ΑΡΙΘΜΟΣ 3/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
– Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής. Ένσταση εξόφλησης. Απόσβεση ενοχής με καταβολή. Επίδειξη εγγράφων. Στοιχεία αίτησης.
– Κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Μάλιστα, η έλλειψη των ως άνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβένυται με καταβολή, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Ειδικότερα, σε περίπτωση προβολής από τον οφειλέτη της ένστασης περί αποσβέσεως της σχετικής απαίτησης, λόγω καταβολής (εξόφλησης), πρέπει αυτός να επικαλεστεί και να αποδείξει την παροχή που καταβλήθηκε, αν δε πρόκειται για χρηματική παροχή, τόσο το συνολικό ποσό αυτής, όσο και τα επί μέρους κονδύλια, τα οποία το απαρτίζουν, διαφορετικά, η ένσταση αυτή είναι αόριστη, έστω και αν αναφέρεται το συνολικώς καταβληθέν ποσό (βλ. ΑΠ 529/2016, ΑΠ 1781/2014, ΑΠ 1537/2013, ΑΠ 178/2010, ΑΠ 1098/2009, ΕφΙωαν 158/2006).
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 419, 421, 436 και 438 του ΑΚ συνάγεται ότι στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ο οφειλέτης σε εκπλήρωση οφειλόμενης παροχής αναλαμβάνει μια νέα υποχρέωση για άλλη διαφορετική παροχή είναι ζήτημα ερμηνείας και βούλησης των μερών αν αυτοί ήθελαν τη σύσταση της νέας αυτής υποχρέωσης «αντί καταβολής», δηλαδή σε αντικατάσταση και απόσβεση της οφειλόμενης, ή αν η ανάληψη αυτή έγινε «χάριν καταβολής», δηλαδή προς το σκοπό της μελλοντικής εκπλήρωσης της οφειλόμενης ήδη παροχής. Στην πρώτη περίπτωση με την ανάληψη της νέας υποχρέωσης επέρχεται απόσβεση αυτοδικαίως της αρχικής, η δε σύμβαση αυτή συμπίπτει κατ’ αποτέλεσμα με την ανανέωση (άρθρο 436 ΑΚ), ενώ στη δεύτερη, αντίθετα, αφενός μεν διατηρείται η αρχική υποχρέωση και αφετέρου γεννιέται και νέα, ώστε ο δανειστής να έχει παράλληλα δύο απαιτήσεις, αλλά σύμφωνα με τη συναλλακτική καλή πίστη (άρθρο 288 ΑΚ) πρέπει να επιδιώξει, επιμελώς φερόμενος, κατ’ αρχήν την ικανοποίηση του από τη νέα υποχρέωση του οφειλέτη και μόνον αν δεν το κατορθώσει μπορεί να ασκήσει την αρχική του απαίτηση, παρεχομένης διαφορετικά στον οφειλέτη της αντίστοιχης αναβλητικής ένστασης. Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 421 του ΑΚ καθιερώνεται ερμηνευτικός κανόνας ότι, εφόσον δεν προκύπτει σαφώς το αντίθετο, η ανάληψη της νέας υποχρέωσης θεωρείται ότι γίνεται «χάριν» και όχι «αντί» καταβολής, πράγμα που ανταποκρίνεται και στο συνήθως σκοπούμενο, γιατί ο συνετός δανειστής δύσκολα μπορεί να συμφωνήσει στην απόσβεση της απαίτησής του, εμπιστευόμενος απλώς τη νέα υπόσχεση του οφειλέτη, έστω και αν αφορά άλλη παροχή. Ειδικότερα, η παράδοση από τον οφειλέτη συναλλαγματικών ή επιταγών δεν αποτελεί καταβολή ούτε δόση αντί καταβολής και αυτό γιατί ο δανειστής που έχει στην κατοχή του τη σχετική συναλλαγματική ή την επιταγή δεν έχει ακόμη ικανοποιηθεί, αφού δεν έγινε ούτε κύριος του αντίστοιχου ποσού, ούτε δε στην περίπτωση της επιταγής απέκτησε αξίωση κατά της πληρώτριας τράπεζας για καταβολή. Έτσι, με το να παραδοθούν οι συναλλαγματικές ή οι επιταγές στο δανειστή δεν επέρχεται απόσβεση της απαίτησής του, η δε συγκατάθεση του στην παράδοση τους σημαίνει, κατά κανόνα, μόνον ότι είναι σύμφωνος και με αυτόν τον τρόπο πληρωμής. Ο οφειλέτης θα ελευθερωθεί, εφόσον δεν ορίστηκε σαφώς το αντίθετο, πράγμα που οφείλει αυτός να αποδείξει, μόνον όταν γίνει η πραγματική καταβολή του σχετικού χρηματικού ποσού στο δανειστή (βλ. ΑΠ 79/2011, ΑΠ 426/2004, ΕφΛαρ 215/2012, ΕφΛαρ 573/2004).
