[…] 6. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά και κρίθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής (σκέψεις 6, 8 και 10): “6. Επειδή, με τις αποφάσεις 2934-2935/2017 και 172-173/2018 της επταμελούς σύνθεσης του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκαν, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: […]. Επομένως, με τις προαναφερόμενες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι «συμπληρωματικά στοιχεία», κατά την έννοια της διάταξης της περιπτ. β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 84 του ΚΦΕ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 2 περιπτ. α΄ του ΚΦΕ, είναι στοιχεία αποδεικτικά της ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος, τα οποία δικαιολογημένα δεν είχε υπόψη της η φορολογική αρχή κατά την οριζόμενη στο άρθρο 84 παρ. 1 του ΚΦΕ πενταετία. […]. Κατά συνέπεια, δεν αποτελούν «συμπληρωματικά» τα στοιχεία για το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογουμένων στην ημεδαπή (ΣτΕ 2934, 2935/2017 επταμ.), και, συνεπώς, αν στηρίζεται η προσδιορισθείσα φορολογητέα ύλη σε τέτοια στοιχεία, δεν συντρέχει περίπτωση επιμήκυνσης της (κατ’ αρχήν οριζόμενης, πενταετούς) προθεσμίας παραγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 4 περιπτ. β΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 68 παρ. 2 περιπτ. α΄, του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (σχ. και Σ.τ.Ε 2347/2018). Επομένως, εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι στοιχεία για το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου στην αλλοδαπή, αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», ικανά να δικαιολογήσουν την επιμήκυνση της (κατ’ αρχήν οριζόμενης, πενταετούς) προθεσμίας παραγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 4 περιπτ. β΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 68 παρ. 2 περιπτ. α΄ του ΚΦΕ. Και τούτο διότι, η εξέταση της ακρίβειας των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος με βάση το υπόλοιπο και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογουμένου στην ημεδαπή, αποτελεί βασικό εργαλείο και τακτικό μέσο που έχει στο οπλοστάσιό του ο φορολογικός έλεγχος ήδη από το έτος 1994 βάσει των νόμων 2214 και 2238/1994, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο για το υπόλοιπο και τις κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών στην αλλοδαπή. Ειδικότερα ναι μεν από το ενωσιακό δίκαιο έχει θεσπιστεί καθεστώς αυτόματης ανταλλαγής μεταξύ των κρατών-μελών πληροφοριών, σχετικά με το υπόλοιπο των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογούμενων στο τέλος εκάστου έτους, πλην όμως η φορολογική αρχή δεν έχει άμεση πρόσβαση στους εν λόγω λογαριασμούς, όπως συμβαίνει με τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, με αποτέλεσμα να απαιτείται ικανό χρονικό διάστημα για την ανεύρεση των τραπεζικών αυτών λογαριασμών και την περαιτέρω επεξεργασία τους, την εκτίμηση των κινήσεων αυτών και την ολοκλήρωση του ελέγχου. […]
7. Επειδή, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 68 παρ. 2 και 84 του ΚΦΕ (ν. 2238/1994), καθώς και κατά παραβίαση του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 παρ. 3 περιπτ ζ΄ του (κυρωθέντος με το ν. 2462/1997, Α΄ 25) Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), το δικάσαν ΔΕΑ έκρινε ότι η παροχή στοιχείων για αλλοδαπούς τραπεζικούς λογαριασμούς από τον ίδιο τον φορολογούμενο συνιστά στοιχείο ικανό να παρατείνει την παραγραφή. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι δεν θεωρείται πληροφορία από την αλλοδαπή και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά συμπληρωματικό στοιχείο η πληροφορία η οποία περιέρχεται σε γνώση της φορολογικής αρχής από στοιχεία που προσκομίζει ο ίδιος ο φορολογούμενος, στο πλαίσιο του φορολογικού ελέγχου (κατά την επεξεργασία τραπεζικών λογαριασμών του στην ημεδαπή), η αντίθετη δε ερμηνεία που υιοθέτησε το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο προσκρούει στο δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης του φορολογούμενου. Προς θεμελίωση του παραδεκτού, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί (α) του νομικού ζητήματος εάν στοιχεία (για αλλοδαπούς τραπεζικούς λογαριασμούς) που προσκομίζει ο ίδιος ο φορολογούμενος στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου συνιστούν συμπληρωματικά στοιχεία, κατ’ άρθρ. 68 παρ. 2 του ΚΦΕ, ικανά να παρατείνουν την παραγραφή και (β) επί του νομικού ζητήματος της παράτασης της παραγραφής ως μορφής αυτοενοχοποίησης, συνεπεία της παροχής στοιχείων από τον ίδιο τον φορολογούμενο. Ωστόσο, ο παραπάνω ισχυρισμός δεν είναι ικανός να θεμελιώσει το παραδεκτό του λόγου, διότι (i) ως προς το σκέλος του υπό στοιχ. α εγείρει νομικό ζήτημα το οποίο, κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αίτησης είχε ήδη επιλυθεί, εμμέσως πλην σαφώς, στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και, δη, κατά τρόπο αντίθετο προς το περιεχόμενο του προβαλλόμενου λόγου (βλ. ανωτέρω σκέψη 5) και (ii) το σκέλος του υπό στοιχ. β συνιστά απλό ερμηνευτικό επιχείρημα για την αντιμετώπιση του προηγούμενου νομικού ζητήματος, και, σε κάθε περίπτωση (δηλαδή, και υπό την εκδοχή ότι θέτει αυτοτελές νομικό ζήτημα), ούτε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 14 παρ. 3 περιπτ. ζ΄ του ΔΣΑΠΔ (ή άλλου κανόνα διεθνούς σύμβασης περί του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης) ή σκέψη που να αναφέρεται στο ζήτημα της εφαρμογής της στην παρούσα υπόθεση ούτε η αναιρεσείουσα επικαλείται, κατά τρόπο αρκούντως ειδικό και ορισμένο, (σαφώς) συναγόμενη από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης του ΔΣΑΠΔ, ενόψει και αντίστοιχου παραδεκτού λόγου που είχε προβληθεί ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου (πρβλ. ΣτΕ 353/2019, 260/2019, 2200/2016 εν συμβ., 2194/2016 εν συμβ., 73/2015 εν συμβ. κ.ά.), λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 περιπτ. α΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), το διοικητικό δικαστήριο δεν εξετάζει αυτεπαγγέλτως ζητήματα παραβίασης του ΔΣΑΠΔ (πρβλ. ΣτΕ 353/2019, 1438/2018 επταμ., 682/2017, όσον αφορά την ΕΣΔΑ). Τούτων έπεται ότι ο πρώτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989. […]