ΑΡΙΘΜΟΣ 5375/2014
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
– Ευθύνη από διακινδύνευση. Ευθύνη της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε. Α.Ε.)
– Από τη συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 211, 213 και 281 του κανονισμού εγκαταστάσεως και συντηρήσεως υπαιθρίων γραμμών κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 Ν. 1672/1951 (σχετ. και άρθρο 12 ΑΝ 100/1967) που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 70261/2374/1967 απόφαση του Υπουργού Βιομηχανίας, και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 608/6.10.1967), προκύπτει ότι οι προστηθέντες από την ΔΕΗ εργατοϋπάλληλοι έχουν υποχρέωση να επιβλέπουν και συντηρούν το δίκτυο, μεριμνώντας για τη λήψη όλων των απαραιτήτων μέτρων προς αποτροπήν ζημιών (βλ. και ΑΠ 389/1988). Κατά τα οριζόμενα δε στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 22 του Ν. 2773/1999, ως ίσχυε το έτος 2004: «Η Δ.Ε.Η. ως Διαχειρίστρια του Δικτύου είναι υπεύθυνη για τη λειτουργία, εκμετάλλευση, συντήρηση και ανάπτυξή του σε όλη την επικράτεια. Επιπλέον η Δ.Ε.Η., ως Διαχειρίστρια του Δικτύου υποχρεούται: α. Να διασφαλίζει την αξιοπιστία, αποδοτικότητα και ασφάλεια του Δικτύου, λαμβάνοντας παραλλήλως τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, β. Να αναπτύσσει και διατηρεί ένα τεχνικό άρτιο, οικονομικό αποδοτικό και συγκροτημένο Δίκτυο.».
– Κατά τη διάταξη του άρθ. 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθ. 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Στην έννοια της υπαιτιότητας περιλαμβάνεται ο δόλος και η αμέλεια (υπό τις διάφορες μορφές της). Η αμέλεια, ορισμός της οποίας δίδεται στο άρθ. 330 εδ. β’ του ΑΚ (μη καταβολή της επιμέλειας που απαιτείται στις συναλλαγές), είναι παρά ταύτα αόριστη νομική έννοια, της οποίας απαιτείται εκάστοτε εξειδίκευση, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Όταν η ζημιογόνος συμπεριφορά συνίσταται σε υπαίτια παράλειψη, αμέλεια και εντεύθεν υποχρέωση αποζημίωσης υφίσταται, μόνον όταν υπήρχε υποχρέωση του υπαίτιου, προς ενέργεια της παραλειφθείσας πράξης, από το νόμο ή δικαιοπραξία ή την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και ιδίως προηγούμενη συμπεριφορά του (υπαίτιου), από την οποία δημιουργήθηκε κατάσταση, που επιβάλλει λήψη μέτρων προς αποτροπή του απειλούμενου κινδύνου (ΑΠ 1167/2004 ΕλΔνη 2005.77, ΕφΚρ 427/2007, ΕφΑθ 9778/1991 Αρμ 1992.221).
– Η σύγχρονη εκρηκτική επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη παρήγαγε αναγκαία και ένα σύνολο πηγών κινδύνου που αποτελούν απρόβλεπτη απειλή για τον άνθρωπο και τα αγαθά του. Τέτοιες πηγές κινδύνου προκλήσεως ζημιών συνιστούν λ.χ. τα (επίγεια, υδάτινα και εναέρια) μέσα μαζικής μεταφοράς, οι εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρισμού και τα δίκτυα διανομής του, οι ανάλογες εγκαταστάσεις πυρηνικής ενέργειας, φυσικού αερίου και άλλων εύφλεκτων και εκρηκτικών χημικών ουσιών, η αυτοματοποιημένη μαζική παραγωγή πραίοντων. Η πρόκληση ζημίας από μία τέτοια πηγή κινδύνου περιάγει τον ζημιωθένια σε δυσχερή θέση αποκαταστάσεως της ζημίας του διότι η αρχή της υποκειμενικής ευθύνης που διέπει το δίκαιο της εξωδικαιοπρακτικής ευθύνης αποκλείει την αποζημίωση του από τον κάτοχο ή τον εξουσιαστή μίας τέτοιας πηγής κινδύνου όταν η ζημία δεν μπορεί να .