της Μαρίας Καπερώνη, Κλινικού Ψυχολόγου Παιδιών κι Εφήβων*
Στην συζήτηση αναφορικά με την συνεπιμέλεια, στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του Οικογενειακού Δικαίου, υπάρχει ο αυθαίρετος αντίλογος από μη ειδικούς, ότι η εναλλασσόμενη κατοικία θα επηρεάσει την σταθερότητα στην ζωή του παιδιού, καθιστώντας το «περιφερόμενο μπαλάκι» μεταξύ των γονέων. Ωστόσο, η σταθερότητα δεν έγκειται στον χώρο, έγκειται στα πρόσωπα των γονέων. Σταθερότητα είναι η συμμετοχή της μαμάς και του μπαμπά στην καθημερινότητα του παιδιού τους. Το παιδί δεν συνδέεται με τον χώρο, αλλά χρειάζεται αγάπη, νοιάξιμο, φροντίδα, την ζεστή ματιά κι αγκαλιά των γονέων του.
Ο καθηγητής ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ηλίας Κουρκούτας κάνει λόγο για “Ψυχική Κατοικία” του παιδιού, δηλαδή το παιδί κατοικεί στην ψυχή των γονιών του και «ξεσπιτώνεται» όταν κάποιος το αποκλείει από τον ένα γονέα του. Στην καρδιά των γονιών τους κατοικούν τα παιδιά και η συναισθηματική τους σταθερότητα συνδέεται άμεσα με τα πρόσωπα των γονιών τους κι όχι με τα σπίτια και τα έπιπλα. Η κατανομή του χρόνου του παιδιού στην μητρική και πατρική οικία αντίστοιχα, μόνο, ευεργετική επίδραση μπορεί να έχει στην ζωή του, καθώς, δεν θα διαταραχθεί η γονική σχέση και θα εξακολουθούν να υφίστανται οι συναισθηματικές σταθερές που, ήδη, έχουν διαμορφωθεί στην ζωή του, πριν από τον χωρισμό του ζευγαριού. Επιπλέον, τα παιδιά προσαρμόζονται εύκολα στις αλλαγές και οι πιθανές «αρνητικές επιδράσεις των μετακινήσεων» σε καμία περίπτωση δεν υπερτερούν της συναισθηματικής σταθερότητας στα πρόσωπα των γονέων και της γονικής σχέσης (Nielsen, 2018. Bergström, 2015, Κουρκούτας, 2021).
Άλλωστε, η – έως σήμερα – νομολογιακή πρακτική ανάθεσης της επιμέλειας αποκλειστικά στον έναν γονέα (συνηθέστατα στην μητέρα) έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά να επαφίενται στην φροντίδα τρίτων προσώπων, συχνά ξένων προς αυτά (νταντά, ολοήμερο σχολείο, γείτονες, φίλους, συγγενείς), λόγω των αυξημένων εργασιακών υποχρεώσεων της σύγχρονης γυναίκας – μητέρας. Συνεπώς, τα παιδιά μεγαλώνουν περιφερόμενα σε διάφορα σπίτια και χώρους, αλλά, κατά το νομολογιακό έθιμο, δεν «επιτρέπεται» να διανυκτερεύουν στο σπίτι του πατέρα, και διακυβεύεται κατά αυτό τον τρόπο η συναισθηματική του σταθερότητα που απορρέει από την πατρική σχέση.
