα 1477 και 1478 ΑΚ στα οποία παραπέμπει η προαναφερόμενη διάταξη του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 1473, ορίζεται ότι “Προσβολή αναγνώρισης. Το τέκνο και σε περίπτωση θανάτου του, οι κατιόντες του δικαιούνται να προσβάλουν την εκουσία αναγνώριση για το λόγο ότι αυτός που δηλώθηκε ως πατέρας δεν είναι πραγματικά πατέρας” (άρθρο 1477ΑΚ) και ότι “Η προσβολή της αναγνώρισης αποκλείεται αν περάσουν τρείς μήνες αφότου πληροφορήθηκε την αναγνώριση αυτός που την προσβάλλει. Η προσβολή αποκλείεται σε κάθε περίπτωση αν περάσουν δύο χρόνια από την αναγνώριση ή προκειμένου για προσβολή από ανήλικο δύο χρόνια από την ενηλικίωσή του. Η προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης αποκλείεται στην περίπτωση που προβλέπεται από το άρθρο 1475 παρ.2” (άρθρο 1478 ΑΚ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 140, 141, 142, 147, 148, 154, 155 και 157 ΑΚ προκύπτει, ότι αν κατά την κατάρτιση δικαιοπραξίας (όπως είναι και η από τον πατέρα, κατά το άρθρο 1475 ΑΚ, μονομερής μη απευθυντέα δικαιοπραξία της εκούσιας αναγνώρισης τέκνου, που γεννήθηκε εκτός γάμου), η δήλωση δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη (η ιδιότητα του παιδιού θεωρείται “ουσιώδης” κατά την έννοια του άρθρου 142 ΑΚ) με τη βούληση του δηλούντος (που είναι ελαττωματική γιατί υπόκειται σε πλάνη ως προς την πατρότητά του), ή αν αυτός παρασύρθηκε σε δήλωση βουλήσεως με απάτη, ο τελευταίος έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Το δικαίωμα αυτό του πατέρα (ο οποίος δεν νομιμοποιείται να ασκήσει την εκ του άρθρου 1477 ΑΚ αγωγή) για ακύρωση της εκούσιας αναγνωρίσεως, λόγω πλάνης, για την πατρότητά του δεν αντιβαίνει στο άρθρο 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους (15.10.1975, κύρωση με το ν.1702/1987), το οποίο περιορίζει τις δυνατότητες προσβολής της εκούσιας αναγνωρίσεως. Και τούτο διότι , η συγκεκριμένη ρύθμιση (του άρθρου 4) αναφέρεται σε έγκυρη εκουσία αναγνώριση και όχι σε δήλωση που πάσχει από κάποιο ελάττωμα. Εντεύθεν στην τελευταία αυτή περίπτωση (λ.χ της πλάνης του άνδρα ως προς την πατρότητά του) δεν παρακωλύει την εφαρμογή στην εκουσία αναγνώριση των γενικών διατάξεων για την ακυρότητα ή την ακυρωσία της, εφόσον η βιολογική αλήθεια συνιστά ουσιώδη προϋπόθεση της υπόστασης της εκούσιας αναγνωρίσεως κατά τα προβλεπόμενα και στο παραπάνω άρθρο (3) της εν λόγω Συμβάσεως. Η δυνατότητα, επομένως, για ακύρωση της εκούσιας αναγνωρίσεως δεν αντιβαίνει στο κατά το άρθρο 1476 εδ.γ’ΑΚ αμετάκλητο της δήλωσης. Είναι δε ουσιώδης η πλάνη, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητά του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, εάν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτουμένης για τον προσδιορισμό της βουλήσεως του δηλούντος ποαγματικής κατάστασης, προς την πλάνη δε με την παραπάνω έννοια εξομοιώνεται και η έλλειψη γνώσεως (άγνοια) της πραγματικής καταστάσεως όταν δεν είναι συνειδητή εκ μέρους του δηλούντος, όταν δηλαδή αυτός δεν είναι εν γνώσει ότι αγνοεί την απαιτούμενη πραγματική κατάσταση, διότι αν έχει πλήρη επίγνωση της αγνοίας του δεν πλανάται. Το δικαίωμα του πλανηθέντος προς ακύρωση της δικαιοπραξίας, υπόκειται σε διετή αποσβεστική προθεσμία από της δικαιοπραξίας, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και η οποία διετία, αν η πλάνη εξακολούθησε και μετά την διετία, αρχίζει από τότε που πέρασε η κατάσταση αυτή, δηλαδή από τότε που ο πλανηθείς, έλαβε γνώση της πραγματικής καταστάσεως, δηλαδή των πραγματικών περιστατικών τα οποία αυτός υπολάμβανε ως αληθινά ή ασυνείδητα αγνοούσε, κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, με βάση την οποία διαμορφώθηκε η βούλησή του προς κατάρτιση αυτής. Ο ισχυρισμός του πλανηθέντος, που ζητεί την ακύρωση της δικαιοπραξίας, μετά την παρέλευση διετίας, ότι η πλάνη του διήρκησε και μετά την παρέλευση διετίας από της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, αποτελεί αντένσταση, από το άρθρο 157 εδ. β’ ΑΚ (ΑΠ1783/2007). Για να αρχίσει επομένως να τρέχει η προθεσμία του άρθρου 157 ΑΚ, δεν αρκεί η ύπαρξη απλών αμφιβολιών για την πατρότητα, αλλά απαιτείται η πλήρης ανατροπή της εσφαλμένης πεποιθήσεως του αναγνωρίσαντος ότι είναι ο πατέρας του τέκνου. Περαιτέρω στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε με το νδ 53/1974 μεταξύ άλλων ορίζεται ότι “κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής…” στο δε άρθρο 14 ΕΣΔΑ ορίζεται μεταξύ άλλων ότι: ” η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθεί ασχέτως διακρίσεως φύλου,… γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως” . Οι τελευταίες αυτές διατάξεις σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 3, 4, 10 της ως άνω Ευρωπαϊκής Συμβάσεως (Ν. 1702/1987) στο σύνολο τους προϋποθέτουν για την εφαρμογή τους την ύπαρξη της αληθινής οικογενειακής τάξεως των προσώπων. Υπό τα ως άνω δεδομένα δεν βρίσκει πεδίο προστασίας σ’ αυτές η εκουσία αναγνώριση που γίνεται χωρίς να ανταποκρίνεται στη βιολογική αλήθεια, η αποκατάσταση της οποίας αποτελεί βασική προτεραιότητα για την έννομη τάξη και δεν ανέχεται την υποβολή τέκνου (άρθρο 354 ΠΚ).