αποδοθεί σε υπαιτιότητα κάποιου συγκεκριμένου προσώπου, οπότε “casum sentit dominus”, δηλαδή η τυχαία ζημία βαρύνει εν τέλει τον παθόντα. Επίσης, ο ζημιωθείς δυσχερέστατα αποδεικνύει το πταίσμα (όταν υπάρχει) εκείνου που τον ζημίωσε, ενώ ο τελευταίος ως κάτοχος της ανάλογης τεχνογνωσίας ευχερέστατα ανταποδεικνύει ότι δεν υπάρχει πταίσμα. Έτσι το (αναίτιο) θύμα μίας σύγχρονης πηγής κινδύνων μένει αναποζημίωτο, πράγμα που συνιστά μη αποδεκτή δικαιϊκή πραγματικότητα και καταδεικνύει την αδυναμία πλέον της αρχής της υποκειμενικής ευθύνης να ρυθμίσει, με κοινωνικά δίκαιο τρόπο, τα σύγχρονα ζητήματα της εξωδικαιοπρακτικής ευθύνης. Απαιτείται λοιπόν μία διαφορετική νομική αντιμετώπιση της ευθύνης από την πρόκληση ζημιών από τέτοιες πηγές ιδιαίτερων κινδύνων που αποκαλείται “ευθύνη από διακινδύνευση”. Αυτή δεν μπορεί να είναι παρά η αναγνώριση της υποχρέωσης για αποζημίωση ανεξάρτητα από υπαιτιότητα όταν η ζημία συναρτάται με πηγές, από τις οποίες εκπορεύεται ένας “ιδιαίτερος” κίνδυνος. Κίνδυνος που αφενός δεν μπορεί να ελεγχθεί με την καταβολή της απαιτούμενης στις συναλλαγές επιμέλειας και αφετέρου απειλεί άτομα που λόγω της δομής και οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών είναι υποχρεωμένα να εκτίθενται σ’ αυτόν. Συνεπώς η αρχή της διακινδύνευσης συνεπάγεται ότι ο κάτοχος ή εξουσιαστής μιας τέτοιας πηγής ιδιαίτερων κινδύνων είναι υποχρεωμένος, αφού άλλωστε αντλεί τα οφέλη από την κινδυνώδη για τους τρίτους λειτουργία της, να αποκαταστήσει κάθε ζημία που προκαλείται από την πραγμάτωση των ιδιαίτερων αυτών κινδύνων ανεξάρτητα από το αν η πρόκληση της ζημίας οφείλεται ή όχι σε υπαιτιότητα του. Η ευθύνη από διακινδύνευση, η οποία είναι συνήθως εξωδικαιοπρακτική και μπορεί να συρρέει με την ευθύνη από αδικοπραξία ή σύμβαση, δεν προϋποθέτει κατά κανόνα πράξη ούτε παράνομη συμπεριφορά ή πταίσμα του υπεύθυνου. Γεννάται είτε από φυσικά γεγονότα είτε από τεχνικές λειτουργίες ή και ανθρώπινη συμπεριφορά που δεν είναι πράξη. Απαιτεί όμως πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της πηγής του κινδύνου και της ζημίας. Υπόχρεος σε αποζημίωση είναι ο κάτοχος ή εξουσιαστής της πηγής των ιδιαίτερων κινδύνων. Η επιβάρυνση του δικαιολογείται ηθικά τόσο από τη νομική αναγνώριση από τη δικαιϊκή τάξη λειτουργίας των πηγών αυτών, όσο και από τα οικονομικά οφέλη (συνήθως μεγάλα) που αντλούνται από τέτοιες πηγές. Η αποκλειστική προσήλωση λοιπόν στο δόγμα της υποκειμενικής ευθύνης συνεπάγεται την αδυναμία της έννομης τάξεως να αποκαταστήσει σημαντικό ποσοστό από τις ζημίες του σύγχρονου πολίτη και γι’ αυτό επιβάλλεται ένας αναπροσανατολισμός στη λειτουργία του δικαίου της εξωδικαιοπρακπκής ευθύνης στο πλαίσιο του σύγχρονου κοινωνικού κράτους που θα κατευθύνεται στην αποκατάσταση της ζημίας με την παροχή στο ζημιωθέντα αξίωσης για πλήρη αποζημίωση όταν η ζημία του αιτία έχει μία τέτοια πηγή κινδύνου, αφού μόνο έτσι διασφαλίζονται και ικανοποιούνται με πληρότητα τα συνταγματικά δικαιώματα του ατόμου για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του, για τη συμμετοχή του στην κοινωνική και οικονομική ζωή, την προστασία της ζωής και της υγείας του (άρθρο 5 παρ. 1 και 5 Συντ.), για την προστασία της ιδιοκτησίας του (άρθρο 17 παρ. 1 Συντ.) στην ευρύτητα μάλιστα που η έννοια της ιδιοκτησίας προστατεύεται από την ΕΣΔΑ στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της. Τα συνταγματικά αυτά δικαιώματα στο πλαίσιο της γενικής αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου αποβλέπουν, μάλιστα μετά τη ρητή καθιέρωση της αρχής της τριτενέργειας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.), στην κατοχύρωση και προστασία των σχετικών