Κάθε παιδί χρειάζεται και τους δύο γονείς του – εννοείται με φυσική παρουσία – και σε επαρκή χρόνο. Σύγχρονες μελέτες (Braver & Lamb, 2018) προσδιορίζουν τον αναφερόμενο χρόνο σε όχι λιγότερο από 35%, ιδανικά στο 50% του χρόνου του παιδιού (με διανυκτερεύσεις σε εναλλασσόμενη κατοικία). Όσον αφορά στα μικρά παιδιά και βρέφη, το νομολογιακό καθεστώς, επικαλούμενο το αόριστο κι ατεκμηρίωτο δόγμα της βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας, προτάσσει την μητέρα ως πρωταρχική φιγούρα παροχής φροντίδας, απαγορεύοντας την διανυκτέρευση του παιδιού στο σπίτι του πατέρα, ακόμη και στις περιπτώσεις που εκείνος ήταν ο βασικός φροντιστής του παιδιού (το τάιζε, το νανούριζε, το κοίμιζε), πριν από τον χωρισμό του ζευγαριού, ορίζοντας ελάχιστη επικοινωνία τριών (3) ωρών την εβδομάδα εν είδει επισκέψεων (ΕΛΨΕ, 2020). Έτσι, τα τελευταία σαράντα (40) χρόνια, ολόκληρες γενεές βρεφών και νηπίων έχουν αποξενωθεί και δεν έχουν αναπτύξει ισχυρή σχέση με τον πατέρα τους, κάτι που έχει σημαντικότατες επιπτώσεις στην ομαλή ψυχοσυναισθηματική τους ανάπτυξη και ψυχική υγεία. Στενά συνδεδεμένη με την άποψη ότι τα βρέφη αρχικά δημιουργούν μία πρωταρχική σχέση προσκόλλησης είναι η αντίληψη ότι αυτή η σχέση θα είναι η μητρική. Όμως, πρόκειται για μία θεώρηση που δεν τυγχάνει υποστήριξης στην ερευνητική βιβλιογραφία.
H θεωρία της μονοτροπίας (monotropy), δηλαδή η έμφυτη ανάγκη του παιδιού να συνδεθεί με μια κύρια μορφή προσκόλλησης, αρχικά προτάθηκε από τον Bowlby, αργότερα, όμως, εγκαταλείφθηκε και δεν απέκλεισε την δυνατότητα ύπαρξης άλλων μορφών προσκόλλησης για το παιδί (Bowlby, 1969). Ο εξέχων παιδοψυχίατρος sir Michel Rutter (1979) έγραψε: «το επιχείρημα του Bowlby ήταν ότι η σχέση με την μητέρα διαφέρει από τις άλλες αναφορικά με τις ποιότητες προσκόλλησης που διαθέτει, ωστόσο, τα επιστημονικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι αυτό δεν ισχύει». Επιπροσθέτως, ο επιφανής ερευνητής σε θέματα προσκόλλησης, Everett Waters, διευκρίνισε σε συνέντευξή του: «Η αντίληψη ότι θα έπρεπε να υπάρχει μόνο μία φιγούρα προσκόλλησης δεν ήταν η άποψη του Bowlby τελικά». Μία προσεκτική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας αποτυγχάνει να υποστηρίξει την υπόθεση της μονοτροπίας. Στο πλαίσιο των τυπικών συνθηκών ανατροφής του βρέφους, τα βρέφη κατά γενικό κανόνα αναπτύσσουν σχέσεις προσκόλλησης με παραπάνω από έναν τροφό (Brown et al, 2012. Brumariou & Kerns, 2010. Cassidy, 2008. Cohen & Campow, 1974. Lamb, 1977a, 1977b. Ludolph & Dale, 2012. Sagi et al, 1995. Seike et al 1973).
Πολλαπλές σχέσεις προσκόλλησης έχουν αναδειχθεί διαπολιτισμικά, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, του Ισραήλ, της Ιαπωνίας, της Ολλανδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ (Van Ijzendoorn & Sagi-Schwartz, 2008). Επιπλέον, η ποιότητα των σχέσεων είναι ανεξάρτητη, έτσι, ώστε, παραδείγματος χάριν, ούτε η σχέση με την μητέρα, ούτε η σχέση με τον πατέρα να είναι πρότυπο η μία για την άλλη (Κerns et al, 2000. Main & Weston, 1981. Thomson, 1998. Verschueren & Marcoen, 1999). Η κάθε σχέση δημιουργεί μοναδικές και κάποιες αλληλεπικαλυπτόμενες συνεισφορές στην ανάπτυξη των παιδιών (Lamb, 2010a, 2010b). Αυτές οι διαφορές στις σχέσεις δεν βαθμολογούνται σε μίαν ιεραρχία σπουδαιότητας ή προεξέχουσας σημασίας. Κατά μείζονα λόγο επηρεάζουν διαφορετικές πτυχές της ψυχολογικής ανάπτυξης των παιδιών (Sagi-Schwartz, 2008. Αviezer, 2005).
