ΑΡΙΘΜΟΣ 702/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Αδικαιολόγητος πλουτισμός.
– Από τη διάταξη του άρθρ. 904 παρ.1 εδάφ. α’ του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης είναι η ύπαρξη πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, δηλαδή η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του πλουτισμού του εναγομένου και της επιβάρυνσης (παροχής ή ζημίας) του ενάγοντος, έτσι ώστε το ένα να αποτελεί την αιτία του άλλου. Με άλλα λόγια, απαιτείται να υπάρχει άμεση περιουσιακή μετακίνηση μεταξύ του πλουτισμού του λήπτη και της ζημίας του άλλου. Τέτοια, όμως, μετακίνηση δεν υφίσταται στην περίπτωση που παρεμβάλλεται και άλλη, τρίτη, περιουσία, υπό την έννοια ότι η περιουσιακή μετακίνηση πρέπει να πραγματοποιείται από την περιουσία του ζημιωθέντος στην περιουσία εκείνου που πλουτίζει, χωρίς την παρεμβολή τρίτου προσώπου που να ενεργεί για δικό του λογαριασμό (ΑΠ 849/2019, ΑΠ 1524/2017, ΑΠ 279/2013). Στερείται νόμιμης αιτίας και, ως εκ τούτου, είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ’ εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη, συναγόμενη σαφώς από συγκεκριμένες διατάξεις ή και από το γενικότερο πνεύμα του νόμου, όπως επί αποσβεστικής προθεσμίας ή παραγραφής, ενώ νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού, εκτός από τη βούληση του ζημιωθέντος ή του νομοθέτη, είναι και το αντάλλαγμα που τυχόν παρέχει ο λήπτης του πλουτισμού, δηλαδή η οικονομική θυσία του έναντι του αποκτώμενου πλουτισμού, η οποία, αν είναι ισάξια με αυτόν, ανταποκρίνεται πλήρως στην εξισωτική αποστολή του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Συνεπώς, αυτό που δόθηκε προς εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία αναλήφθηκε με σύμβαση, δεν δόθηκε αναίτια, ώστε να μπορεί να αναζητηθεί κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού η σύμβαση αποτελεί, κατά το άρθρο 361 του ΑΚ, νόμιμη αιτία και μπορεί κάθε συμβαλλόμενος, εφόσον αυτή είναι ισχυρή, να ασκήσει τα δικαιώματα του απ’ αυτή. Αξίωση έτσι κατά τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό προς αναζήτηση της παροχής που καταβλήθηκε στο πλαίσιο σύμβασης μπορεί να ασκηθεί μόνο αν η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιονδήποτε λόγο, όπως στην περίπτωσης λύσης της σύμβασης λόγω υπαναχώρησης ή πλήρωσης διαλυτικής αίρεσης ή κατά το άρθρο 388 του ΑΚ, και πρέπει τα σχετικά περιστατικά, που συνεπάγονται το ανίσχυρο ή την ανατροπή της σύμβασης και συνιστούν τη βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να τα επικαλείται ο ενάγων με την αγωγή του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, σύμφωνα με το άρθρο 216 ΚΠολΔ, αλλιώς η αγωγή είναι αόριστη και απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΟλΑΠ 22/2003και 23/2003, ΑΠ 2072/2017, ΑΠ 836/2017, ΑΠ 2266/2013).