ΑΠΟΦΑΣΗ
Vig κατά Ουγγαρίας της 14.01.2021 (αριθ. προσφ. 59648/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σεβασμός ιδιωτικής ζωής και εκτεταμένοι αστυνομικοί έλεγχοι ταυτοτήτων και προσωπικών ειδών. Μη δυνατότητα ελέγχου και αναλογικότητας της αστυνομικής διαταγής για εκτεταμένους αστυνομικούς ελέγχους.
Κατά την διάρκεια εκτεταμένων αστυνομικών ελέγχων κατ’ εντολή του Αστυνομικού διευθυντή για πρόληψη της παράνομης μετανάστευσης, ο προσφεύγων, παρευρισκόμενος σε φεστιβάλ υποβλήθηκε σε έλεγχο στοιχείων ταυτότητας και προσωπικών του αντικειμένων. Άσκησε συνταγματική καταγγελία για παραβίαση της ιδιωτικής του ζωής που απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Αντιστοίχως κάθε καταγγελία που υπέβαλε απευθείας στην υπηρεσία που διενέργησε τον έλεγχο απορρίφθηκε ως αβάσιμη. Άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση της ιδιωτικής του ζωής και έλλειψη πρόσφορου ένδικου βοηθήματος για την προστασία του.
Το Στρασβούργο εκτίμησε ότι η χρήση καταναγκαστικών εξουσιών που παρείχε η νομοθεσία για την υποχρέωση ενός ατόμου να υποβληθεί, οπουδήποτε και οποτεδήποτε, σε λεπτομερή αναζήτηση των στοιχείων του και των προσωπικών του αντικειμένων ισοδυναμούσε με παρέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής σύμφωνα με το άρθρο 8. Μια τέτοια παρέμβαση όφειλε να είναι σύμφωνη με το νόμο και να καθορίζεται ένα μέτρο νομικής προστασίας στο εσωτερικό δίκαιο από αυθαίρετες παρεμβάσεις των δημοσίων αρχών.
Στην υπό κρίση υπόθεση, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο έλεγχος είχε διαταχθεί από ανώτερο αστυνομικό χωρίς έλεγχο αναλογικότητας και εποπτείας του οργάνου που τον διενεργούσε, ούτε μπορούσε να προσβληθεί η αστυνομική διαταγή αυτή ενώπιον των δικαστικών αρχών. Συναφώς το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ελλείψει πραγματικού περιορισμού ή επανεξέτασης της διαταγής ενισχυμένου ελέγχου των αστυνομικών μέτρων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του, η εθνική νομοθεσία δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις για να προσφέρει στο άτομο επαρκή προστασία έναντι αυθαίρετων παρεμβάσεων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) και δεν έκρινε σκόπιμο να εξετάσει την καταγγελία για το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής του άρθρου 13 και επιδίκασε ποσό 5.080 ευρώ για ηθική βλάβη και έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8,
Άρθρο 5§1
Άρθρο 13
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Dávid Vig, είναι Ούγγρος υπήκοος που γεννήθηκε το 1984 και ζει στη Βουδαπέστη.
Η υπόθεση αφορούσε την έρευνα στοιχείων και προσωπική έρευνα ρουχισμού και εφοδίων του προσφεύγοντα από την αστυνομία ενώ ήταν σε φεστιβάλ.
Τον Ιανουάριο του 2013, ο Αστυνομικός διευθυντής διέταξε τη διενέργεια «ενισχυμένων ελέγχων» στην Ουγγαρία προκειμένου να «λειτουργήσει ένα δίκτυο διαλογής για την πρόληψη της παράνομης μετανάστευσης». Αυτό έγινε σύμφωνα με τον προϊσχύσαντα νόμο. Στο πλαίσιο αυτό, πραγματοποιήθηκαν έλεγχοι σε ένα κοινοτικό κέντρο στη Βουδαπέστη, όπου ο προσφεύγων συμμετείχε σε ένα φεστιβάλ. Ο προσφεύγων υπέβαλε ερώτημα γιατί διενεργούνται οι έλεγχοι. Του δόθηκε η απάντηση ότι επρόκειτο για «νυχτερινό έλεγχο». Ο προσφεύγων δήλωσε ότι αυτό δεν ήταν σύμφωνο με τον Αστυνομικό Νόμο. Η αστυνομία απάντησε ότι πρόκειται για αναζήτηση ενός αγνοουμένου. Άλλοι παρευρισκόμενοι δήλωσαν ότι αυτοί ήταν «ενισχυμένοι έλεγχοι».
Η αστυνομία έλεγξε την ταυτότητα του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων δήλωσε ότι του ζητήθηκε να περάσει στην έξοδο, και το έκανε μόνο όταν φοβήθηκε από την ομάδα αστυνομικών, ειδικά επειδή τον έσπρωξε ένας από αυτούς. Ερευνήθηκε και τον άφησαν ελεύθερο να φύγει.