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 902, 903 του ΑΚ, 450 παρ. 2, 451 παρ. 1 και 452 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι όποιος έχει έννομο συμφέρον έχει δικαίωμα να λάβει γνώση εγγράφου, που βρίσκεται στην κατοχή άλλου και να απαιτήσει την επίδειξη ή και αντίγραφο αυτού. Ειδικότερα, η αίτηση για την ως άνω επίδειξη εγγράφου για να είναι ορισμένη πρέπει: α)να αναφέρει ότι το έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή του αντιδίκου, β) να προσδιορίζει το έγγραφο και να περιγράφει με ακρίβεια το περιεχόμενό του, ώστε να μπορεί να κριθεί αν σχετίζεται με το αντικείμενο της αποδείξεως που αφορά την υπό κρίση υπόθεση και γ) να εκθέτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη. Έτσι, προϋπόθεση της δημιουργίας αξιώσεως για την επίδειξη εγγράφου είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αυτού που ζητεί την επίδειξη. Μάλιστα, οι περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για επίδειξη εγγράφου ή τη χορήγηση αντιγράφου, εξειδικεύονται στο νόμο και αναφέρονται περιοριστικά (άρθρο 902 ΑΚ), δηλαδή υπάρχει τέτοιο έννομο συμφέρον α)όταν το έγγραφο έχει συνταχθεί προς το συμφέρον του αιτούντος και γενικότερα αφορά τη σύσταση, απόδειξη ή γενικά διατήρηση των δικαιωμάτων του αιτούντος, χωρίς να είναι αναγκαίο να αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του τελευταίου, β)όταν το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα, εάν δηλαδή πρόκειται για έγγραφο συστατικό ή αποδεικτικό δικαιοπραξίας και γ)όταν το έγγραφο σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν και έχουν σχέση με τον αιτούντα. Σημειωτέον ότι το ως άνω απαιτούμενο για την επίδειξη εγγράφου έννομο συμφέρον μπορεί να συνίσταται στη γνώση του εγγράφου και δεν απαιτείται η ύπαρξη σχετικής αξίωσης κατά του κατόχου του εγγράφου, η οποία, κατά τη διάταξη του άρθρου 901 του ΑΚ, είναι απαραίτητη μόνο για την επίδειξη πράγματος. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε για το ορισμένο της αγωγής (ή αιτήσεως) προς επίδειξη εγγράφου ο αιτών την επίδειξη πρέπει να προσδιορίζει ειδικώς και να περιγράφει επακριβώς το έγγραφο του οποίου ζητεί την επίδειξη και να αναφέρει το περιεχόμενό του (βλ. ΑΠ 43/2013, ΑΠ 658/2010, ΑΠ 1071/2000, ΕφΘεσ 1150/2001 ΕλλΔνη 2003 524, Γ. Νικολόπουλο σε ΑΚ Γεωργιάδη– Σταθόπουλου άρθρο 902 αρ. 5 σελ. 558, Ι. Τέντε σε ΚΠολΔ Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα Ι (2000) άρθρο 451 αρ.4).