Η συναισθηματική ανάπτυξη του βρέφους, συχνά, δεν εξαρτάται από τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες ενός και μοναδικού δεσμού, καθώς, εκτός από την μητέρα, τα βρέφη αναπτύσσουν δεσμό και με τον πατέρα. Γενικά, οι πατέρες ανταποκρίνονται όσο και οι μητέρες στα σήματα του βρέφους (Parke, 1981). Αντιστοίχως, τα βρέφη μπορούν να δημιουργήσουν δεσμό και με τους πατέρες, βιώνοντας το ίδιο άγχος αποχωρισμού, όπως και με τις μητέρες τους (Hock & Lutz, 1998). Επιπλέον, οι πατέρες που περνούν περισσότερο χρόνο φροντίζοντας τα παιδιά τους, σχηματίζουν ισχυρότατους δεσμούς με αυτά και τα βρέφη επωφελούνται (Ricks, 1985). Παράλληλα, πατέρες, οι οποίοι αλληλοεπιδρούν συχνά με τα βρέφη τους, ανταποκρίνονται στα σήματά τους και αποτελούν σημαντικές φιγούρες στον κόσμο των παιδιών τους, είναι πολύ πιθανό να εξελιχθούν σε σημαντικούς φορείς κοινωνικοποίησης. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, ο πατέρας αποτελεί ένα σημαντικό και θετικό πρότυπο προς μίμηση. Αντίθετα, οι πατέρες που δεν είναι διαθέσιμοι για τα βρέφη τους, μετέπειτα, μπορεί να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην θεμελίωση ισχυρών συναισθηματικών σχέσεων.
Σύμφωνα με την Αναπτυξιακή ψυχολόγο Mary Ainsworth (1967), η οποία εξέλιξε την θεωρία του Bowlby, τα βρέφη που έχουν μία σχετικά αποκλειστική σχέση με τον έναν γονέα, τείνουν να εκδηλώνουν περισσότερο έντονο φόβο προς τους ξένους και άγχος αποχωρισμού. Επίσης, επιδεικνύουν τους φόβους αυτούς σε μικρότερη ηλικία, σε σύγκριση με τα βρέφη που δεν έχουν αποκλειστική σχέση με τον έναν από τους γονείς τους. Ένα παιδί, το οποίο είναι συνεχώς με τον έναν γονέα του και κοιμάται στο ίδιο δωμάτιο ή ακόμη και στο ίδιο κρεβάτι μαζί του, εκδηλώνει δραματικές και έντονες αντιδράσεις αποχωρισμού. Αντίθετα, ένα παιδί που έχει περισσότερους από έναν ανθρώπους να το φροντίζουν από την γέννηση, τείνει να αποδέχεται τους ξένους ή τον αποχωρισμό με πολύ λιγότερο άγχος (Maccoby & Feldman, 1972).
Προς επίρρωση, συλλήβδην, των παλαιότερων μελετών, έρχεται η έκθεση / ανασκόπηση – σταθμός της σχετικής βιβλιογραφίας, με θέμα: «Κοινωνική επιστήμη και σχέδια ανατροφής για μικρά παιδιά: Μία αναφορά γενικής συναίνεσης» του κορυφαίου ερευνητή Warshak (2014) που δημοσιεύτηκε υπό την έγκριση του American Psychological Association και την οποία προσυπογράφουν 110 εξέχοντες διεθνείς ερευνητές – επιστήμονες του τομέα της Κλινικής και Αναπτυξιακής Ψυχολογίας, Παιδοψυχιατρικής, Ψυχιατρικής, Κοινωνιολογίας, Εκπαίδευσης και Συμβουλευτικής που έχουν εντρυφήσει – κυρίως – σε ζητήματα που αφορούν στην ανάπτυξη των παιδιών, την επιμέλεια, τα σχέδια ανατροφής και τα διαζύγια. Στην έκθεση σημειώνονται συνοπτικά τα ακόλουθα συμπεράσματα:
1. Προκειμένου να αναπτυχθεί υγιής σχέση γονέα – παιδιού και να έχει τα συνεπακόλουθα οφέλη, η κοινή ανατροφή θα έπρεπε να είναι ο κανόνας για τα παιδιά όλων των ηλικιών, περιλαμβανομένων και των βρεφών και νηπίων.