Ο προσφεύγων άσκησε συνταγματική καταγγελία τον Μάιο του 2013, αμφισβητώντας τη συνταγματικότητα των νομοθετικών διατάξεων. Απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Παραπονέθηκε επίσης στο ανεξάρτητο συμβούλιο καταγγελιών της αστυνομίας, το οποίο διαπίστωσε ότι η έρευνα ήταν σύμφωνη με το νόμο και δεν είχε προσβάλει τα δικαιώματά του.
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε στην αστυνομία της Βουδαπέστης, η οποία απέρριψε όλες τις κύριες καταγγελίες του . Υπέβαλε αίτηση για δικαστικό έλεγχο στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία απέρριψαν την αίτηση με την αιτιολογία ότι δεν μπορούσε να επανεξετάσει τους «ενισχυμένους ελέγχους» ή το επιχειρησιακό σχέδιο που εκπονήθηκε βάσει της σχετικής νομοθεσίας. Διαπιστώθηκε ότι οι αστυνομικές ενέργειες είχαν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το νόμο.
Στηριζόμενος στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η αναγκαστική αποχώρηση του από το φεστιβάλ και η προσωπική έρευνά του από την αστυνομία παραβίασε τα δικαιώματά του και ότι δεν διέθετε κάποιο ένδικο βοήθημα για τα αποκαταστήσει τις παραβιάσεις αυτές.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι νόμος επιτρέπει σε έναν αστυνομικό να ελέγχει οποιοδήποτε άτομο εντός της γεωγραφικής περιοχής που καλύπτεται από την τοπική αρμοδιότητα του και να διενεργεί προσωπική έρευνα στο άτομο και σε οτιδήποτε μεταφέρει αυτό. Ο έλεγχος και η έρευνα πραγματοποιούνται δημόσια, και η απείθεια στις εντολές των οργάνων μπορεί να οδηγήσει σε προσαγωγή σε αστυνομικό τμήμα γιατί είναι ποινικό αδίκημα. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η χρήση των καταναγκαστικών εξουσιών που παρέχει η νομοθεσία για την υποχρέωση ενός ατόμου να υποβληθεί, οπουδήποτε και οποτεδήποτε, σε έλεγχο ταυτότητας και λεπτομερή αναζήτηση των στοιχείων του, του ρουχισμού του και των προσωπικών του αντικειμένων ισοδυναμεί με παρέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής σύμφωνα με το άρθρο 8. Μια τέτοια παρέμβαση δικαιολογείται από τους όρους της παραγράφου 2 του άρθρου 8 μόνο εάν είναι «σύμφωνη με το νόμο», επιδιώκει έναν ή περισσότερους από τους νόμιμους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και είναι «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξη των σκοπών αυτών.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η φράση «σύμφωνη με το νόμο» σημαίνει ότι η νομική βάση πρέπει να είναι «προσιτή» και «προβλέψιμη». Τα αποτελέσματα ενός κανόνα είναι «προβλέψιμα» εάν διατυπώνονται με επαρκή ακρίβεια για να επιτρέψουν σε οποιοδήποτε άτομο – εάν χρειαστεί με τις κατάλληλες συμβουλές – να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του. Επιπλέον, πρέπει να υπάρχει ένα μέτρο νομικής προστασίας στο εσωτερικό δίκαιο από αυθαίρετες παρεμβάσεις δημοσίων αρχών στα δικαιώματα που προστατεύονται από τη Σύμβαση. Θα ήταν αντίθετο με το κράτος δικαίου, η νομική διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στην εκτελεστική εξουσία σε τομείς που επηρεάζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα να εκφράζεται ως απεριόριστη εξουσία. Κατά συνέπεια, ο νόμος πρέπει να αναφέρει το εύρος κάθε τέτοιας διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στις αρμόδιες αρχές και τον τρόπο άσκησής του με επαρκή σαφήνεια, λαμβανομένου υπόψη του νόμιμου στόχου του εν λόγω μέτρου, να παρέχει στο άτομο επαρκή προστασία έναντι αυθαίρετων παρεμβάσεων.
Ωστόσο, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι ο Αστυνομικός Κώδικας παρείχε υπερβολικά ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την διαταγή ενισχυμένου ελέγχου και ότι προέβλεπε ότι οι αστυνομικοί έχουν δικαίωμα απεριόριστου ελέγχου και αναζήτησης οποιουδήποτε μετά την διαταγή αυτή.
