ΑΡΙΘΜΟΣ 55/2021
ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
– Ευθύνη του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογηθείσης ιδιότητος. Συρροή ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης.
– Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 535, 537 και 540 ΑΚ, όπως τα τρία τελευταία έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3043/2002, που κατά το άρθρο 14 αυτού άρχισε να ισχύει από 21.8.2002, οπότε ο νόμος αυτός δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ Α` 192), προκύπτει ότι ο αγοραστής, στις περιπτώσεις που υφίσταται ευθύνη του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογηθείσης ιδιότητος, δικαιούται, κατ` επιλογήν του, είτε να απαιτήσει χωρίς επιβάρυνσή του τη διόρθωση ή την αντικατάσταση του πράγματος με άλλο απαλλαγμένο από ελαττώματα ή που φέρει την συνομολογηθείσα ιδιότητα, εκτός εάν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, είτε να απαιτήσει τη μείωση του τιμήματος, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός εάν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα. Στην περίπτωση της ελλείψεως συνομολογηθείσης ιδιότητος σύμφωνα με το άρθρο 543 ΑΚ, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα παραπάνω δικαιώματα (άρθρο 540 ΑΚ), να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σχετικής συμβάσεως ή, σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους, ενώ το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση παροχής ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή. Ως “πραγματικό ελάττωμα” χαρακτηρίζεται η ατέλεια του πράγματος που αφορά στην ιδιοσυγκρασία ή την κατάσταση του πωληθέντος πράγματος κατά τον κρίσιμο χρόνο της μεταθέσεως του κινδύνου στον αγοραστή και έχει αρνητική επίδραση πάνω στην αξία ή τη χρησιμότητά του. Η προς το χειρότερο δηλαδή παρέκκλιση του πράγματος από την ομαλή αυτού κατάσταση, η οποία οφείλεται κατά κανόνα στον ατελή τρόπο κατασκευής ή συσκευασίας καθώς και στη χρησιμοποίηση κακής ποιότητας υλικών και η παρέκκλιση αυτή έχει ως συνέπεια, ανεξάρτητα από την αιτία που την προκαλεί, την αρνητική επίδραση επί της αξίας του πράγματος ή της χρησιμότητας αυτού ενόψει των συμφωνηθέντων με τη σχετική σύμβαση πωλήσεως, ανεξάρτητα από το αν ήταν φανερά ή όχι, ή εάν τα γνώριζε ή όχι ο πωλητής. Εξάλλου, ως “ιδιότητα του πράγματος” θεωρείται όχι μόνον κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα του πράγματος αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία από το είδος και τη διάρκειά της επιδρά κατά την αντίληψη των συναλλαγών στην αξία ή στη χρησιμότητα του πράγματος. Συνομολόγηση ιδιότητος του πωληθέντος πράγματος κατά την έννοια των πιο πάνω άρθρων υπάρχει, όταν ο πωλητής προέβη σε δήλωση που έγινε αποδεκτή από τον αγοραστή, η οποία έχει ως περιεχόμενο την ύπαρξη ορισμένων και συγκεκριμένων τεχνικών ιδιοτήτων ή προσόντων του αντικειμένου της συμβάσεως και την ανάληψη ευθύνης του δηλούντος για την ύπαρξη των ιδιοτήτων αυτών και τις συνέπειες της ελλείψεώς τους. Έτσι, στις περιπτώσεις ευθύνης του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογηθείσης ιδιότητος ο αγοραστής δικαιούται, κατ` επιλογήν του, να απαιτεί χωρίς επιβάρυνσή του τη διόρθωση ή την αντικατάσταση του πράγματος με άλλο και αυτό εφόσον είναι δυνατόν και δεν απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, ή απαιτεί μείωση του τιμήματος, ή μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση της πώλησης, είναι διαπλαστικό δικαίωμα (ΑΠ 1373/2006), ασκείται κατ` αρχήν άτυπα, με μονομερή δήλωση του δικαιούχου προς τον αντισυμβαλλόμενο, αλλά και με εξώδικη δήλωση, αγωγή, ανταγωγή, ένσταση, αλλά και με συμφωνία των μερών, ενεργεί αναδρομικά και επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων υποχρεώσεων εξαρχής (άρθρα 389 επ. ΑΚ). Δηλαδή, η σύμβαση της πώλησης ανατρέπεται αναδρομικά, ο πωλητής επιστρέφει το τίμημα με τόκο, από το χρόνο καταβολής του, τα έξοδα της πώλησης, καθώς