2. Η αναπτυξιακή θεωρία των παιδιών και τα ερευνητικά δεδομένα δεικνύουν ότι τα βρέφη δημιουργούν προσκολλήσεις φυσιολογικά και με τους δύο γονείς τους και ότι η απουσία του ενός γονέα για μακρές χρονικές περιόδους, διακυβεύει την ασφάλεια αυτών των προσκολλήσεων. Για να μεγιστοποιήσουμε τις πιθανότητες τα παιδιά να έχουν μία καλή και ασφαλή σχέση με κάθε γονέα, ενθαρρύνουμε και τους δύο (2) να αυξήσουν στο έπακρο τον χρόνο που περνούν με τα παιδιά τους. Οι γονείς δεν έχουν κανέναν λόγο να ανησυχούν, εάν μοιράζονται την φροντίδα έως και 50/50, όταν αυτό είναι συμβατό με το πρόγραμμα του καθενός εξ’ αυτών.
3. Η σχετική έρευνα με τις διανυκτερεύσεις των παιδιών και στην πατρική οικία τάσσεται υπέρ της νυχτερινής φροντίδας σε παιδιά κάτω των τεσσάρων (4) ετών από κάθε γονέα, αντί της διανυκτέρευσής τους κάθε βράδυ στο ίδιο σπίτι. Αντίθετα τα σχέδια ανατροφής που προσφέρουν στον πατέρα δίωρα επαφής, δύο (2) ή τρεις (3) φορές την εβδομάδα, μπορεί να προκαλέσουν υπέρμετρη ένταση στις επαφές τους καθώς δεν ολοκληρώνεται η συνάντηση. Οι διανυκτερεύσεις βοηθούν στην μείωση της έντασης που σχετίζεται με την βιασύνη της επιστροφής του παιδιού και δυνητικά βελτιώνουν την ποιότητα, την ικανοποίηση της επαφής τόσο για το παιδί, όσο και για τον πατέρα. Επιπλέον, η διανυκτέρευση επιτρέπει στον πατέρα να συμμετέχει σε ευρύτερης έκτασης δραστηριότητες συναισθηματικού δεσίματος, όπως στις καθημερινές συνήθειες ύπνου, νανουρίσματος, παρηγοριάς όταν το παιδί ξυπνάει από εφιάλτη και τα λοιπά. Οι διανυκτερεύσεις έχουν ένα επιπρόσθετο πλεονέκτημα, ότι το πρωί ο πατέρας μπορεί να «επιστρέψει» το παιδί στον παιδικό σταθμό, αποφεύγοντας έτσι την έκθεσή του σε εντάσεις που σχετίζονται με την απευθείας επαφή των γονέων.
4. Δεδομένης της ευαλωτότητας των σχέσεων πατέρα – παιδιού και των μελετών, οι οποίες αναγνωρίζουν τις διανυκτερεύσεις ως προστατευτικό παράγοντα που σχετίζεται με την αυξημένη πατρική αφοσίωση στο μεγάλωμα του παιδιού, καθώς και με την μειωμένη συχνότητα στην παραίτηση πατεράδων, και δεδομένου ότι καμία μελέτη αποδεικνύει κάποιο καθαρό ρίσκο στις διανυκτερεύσεις, οι λήπτες αποφάσεων επιβάλλεται να αναγνωρίσουν πως η αποστέρηση των διανυκτερεύσεων με τους πατέρες από τα παιδιά θα μπορούσε να εκθέσει σε κίνδυνο την ποιότητα της αναπτυσσόμενης μεταξύ τους σχέσης.
Οι έρευνες της McIntosh και συνεργατών (2010) και της Tornello και συνεργατών (2013) που στο παρελθόν επεσήμαναν κινδύνους με την κοινή φυσική επιμέλεια μικρών παιδιών κι έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον κατά της εναλλασσόμενης κατοικίας με την έννοια της μεροληπτικής ερμηνείας της έρευνας, έχουν πλήρως καταρριφθεί στην έκθεση του Warshak (2014), ως μεθοδολογικά μη έγκυρες καθώς και για αλλοίωση και για παραπλανητική χρήση δεδομένων από άλλου είδους έρευνες σε σχέση με την εναλλασσόμενη κατοικία στα βρέφη και τα νήπια, υποδεικνύοντας ότι τα συμπεράσματα βασίζονται περισσότερο σε ιδεολογικές μεροληψίες, παρά σε ακριβή επιστημονικά δεδομένα (ΕΛΨΕ,2020).
