Πριν από τη δημοσίευση το δικαστήριο μπορεί να επανέλθει με νέα διάσκεψη και να καταλήξει σε νέα, διαφορετική από την προηγούμενη απόφαση
Απόσπασμα της απόφασης του Αρείου Πάγου 781/2020 (Τμήμα Α1 Πολιτικό)
[…] Στην αρχή της αποφάσεως πρέπει να αναφέρονται τα ονόματα των δικαστών, από τους οποίους συγκροτήθηκε το δικαστήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, με πρώτο το όνομα του προέδρου και ακολούθως τα ονόματα των άλλων δικαστών, που μετείχαν στη συζήτηση, κατά σειρά αρχαιότητας διορισμού, να γίνεται δε ειδική αναφορά του ονόματος του εισηγητή της υποθέσεως.
Στο τέλος της απόφασης πρέπει επίσης να αναγράφεται ότι προηγήθηκε διάσκεψη και ο χρόνος που έγινε αυτή και ακολούθως ότι δημοσιεύθηκε η τελευταία και ο χρόνος δημοσίευσής της. Δεν απαιτείται να αναφέρονται τα ονόματα των δικαστών κατά τη διάσκεψη, αφού αυτά δεν μπορεί να είναι διαφορετικά από εκείνα της συζήτησης, κατ’ άρθρο 300 ΚΠολΔ, ενώ η δημοσίευση της απόφασης, που επιφέρει την τελείωσή της, μετά την οποία επέρχονται οι έννομες συνέπειές της έναντι των διαδίκων, συνιστά απλώς τυπική πράξη, στην οποία προβαίνει το δικαστήριο και υπό άλλη σύνθεση, αφού, στην τελευταία περίπτωση, δεν παραβλάπτεται το κύρος της δημοσίευσης, ενόψει του ότι το υπό δημοσίευση σχέδιο δεν είναι δεκτικό μεταβολών και ως εκ τούτου δεν υπάρχει κίνδυνος δημοσίευσης άλλης απόφασης από εκείνη που εκδόθηκε.
Η σύνταξη σχεδίου της ήδη εκδοθείσας απόφασης από τον εισηγητή δικαστή, σύμφωνα με το άρθρο 304 ΚΠολΔ, που ακολουθεί κατά κανόνα την περάτωση της ψηφοφορίας, αποτελεί προπαρασκευή της δημοσίευσης, καθώς και προϋπόθεσή της. Έτσι, πριν από αυτή, (δημοσίευση), δεν αποτελεί απόφαση και, συνακόλουθα, δεν δημιουργεί οποιαδήποτε δέσμευση του δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να επανέλθει με νέα διάσκεψη και να καταλήξει σε νέα, διαφορετική από την προηγούμενη απόφαση, αφού η τελευταία λαμβάνει υπόσταση μόνο με τη δημοσίευσή της και από αυτή το σχέδιο αποτελεί δημόσιο έγγραφο, που παράγει πλήρη απόδειξη, ανεπίδεκτη ανταποδείξεως, πλην όμως επιτρέπεται η προσβολή της απόφασης ως πλαστής, σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις των σχετικών για την ένσταση πλαστότητας διατάξεων (ΚΠολΔ 312, 438).
Για την ουσιαστική, επομένως, τήρηση της διάταξης του άρθρου 304 ΚΠολΔ, που απαιτεί την απλή σύνταξη του σχεδίου της απόφασης, αρκεί η σύνταξη του εν λόγω σχεδίου, που περιέχει το αιτιολογικό και το διατακτικό της απόφασης, έστω και ελλιπές, δυνάμενο να διορθωθεί είτε με τα ένδικα μέσα είτε με τις διατάξεις των άρθρων 315 επ ΚΠολΔ, από το δικαστήριο, που έχει εκδώσει την απόφαση και κατά περιεχόμενο αντιστοιχεί προς την υπόθεση που δικάστηκε (ΑΠ 897/2004, ΑΠ 448/2006, ΑΠ 1626/2010, ΑΠ 447/2011).
Εξάλλου, η, κατά τη διάταξη του άρθρου 300 ΚΠολΔ., οριζόμενη υποχρέωση έκδοσης της απόφασης από το δικαστή που έλαβε μέρος στη σύνθεση του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση και στα πολυμελή δικαστήρια από όλους τους δικαστές, που έλαβαν μέρος σε αυτή και μάλιστα, ύστερα από διάσκεψη τούτων, η οποία, ενόψει της παράθεσης του στερητικού «μόνο», αποκλείει, σε κάθε περίπτωση και για οποιοδήποτε ανεξαιρέτως λόγο, την έκδοση από άλλο ή άλλους δικαστές, έχει την έννοια ότι αποκλειστικώς από τους δικαστές αυτούς πρέπει να γίνει η εκτίμηση της συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων παροχής έννομης προστασίας, της κατά το νόμο και την ουσία βασιμότητας της αίτησης και του αποδεικτικού υλικού, χωρίς οποιοδήποτε επηρεασμό από τρίτα πρόσωπα, παρόντα ή απόντα, δικαστές ή όχι, προϊσταμένους ή επιθεωρητές, γιατί ο νομοθέτης αξιώνει, για τη διασφάλιση του κύρους της δικαιοσύνης και της απονομής του δικαίου, το πόρισμα της απόφασης να είναι, έστω και εσφαλμένο, αποτέλεσμα της ελεύθερης, αδέσμευτης και ανεξάρτητης κρίσης των άνω δικαστών.
Έτσι, με τη διάταξη του άρθρου 300 ΚΠολΔ, η ρύθμιση της οποίας αποτελεί ειδική εκδήλωση της συνταγματικής αρχής του «νόμιμου» ή «φυσικού δικαστή» (άρθρα 8 παρ. 1 Σ, 109 παρ. 1 ΚΠολΔ), που αποκλείει την αυθαίρετη αντικατάσταση του νόμιμου δικαστή μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, καθιερώνεται ο δημόσιας τάξης κανόνας έκδοσης της απόφασης από τους ίδιους δικαστές, ενώπιον των οποίων έγινε η προς τούτο συζήτηση στο ακροατήριο, αφού στην τελευταία στηρίζεται η απόφαση, ενώ ενδεχόμενη παράβασή της θεμελιώνει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 2 ΚΠολΔ, για μη νόμιμη σύνθεση του δικαστηρίου.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr