Η πανδημία COVID έχει επιβαρύνει με 24 τρισεκατομμύρια δολάρια το παγκόσμιο χρέος κατά το περασμένο έτος, σύμφωνα με νέα μελέτη, φτάνοντας το ποσό στο ρεκόρ των 281 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και την αντιστοιχία του ως προς το παγκόσμιο ΑΕΠ, πάνω από 355%.
Το όργανο παρακολούθησης του παγκόσμιου χρέους του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου εκτιμά ότι τα κυβερνητικά προγράμματα στήριξης αντιπροσώπευαν το ήμισυ της αύξησης, ενώ οι παγκόσμιες εταιρείες, τράπεζες και νοικοκυριά πρόσθεσαν 5,4 τρισεκατομμύρια δολάρια, 3,9 τρισεκατομμύρια και 2,6 τρισεκατομμύρια δολάρια αντίστοιχα.
Αυτό σημαίνει ότι το χρέος ως λόγος της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής που είναι γνωστό ως ακαθάριστο εγχώριο προϊόν αυξήθηκε κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες σε πάνω από 355% του ΑΕΠ.
Αυτή η άνοδος είναι πολύ πέρα από την άνοδο που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, όταν το 2008 και το 2009 κατεγράφη άνοδος 10% και 15% αντίστοιχα του λόγου χρέος προς ΑΕΠ.
Την ίδια ώρα υπάρχουν επίσης ελάχιστα σημάδια σταθεροποίησης στο εγγύς μέλλον.
Τα επίπεδα δανεισμού αναμένεται, φέτος, να είναι πολύ υψηλότερα από τα επίπεδα πριν από την πανδημία σε πολλές χώρες και τομείς, υποστηριζόμενα από τα χαμηλά επιτόκια, παρόλο που η επανεκκίνηση των οικονομιών θα έπρεπε να βοηθήσει στην πλευρά του ΑΕΠ.
“Αναμένουμε ότι το παγκόσμιο δημόσιο χρέος θα αυξηθεί κατά 10 τρισεκατομμύρια δολάρια φέτος και θα ξεπεράσει τα 92 τρισεκατομμύρια δολάρια”, ανέφερε η έκθεση του IIF, προσθέτοντας ότι η εκκαθάριση της υποστήριξης θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί ακόμη πιο δύσκολη από ό,τι μετά την οικονομική κρίση.
“Η πολιτική και κοινωνική πίεση θα μπορούσε να περιορίσει τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να μειώσουν τα ελλείμματα και το χρέος, θέτοντας σε κίνδυνο την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν μελλοντικές κρίσεις”.
Το χρέος στην Ευρώπη
Η αύξηση του χρέους ήταν ιδιαίτερα έντονη στην Ευρώπη, με τους δείκτες χρέους προς ΑΕΠ του μη χρηματοπιστωτικού τομέα στη Γαλλία, την Ισπανία και την Ελλάδα να αυξάνονται περίπου 50 ποσοστιαίες μονάδες.
Η ραγδαία αύξηση ήταν αποτέλεσμα κυρίως κυβερνητικών κινήσεων, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, την Ισπανία, τη Βρετανία και τον Καναδά. Η Ελβετία ήταν η μόνη ώριμη οικονομία της αγοράς στην ανάλυση 61 χωρών του IIF που κατέγραψε μείωση του δείκτη χρέους της.
Στις αναδυόμενες αγορές, η Κίνα σημείωσε τη μεγαλύτερη αύξηση των δεικτών χρέους εξαιρουμένων των τραπεζών, ακολουθούμενη από την Τουρκία, την Κορέα και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η Νότια Αφρική και η Ινδία κατέγραψαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις μόνο σε σχέση με τους δείκτες δημόσιου χρέους.
“Η πρόωρη απόσυρση υποστηρικτικών κυβερνητικών μέτρων θα μπορούσε να σημαίνει αύξηση των πτωχεύσεων και ένα νέο κύμα μη εξυπηρετούμενων δανείων”, δήλωσε το IIF.
Ωστόσο, η διαρκής εξάρτηση από την κυβερνητική υποστήριξη θα μπορούσε να δημιουργήσει “συστημικούς κινδύνους”, επίσης, ενθαρρύνοντας τις λεγόμενες εταιρείες “ζόμπι” – τις πιο αδύναμες και πιο χρεωμένες εταιρείες – να αναλάβουν ακόμη περισσότερο χρέος.