Η αποκοπή από την πατρική φιγούρα σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ενέχει κινδύνους για μη ολοκληρωμένη ανάπτυξη (Amato & Dorius, 2010· East, Jackson & O’Brien, 2006· Κουρκούτας, 2001).
Επιπλέον, η αναγνωρισμένη, διεθνώς, ψυχολόγος κι ερευνήτρια, Μ. Bergström, (2017) σε πρόσφατη έρευνά της που αφορά σε παιδιά ηλικίας (3-5 ετών), έδειξε ότι η εναλλασσόμενη κατοικία (με ίσο χρόνο διαμονής στο σπίτι κάθε γονέα) δεν σχετίζεται με περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα / συμπτώματα στα παιδιά πρώιμης ηλικίας (3-5 ετών). Αντίθετα, στην προσχολική ηλικία, η αποκλειστική επιμέλεια από τον έναν γονέα, ανεδείχθη σε στατιστικά σημαντικό παράγοντα που προβλέπει συναισθηματικά και συμπεριφορικά προβλήματα σε σύγκριση με την συνεπιμέλεια.
Στα ίδια συμπεράσματα κατέληξαν και δώδεκα (12) επιφανείς εμπειρογνώμονες σε συνέδριο στη Βοστώνη που αφορούσε θέματα επιμέλειας κι ανατροφής παιδιών με βάση την ανασκόπηση της σχετικής έρευνας/βιβλιογραφίας ( Braver & Lamb, 2018).
Συνεπώς, η συνεπιμέλεια με ίσο χρόνο κι εναλλασσόμενη κατοικία με διανυκτέρευση με τον πατέρα στα βρέφη και στα νήπια συνιστάται ανεπιφύλακτα από την ερευνητική βιβλιογραφία, καθώς εξασφαλίζεται η συναισθηματική σταθερότητα που απορρέει από την πατρική σχέση, και θα έχει σημαντικά οφέλη στην ψυχική υγεία κι ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών.
Όσον αφορά την κοινή φυσική επιμέλεια με εναλλασσόμενη κατοικία σε παιδιά της σχολικής ηλικίας και εφηβικής ηλικίας, με βάση έναν μεγάλο αριθμό ερευνών, τα παιδιά που ζούσαν υπό κοινή επιμέλεια αντιμετώπιζαν λιγότερα ψυχοσωματικά προβλήματα σε σχέση με αυτά που ζούσαν, ως επί το πλείστων ή αποκλειστικά, με έναν γονέα. Συγκεκριμένα, μελέτη σε 150.000 παιδιά ηλικίας 12-15 ετών δείχνει ότι τα παιδιά που περνούν ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς μετά από έναν χωρισμό, έχουν λιγότερα ψυχοσωματικά συμπτώματα σε σχέση με παιδιά που ζουν κυρίως ή μόνο με τον ένα γονέα. Τα παιδιά και οι έφηβοι της κοινής επιμέλειας με εναλλασσόμενη κατοικία είχαν παρόμοια αποτελέσματα με εκείνα των παραδοσιακών οικογενειών, σε αντίθεση με τα παιδιά που μεγάλωναν μόνο με έναν γονέα σε αποκλειστική επιμέλεια, τα οποία παρουσίασαν ψυχοσωματικά προβλήματα σε ποσοστό 25% (Bergström et al, 2015).
