ΑΡΙΘΜΟΣ 973/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Αναγκαστική εκτέλεση. Αναγγελία απαίτησης. Περιεχόμενο αναγγελτηρίου. Αναγγελία Δημοσίου. Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης. Ευθύνη ομορρύθμων εταίρων.
– Κατά το άρθρο 972 παρ. 1 ΚΠολΔ, οι δανειστές εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχουν το δικαίωμα να αναγγείλουν την απαίτησή τους με έγγραφη αναγγελία που επιδίδεται, το αργότερο μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από τον πλειστηριασμό, στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και πρέπει να περιέχει α) διορισμό αντικλήτου στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου του τόπου της εκτέλεσης, αν ο δανειστής που αναγγέλλει την απαίτησή του δεν κατοικεί μέσα στην περιφέρεια αυτή και β) περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται.
Συνεπώς η αναγγελία, ως πράξη που αποσκοπεί στην παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της συμμετοχής του αναγγελλόμενου δανειστή στη διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος και στην ικανοποίηση της απαίτησής του απ’ αυτό, αποτελεί διαδικαστική πράξη και αντίστοιχα το αναγγελτήριο έχει το χαρακτήρα δικογράφου κατά την έννοια του άρθρου 118 ΚΠολΔ. Ειδικότερα η αναγγελία αποτελεί το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της κατάταξης η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή και στο περιεχόμενο του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους κατά το άρθρο 974 ΚΠολΔ, αλλά και την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που αναγγέλθηκαν, με βάση δε το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής οφείλουν να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της απαίτησης που αναγγέλθηκε.
Συνεπώς το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης. Στις προϋποθέσεις αυτές συγκαταλέγεται και η ύπαρξη του τυχόν προνομίου της απαίτησης, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα που στηρίζουν την απαίτηση. Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι έτσι άκυρο, κατά το άρθρο 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ, λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαίτησης, όταν η αοριστία προκαλεί σ’ αυτόν που την προτείνει βλάβη, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Αυτό συμβαίνει μόνον όταν η περιγραφή της απαίτησης στο αναγγελτήριο, καθώς και του τυχόν προνομίου της, είναι τόσον ελλιπής, ώστε να μη μπορούν ο μεν οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ , ο δε υπάλληλος του πλειστηριασμού να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης και να προβεί στην κατάταξή της συγκριτικά και με τις λοιπές αναγγελλόμενες απαιτήσεις. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που αυτή απαιτείται, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, όταν πρόκειται για αγωγή ή ανακοπή, διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ, αφού αφενός μεν η αναγκαστική εκτέλεση είναι διαδικασία και όχι δίκη, αφετέρου δε με την αναγγελία, το δικόγραφο της οποίας απλώς επιδίδεται στον υπάλληλο (συμβολαιογράφο) του πλειστηριασμού, δεν γίνεται παράσταση ενώπιον δικαστικής αρχής, αλλά ανακοίνωση της σχετικής με την κατάταξή του βούλησης του αναγγελλό μενού δανειστή ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Αντίστοιχα αυτός δεν αποτελεί δικαστική αρχή ούτε ειδικό δικαιοδοτικό όργανο, αλλά ενεργεί ως βοηθητικό όργανο κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, συντάσσοντας εν τέλει τον πίνακα κατάταξης των δανειστών στους οποίους θα διανεμηθεί το πλειστηρίασμα (άρθρ. 974 ΚΠολΔ), χωρίς όμως δεσμευτική διάγνωση των σχετικών απαιτήσεών τους, γι’ αυτό και η κατάταξή τους υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με την προβλεπόμενη στο άρθρο 979 ΚΠολΔ ανακοπή κατά του πίνακα. Η αναγγελία, ειδικότερα, του Δημοσίου σε πλειστηριασμό επισπευδόμενο από τρίτο γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55 παρ. 1 του ΚΕΔΕ (ΝΔ 356/1974), κατά τις οποίες ο Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου υποχρεούται να αναγγείλει το Δημόσιο για βεβαιωμένα στο Ταμείο και ήδη Δ.Ο.Υ. χρέη του καθ’ ου ο πλειστηριασμός, με αναγγελία που κοινοποιείται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και συνοδεύεται από πίνακα, στον οποίο εμφαίνονται τα χρέη, περιλαμβάνει δε ο πίνακας αυτός το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη, το είδος και το ποσό των χρεών, το οικονομικό έτος στο οποίο ανήκουν, τη χρονολογία της βεβαίωσής τους, καθώς και μνεία της τυχόν υπάρχουσας για κάθε χρέος ασφάλειας (ΑΠ 1087/2013).
– Κατά το άρθρο 22 ΕμπΝ, όπως και αυτό ίσχυε πριν καταργηθεί από άρθρο 294 παρ. 2 Ν. 4072/2012, “οι ομόρρυθμοι συνεταίροι, οι αναφερόμενοι εις το καταστατικόν της εταιρείας έγγραφον, υπόκεινται αλληλεγύως εις όλας τας υποχρεώσεις της εταιρείας, αν και υπογεγραμμένος παρ’ ενός μόνου των συνεταίρων, υπό την εταιρικήν όμως επωνυμίαν”, ενώ κατά το άρθρο 23 ΕμπΝ, όπως ίσχυε πριν την κατάργηση του από το άρθρο 294 παρ. 2 Ν. 4072/2012, “ετερόρρυθμος εταιρεία είναι η συσταινομένη μεταξύ ενός ή πολλών συνεταίρων, αλληλεγγύως υπευθύνων, και ενός ή πολλών συνεταίρων, απλών χρηματοδοτών, οι οποίοι ονομάζονται ετερόρρυθμοι, ή καθ’ ετερορρυθμίαν συνεταίροι. Η εταιρία αύτη διευθύνεται υπό εταιρικήν επωνυμίαν, φέρουσαν κατ’ ανάγκην το όνομα ενός ή και πολλών αλληλεγγύως υπευθύνων συνεταίρων”. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι για τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου της ομόρρυθμης εταιρείας προς τρίτους ευθύνονται όλοι οι εταίροι, που καλούνται ομόρρυθμοι, με την ατομική τους περιουσία απεριορίστως και εις ολόκληρον, δηλαδή κάθε εταίρος ευθύνεται με ολόκληρη την ατομική του περιουσία και για όλο το εταιρικό χρέος, ενώ για τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου της ετερόρρυθμης εταιρείας προς τρίτους ευθύνονται με την ατομική τους περιουσία απεριορίστως και εις ολόκληρον μόνον οι ομόρρυθμοι εταίροι αυτής, όχι δε και οι ετερρόρυθμοι, οι οποίοι δεν ευθύνονται ή ευθύνονται περιορισμένα και μέχρι του ποσού της εισφοράς τους. Εξάλλου, στην περίπτωση που το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο ή περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες (κύριες ή επικουρικές) και με τους λόγους της αναίρεσης πλήττεται η μια μόνον από αυτές, οι πιο πάνω λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, αφού οι μη πληττόμενες αιτιολογίες στηρίζουν επαρκώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που με τους λόγους αναίρεσης πλήττονται όλες οι αιτιολογίες, αλλά η προσβολή της μιας από αυτές δεν τελεσφορεί (ΟλΑΠ 25/2003).