Παρόλο που τα γεωγραφικά όρια της περιοχής όπου μπορούσαν να πραγματοποιηθούν ενισχυμένοι έλεγχοι είναι περιορισμένα, ο Αστυνομικός διευθυντής μπορούσε να διατάξει ενισχυμένους ελέγχους σε ολόκληρη την επικράτεια της Ουγγαρίας, όπως συνέβη κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Δεν υπάρχει καμία απαίτηση στη νομοθεσία ότι ένας ενισχυμένος έλεγχος θεωρείται απαραίτητος για τον δηλωμένο σκοπό του κατά το στάδιο της έγκρισής του. Κατά συνέπεια, ο ανώτερος αστυνομικός που διατάσσει τον έλεγχο δεν έχει καμία υποχρέωση να αξιολογήσει και να τεκμηριώσει την αναλογικότητα και την σκοπιμότητα του μέτρου. Παρόλο που ο ανώτερος αστυνομικός που διατάζει τον ενισχυμένο έλεγχο πρέπει να ειδοποιήσει τον επόπτη του για τυχόν προγραμματισμένο ενισχυμένο έλεγχο ή, σε περίπτωση που ο ενισχυμένος έλεγχος έχει ήδη διενεργηθεί, να το αναφέρει στον επόπτη του δεν υπάρχει έλεγχος, είτε εντός της εκτελεστικής αρχής είτε από οποιαδήποτε αρχή ανεξάρτητη από την αστυνομία, σχετικά με τον τρόπο άσκησης εποπτείας στον έλεγχο.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι η έγκριση ενισχυμένων ελέγχων δεν μπορούσε στη συνέχεια να προσβληθεί ενώπιον των δικαστηρίων. Όπως αναφέρεται στην απόφαση της 28.04.2016, το Διοικητικό Δικαστήριο της Βουδαπέστης δεν είχε εξουσία να εξετάσει την εντολή των ενισχυμένων ελέγχων ή το επιχειρησιακό σχέδιο που εγκρίθηκε βάσει αυτής της εντολής.
Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι ο νομοθέτης δεν προέβλεψε πραγματικούς περιορισμούς ή εποπτεία για την έκδοση διαταγής για εκτεταμένους ελέγχους από το εκτελεστικό όργανο.
Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω τις εξουσίες που παρέχονται σε μεμονωμένους αστυνομικούς σύμφωνα με το άρθρο 30 του Αστυνομικού Νόμου, ο οποίος επιτρέπει στους αστυνομικούς να ελέγχουν την ταυτότητα ενός ατόμου και να αναζητούν άτομα σε μια τοποθεσία που καθορίζεται από έναν ανώτερο αστυνομικό, για να συλλάβουν έναν δράστη ή να αποτρέψουν μια δραστηριότητα που θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια. Επομένως, δεν είναι απαραίτητο για έναν αστυνομικό να αποδείξει την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας εναντίον του προσώπου που υπόκειται στα μέτρα. Η μόνη προϋπόθεση που προβλέπεται στη νομοθεσία είναι ότι ο έλεγχος στοιχείων και η αναζήτηση πρέπει να σχετίζονται με τους στόχους που περιγράφονται στην αστυνομική νομοθεσία. Όπως αποδεικνύεται από την παρούσα υπόθεση, στην πράξη, ένας αστυνομικός έχει τη διακριτική ευχέρεια να λάβει μέτρα για όποιον παρευρίσκεται στην τοποθεσία όπου διενεργείται ο ενισχυμένος έλεγχος.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι, ενώ ένα άτομο μπορεί να αμφισβητήσει τα αστυνομικά μέτρα που έχουν ληφθεί σε σχέση με το ίδιο μέσω καταγγελίας σε αστυνομική υπηρεσία και, στη συνέχεια, μέσω δικαστικού ελέγχου, η παρούσα υπόθεση αποδεικνύει ότι τα εν λόγω ένδικα μέσα περιορίζονταν στην αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο εφαρμόστηκαν τα μέτρα και δεν καλύπτουν την σκοπιμότητα του ελέγχου στοιχείων και προσωπικής έρευνας.
Ελλείψει πραγματικού περιορισμού ή επανεξέτασης είτε της έγκρισης ενισχυμένου ελέγχου είτε των αστυνομικών μέτρων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια ενισχυμένου ελέγχου, το Δικαστήριο είναι της άποψης ότι η εθνική νομοθεσία δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις για να προσφέρει στο άτομο επαρκή προστασία έναντι αυθαίρετων παρεμβολών. Επομένως, τα καταγγελλόμενα μέτρα δεν ήταν «σύμφωνα με το νόμο» κατά την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
Λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματά του βάσει του άρθρου 8, το Δικαστήριο θεώρησε ότι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστεί χωριστά το παραδεκτό και το βάσιμο των καταγγελιών του προσφεύγοντος σύμφωνα με τα άρθρο 5 § 1 και 13 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 1.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.080 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).