Μία μεταανάλυση 19 μελετών, έδειξε ότι τα παιδιά με κοινή επιμέλεια είχαν καλύτερα αποτελέσματα σε δείκτες ψυχικής και σωματικής υγείας (Baude et al.2016). Μία μελέτη στη Σουηδία έδειξε ότι τα παιδιά με κοινή φυσική επιμέλεια, είχαν χαμηλό επίπεδο άγχους σε σχέση με τα παιδιά της αποκλειστικής επιμέλειας και τα αποτελέσματα σχετίζονται με την καθημερινή φροντίδα κι από τους δύο γονείς μετά το διαζύγιο (Turunen, 2017). Σε μία άλλη μελέτη σε δείγμα 4823 παιδιών ηλικίας 10-18 ετών, βρέθηκε ότι τα παιδιά σε κοινή επιμέλεια με εναλλασσόμενη κατοικία έχουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση, αντίστοιχη με εκείνη των παιδιών σε άθικτες οικογένειες, ενώ τα παιδιά σε συνθήκη της αποκλειστικής επιμέλειας παρουσίασαν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση (Τurunen et al, 2017)
Σε πρόσφατη ημερίδα του πανεπιστημίου Αιγαίου με θέμα τη συνεπιμέλεια, η Σουηδή ερευνήτρια ψυχολόγος Malin Bergstrom (2020), μίλησε για «το στρες και την ευεξία των παιδιών στην κοινή ανατροφή, κοινή φυσική επιμέλεια» παρουσιάζοντας ερευνητικά δεδομένα και κατέληξε ότι: Τα παιδιά́ που ζουν ως επι το πλείστων με έναν γονέα έχουν περισσότερες πιθανότητες εμφάνισης και βίωσης άγχους. Ο κίνδυνος εμφάνισης ψυχολογικών προβλημάτων στα παιδιά́ που ζουν κυρίως ή μόνο με έναν γονέα είναι 15% και 30% αντίστοιχα. Η συχνότητα χαμηλής ποιότητας ζωής και χαμηλής ευημερίας διπλασιάζεται για τα παιδιά́ σε αποκλειστική́ επιμέλεια σε σύγκριση με τα παιδιά́ που ζουν σε πυρηνικές οικογένειες και σχεδόν διπλασιάζεται σε σύγκριση με τα παιδιά́ που ζουν στο πλαίσιο της κοινής ανατροφής.
Σε σχέση με την εφηβεία, σε μία μετα-ανάλυση 60 ερευνών της Nielsen (2018), τα παιδιά της κοινής φυσικής επιμέλειας ήταν καλύτερα προσαρμοσμένα από τα παιδιά της αποκλειστικής επιμέλειας σε μια σειρά δεικτών. Αν και ορισμένοι μπορεί να περίμεναν ότι οι έφηβοι που ήταν πολύ «νευρωτικοί» (με άγχος, ένταση, κατάθλιψη, λύπη) δεν θα προσαρμόζονταν τόσο καλά, όσο ζούσαν σε δύο σπίτια, (δηλαδή σε εναλλασσόμενη κατοικία και ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς, βασικές προϋποθέσεις της κοινής φυσικής επιμέλειας), αυτό δεν συνέβη. Σε 21 από τις 24 μελέτες, οι έφηβοι της κοινής φυσικής επιμέλειας ήταν πιο καλά προσαρμοσμένοι από τους εφήβους της αποκλειστικής επιμέλειας σε πολλαπλές διαστάσεις εφηβικής συμπεριφοράς: ποτό, κάπνισμα, χρήση ναρκωτικών, επιθετικότητα, εκφοβισμό (bullying), διάπραξη εγκληματικών πράξεων και κακή σχέση με τους συνομηλίκους. Οι έφηβοι της κοινής φυσικής επιμέλειας ανέφεραν ακόμη ότι είχαν καλύτερες σχέσεις και με τους δύο (2) βιολογικούς γονείς, τους θετούς γονείς και τους ανιόντες (παππούδες – γιαγιάδες) σε σχέση με τους εφήβους της αποκλειστικής επιμέλειας.
Ο χρόνος των διανυκτερεύσεων, συμπεριλαμβανομένων των διανυκτερεύσεων μεσοβδόμαδα, κατά το σχολικό έτος, είναι ευεργετικός, διότι καθιστά δυνατή την συμμετοχή των γονέων σε μια ποικιλία δραστηριοτήτων (βοήθεια ρουτίνας ύπνου, βοήθεια πρωινής ρουτίνας ετοιμασίας για το σχολείο, πειθαρχία στο σπίτι (Braver & Lamb, 2012.˙ Finley & Schwartz, 2007).