έννομων αγαθών όχι μόνο απέναντι σε κυριαρχικές κρατικές επεμβάσεις αλλά και απέναντι σε προσβολές τους από απορείς ιδιωτικής εξουσίας στο πλαίσιο των διαπροσωπικών σχέσεων. Με την έννοια αυτή, η εξωδικαιοπρακτική ευθύνη (άρα και η ευθύνη από διακινδύνευση ως μέρος της) αποτελεί μία δευτερογενή προστατευτική λειτουργία των προαναφερόμενων έννομων ατομικών αγαθών και γι’ αυτό προάγεται σε ουσιώδες στοιχείο της συνταγματικής τάξεως, αφού διαφορετικά η επιδιωκόμενη από το Σύνταγμα προστασία τους θα παρέμενε ατελής. Με άλλα λόγια, η προαναφερόμενη αρχή στην “ευθύνη από διακινδύνευση”, δηλαδή η αναγνώριση της υποχρέωσης για αποζημίωση ανεξάρτητα από υπαιτιότητα όταν η ζημία συναρτάται με πηγές, από τις οποίες εκπορεύεται ένας “ιδιαίτερος” κίνδυνος, θεμελιώνεται ευθέως στις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις, αφού μόνο έτσι διασφαλίζονται ικανοποιητικά τα αντίστοιχα ατομικά δικαιώματα. Ο νομοθέτης, υλοποιώντας το πνεύμα των συνταγματικών αυτών διατάξεων, δεν καθιέρωσε ένα γενικό κανόνα (ρήτρα) για την ευθύνη από διακινδύνευση, αλλά ρύθμισε (εκτός από τα άρθρα 924 παρ. 1, 925 ΑΚ) περιπτωσιολογικά κάποιες περιπτώσεις ευθύνης από διακινδύνευση. Αυτές είναι: α) Η ευθύνη για ζημίες από τα αυτοκίνητα (Ν. ΓΠΝ/1911). β) Η ευθύνη του εκμεταλλευόμενου αεροσκάφος για ζημίες κατά την αεροπορική μεταφορά (Ν. 1815/1988). γ) Η ευθύνη για ζημίες από πυρηνική ενέργεια (Ν. 1758/1988, όπως συμπληρώθηκε από το Ν. 1897/1990). δ) Η ευθύνη για ζημίες από ρύπανση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος (Ν. 1650/1986, όπως συμπληρώθηκε από το Ν. 1892/1990). ε) Η ευθύνη για ζημίες από αντικείμενα που εκτοξεύονται στο διάστημα (Ν. 563/1977). στ) Η ευθύνη για ρύπανση με πετρέλαιο (Ν. 314/1976). ζ) Η ευθύνη παραγωγού από ελαττωματικά προϊόντα (Ν. 2251/1994). Στις αρρύθμιστες περιπτώσεις, όπως λ.χ. η ευθύνη για ζημίες από τις εγκαταστάσεις παραγωγής και δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, η υποχρέωση του κατόχου ή εξουσιαστή της πηγής, από την οποία εκπορεύεται ένας “ιδιαίτερος” κίνδυνος, θεμελιώνεται ευθέως στις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις που επιβάλλουν και στους ιδιώτες το σεβασμό και την προστασία των αντίστοιχων έννομων αγαθών. Προτείνεται επίσης βάσιμα και η θεμελίωση της σε αναλογική εφαρμογή των διατάξεων που ήδη ισχύουν για τις προαναφερόμενες ρυθμισμένες περιπτώσεις, αφού ο νομοθέτης, ρυθμίζοντας μερικές μόνο περιπτώσεις κατά τον τρόπο αυτό, δεν ήθελε (ενόψει και της καθολικότητας των ανωτέρω συνταγματικών επιταγών) να ρυθμίσει εξαιρετικά μόνο αυτές και να αποκλείσει από μία παρόμοια ρύθμιση τις λοιπές, αλλά εξ αιτίας της περιπτωσιολογικής ρυθμίσεως που ακολούθησε εκφράσθηκε στενότερα απ’ ό,τι ήθελε (ΕφΛαρ 598/2006, Π. Φίλιος, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, 2ος τόμος, 2ος ημίτομος, Αθήνα-Κομοτηνή 1998, σελ. 137-146, Απ. Γεωργιάδης, Σταθοπούλου-Γεωργιάδη ΑΚ, Εισαγ. Παρατ. στα άρθρα 914-938, αριθ. 30-38, Π. Κορνηλάκης, Ειδικό ενοχικό Δίκαιο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 473-476, 668-680, Ο ίδιος, Ευθύνη από διακινδύνευση, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 20 επ., Ζαφ. Δημοπούλου, Ευθύνη από διακινδύνευση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 11-23).
– Δυνάμει της παρ. 4 του άρθρου 123 του ν. 4001/2011 η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε. Α.Ε.)» υπεισήλθε ως καθολική διάδοχος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Δ.Ε.Η. Α.Ε..