και ότι ο αγοραστής δαπάνησε για το πράγμα και στη θέση του υπεισέρχονται οι ενοχικές αξιώσεις που προσδιορίζει το άρθρο 547 του ΑΚ. Ωστόσο, είναι αυτονόητο, ότι για να χωρήσει και λειτουργήσει η υπαναχώρηση αυτή, η οποία ανατρέπει τη σύμβαση εξ υπαρχής, πρέπει να πρόκειται για ουσιώδες πραγματικό ελάττωμα και όχι επουσιώδες, καθόσον στην τελευταία περίπτωση ισχύουν οι όροι του άρθρου 542 ΑΚ και ειδικότερα το δικαστήριο μπορεί μολονότι ο αγοραστής άσκησε αγωγή για αναστροφή της καταρτισθείσης πωλήσεως, να επιδικάσει μόνον μείωση του τιμήματος, εάν κρίνει πως οι περιστάσεις δεν δικαιολογούν την αναστροφή βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών. Προς τούτο το δικαστήριο εξετάζει εάν το πράγμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον αγοραστή για την κατά προορισμόν χρήση του και εάν η από την αναστροφή της πωλήσεως επερχόμενη ζημία στον πωλητή είναι δυσανάλογη προς την ωφέλεια του αγοραστή από την αναστροφή (ΑΠ 742/2004).
– Η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία, είναι δυνατόν όμως μια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώσει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει θα ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας σε άλλον υπαιτίως ζημία. Η ευθύνη αυτή θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους (ΟλΑΠ 969/1973). Ειδικότερα, όταν υπάρχει ενδοσυμβατική ευθύνη για πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητος του πωληθέντος πράγματος, για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης από αδικοπραξία του πωλητή θα πρέπει η ύπαρξη του ελαττώματος ή η έλλειψη της συνομολογηθείσης ιδιότητος κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος του πράγματος μεταβαίνει στον αγοραστή να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή, με την οποία αυτός με πρόθεση επιδιώκει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή αναφορικά με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της συνομολογηθείσης ιδιότητος του πράγματος, ανεξάρτητα από το αν η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγοραστή που τα αγνοεί επιβαλλόταν από την καλή πίστη ή την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή (ΑΠ 1190/2007, ΑΠ 25/1998). Πταίσμα μπορεί να υπάρχει αν κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή υπάρχει πραγματικό ελάττωμα που οφείλεται σε υπαιτιότητα του πωλητή ή το οποίο ο πωλητής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει (δηλαδή αρκεί και άγνοια από ελαφριά αμέλεια) είτε κατά την σύναψη της σύμβασης είτε (σε περίπτωση πώλησης πράγματος κατά γένος ορισμένου) κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου. (ΑΠ 1230/2019, ΑΠ 1284/2017). Πρόκειται, δηλαδή, για συρροή δύο αξιώσεων, εφόσον η παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή αποτελεί και αδικοπραξία χωρίς τη συμβατική σχέση της πώλησης. Από τις δύο αυτές αξιώσεις για αποζημίωση, η πρώτη στηρίζεται στη συμβατική ευθύνη, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις περί πωλήσεως και η δεύτερη στην αδικοπραξία με βάση τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Στην περίπτωση δε της συρροής αξιώσεων, που αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ίδια παροχή, είναι δυνατή η παράλληλη άσκηση όλων των αξιώσεων, όχι όμως και η ικανοποίηση όλων, αφού η ικανοποίηση της μιας έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση και των λοιπών, εκτός αν με αυτές ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την αδικοπραξία (άρθρα 299, 932 ΑΚ), οπότε σώζονται μόνον ως προς αυτό. Τέλος, δικαιούχος χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να είναι και νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, γιατί και αυτό είναι φορέας εννόμων αγαθών, του οποίου η προσβολή αποτελεί αδικοπραξία. Επομένως, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και οι εταιρίες, αν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον (ΑΠ 1381/2013).