Σε ένα συνέδριο στην Βοστώνη (2017), όπου συμμετείχαν δώδεκα (12) εξέχοντες διεθνώς ειδικοί ερευνητές κι εμπειρογνώμονες (ψυχολόγοι, παιδοψυχίατροι, ειδικοί σε θέματα ανάπτυξης και σχεδίων ανατροφής παιδιών) πραγματοποιήθηκε ανασκόπηση όλης της βιβλιογραφίας και των μετα-αναλύσεων σε θέματα ανατροφής παιδιών. Οι ως άνω αναφερόμενοι κατέληξαν ότι τα ερευνητικά δεδομένα που διατίθενται σήμερα υποστηρίζουν την άποψη, ότι τα παιδιά του διαζυγίου, κατά μέσο όρο, επωφελούνται ουσιαστικά από τις ρυθμίσεις της κοινής επιμέλειας και φροντίδας, σύμφωνα με τις οποίες τα ανήλικα ζουν με κάθε γονέα τουλάχιστον το 35% του χρόνου σε εναλλασσόμενη κατοικία. Τα ευρήματα περισσότερων από 50 μεμονωμένες μελέτες δείχνουν ότι τα παιδιά που ανατρέφονται από κοινού κι εξίσου από τους δύο γονείς τους τα καταφέρνουν καλύτερα σε σύγκριση με εκείνα που ευρίσκονται σε αποκλειστική επιμέλεια (βλέπε κριτικές του Bauserman, 2002; Nielsen, 2015, 2017).
Τα ευεργετικά αποτελέσματα της κοινής επιμέλειας είναι εμφανή σε ένα ευρύ φάσμα δεικτών για την ευημερία των παιδιών, συμπεριλαμβανομένων των παρακάτω: (α) χαμηλότερα επίπεδα κατάθλιψης, άγχους και απογοήτευσης (β) χαμηλότερη επιθετικότητα και μειωμένη κατάχρηση αλκοόλ και ουσιών (γ) καλύτερη σχολική επίδοση και γνωστική ανάπτυξη (δ) καλύτερη σωματική υγεία (ε) χαμηλότερα ποσοστά καπνίσματος και (στ) καλύτερες σχέσεις με πατέρες, μητέρες, θετούς γονείς και παππούδες. Φυσικά, ορισμένες μελέτες απέτυχαν να δείξουν τέτοια οφέλη, αλλά σχεδόν ουδεμία δείχνει ότι η κοινή επιμέλεια βλάπτει τα παιδιά. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ παιδιών με διαφορετικές ρυθμίσεις επιμέλειας. Οι δώδεκα (12) εμπειρογνώμονες συμφώνησαν ότι έχει επιτευχθεί ένα κρίσιμο σημείο στην έρευνα και ότι τα οφέλη της κοινής επιμέλειας για τα περισσότερα παιδιά δεν μπορούν πλέον να αμφισβητηθούν.
Οι περισσότεροι ειδικοί υποστήριξαν ότι η κοινή επιμέλεια ωφελούσε τα παιδιά σε μεγάλο βαθμό, επειδή το να έχουν δύο γονείς που σχετίζονται στην καθημερινή τους ζωή ήταν πιο ευεργετικό από το να έχουν μόνο έναν. Επιπλέον, η κοινή επιμέλεια επιτρέπει η «αδύναμη» γονική ανατροφή ενός γονέα να αντισταθμίζεται από την «ισχυρή» γονική ανατροφή του άλλου γονέα. Παραδείγματος χάριν, όταν τα παιδιά έλαβαν καλή γονική ανατροφή είτε από τη μητέρα τους είτε από τον πατέρα τους, είχαν λιγότερα συναισθηματικά και συμπεριφορικά προβλήματα ακόμα κι όταν ο άλλος γονέας είχε αδύναμες γονικές ικανότητες (Elam, Sandler, Wolchik & Tein, 2016; Sandler, Wheeler & Braver, 2013). Με άλλα λόγια, ένας καλός πατέρας μπορεί να «καλύψει» μια λιγότερο επιδέξια μητέρα και το αντίστροφο. Στις διευθετήσεις κοινής επιμέλειας, τα παιδιά έχουν δύο πιθανότητες να λάβουν καλή γονική ανατροφή, ενώ εάν ένας και μοναδικός γονέας έχει ανεπάρκεια γονικής δεξιότητας, το παιδί στερείται ενός δεύτερου γονέα που μπορεί να παρέμβει πλήρως «και να σώσει τη κατάσταση».
Οι ρυθμίσεις συνεπιμέλειας σηματοδοτούν ότι και οι δύο γονείς έχουν σημασία, και οι δύο διατηρούν τους γονικούς ρόλους και τις ευθύνες τους, και οι δύο είναι απαραίτητοι για την ευημερία του παιδιού και κανένας δεν πρέπει να απορριφθεί ή να μειωθεί σε δευτερεύοντα ή καθαρά οικονομικό ρόλο. Το να γνωρίζουν ότι είναι σημαντικοί για κάθε γονέα επηρεάζει έντονα την συναισθηματική λειτουργία των εφήβων (Schenck et al., 2009). Οι Velez, Braver, Cookston, Fabricius και Parke (Family Relations, in press) διαπίστωσαν, επίσης, ότι η επίδραση του πατέρα μετά το διαζύγιο είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στην προσαρμοστικότητα του παιδιού από ότι η επίδραση της μητέρας.
Το γεγονός ότι οι πατέρες διαδραματίζουν σημαντικό παιδαγωγικό ρόλο στην ζωή του παιδιού αποκτά δημόσια αποδοχή. Παραδείγματος χάριν, οι διαφημίσεις με πατέρες και παιδιά έχουν αλλάξει αισθητά από τις παλαιότερες που απεικονίζουν τους πατέρες απλά ως αδέξιους (Tropp & Kelly, 2015). Πράγματι, η Nielsen προσλήφθηκε πρόσφατα ως σύμβουλος από διαφημιστές που προσπαθούν να ευθυγραμμίσουν τις διαφημίσεις τους με τις σύγχρονες αντιλήψεις για το πώς αλληλεπιδρούν οι πατέρες με τις μικρές κόρες τους (Huffman, 2017). Η αναγνώριση ότι οι πατέρες είναι απαραίτητοι και σημαντικοί, όχι άχρηστοι ή καταστροφικοί, μπορεί και έχει επιφέρει αλλαγή τόσο σε πρακτικό όσο και σε νομικό επίπεδο.
Οι πατέρες τελευταίως περιγράφονται σε πολιτισμικές απεικονίσεις ως στοργικοί και ωφέλιμοι στα παιδιά σε αντίθεση με την προηγούμενη εικόνα τους ως αδέξιων, ανίκανων, αδιάφορων και πιθανώς επικίνδυνων. Οι ΗΠΑ και οι ευρωπαϊκές χώρες υιοθετούν ταχέως πολιτικές φιλικές προς την κοινή ανατροφή/επιμέλεια, ενώ καμία κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι πολίτες τώρα αποδέχονται τις συμφωνίες κοινής επιμέλειας με συντριπτικές πλειοψηφίες και είναι επικριτικοί με τις τρέχουσες πολιτικές των δικαστηρίων προς το αντίθετο (Braver et al., 1997).
Τα παιδιά σε οικογένειες με κοινή επιμέλεια μπορούν, επίσης, να ωφεληθούν επειδή έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στο «κοινωνικό κεφάλαιο» από δύο γονείς (Austin, 2011; Coleman, 1990; Hetherington, 1999). Το κοινωνικό κεφάλαιο περιγράφει τη σειρά των κοινωνικών εφοδίων και μηχανισμών που προωθούν την ευημερία των ατόμων και τις πιθανότητες επιτυχίας. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός και η αποτελεσματικότητα αυτών των εφοδίων, τόσο καλύτερα ως άτομα θα είναι. Τα παιδιά σε οικογένειες με αποκλειστική επιμέλεια, είναι λιγότερο πιθανό από τα παιδιά κοινή φυσική επιμέλεια να λαμβάνουν τα οφέλη του κοινωνικού κεφαλαίου και από τους δύο γονείς
Η κοινή επιμέλεια/συνεπιμέλεια με ίσο χρόνο κι εναλλασσόμενη κατοικία είναι ευεργετική για τα παιδιά σε όλες τις ηλικίες από τα βρέφη και τα μικρά παιδιά μέχρι τους εφήβους και θα πρέπει να καθιερωθεί και να θεσπιστεί, ώστε τα παιδιά των χωρισμένων γονέων να συνεχίσουν να ανατρέφονται και με τους δύο γονείς τους και να δρέπουν τα οφέλη της κοινής ανατροφής που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την υγιή και ομαλή ψυχολογική τους ανάπτυξη και υγεία. Άλλως, η διαιώνιση της κείμενης νομοθεσίας που δίδει μόνο επικοινωνία στον πατέρα, αναθέτοντάς του τον ρόλο του περιστασιακού επισκέπτη, θα έχει ως επίπτωση την γονική αποξένωση, η οποία είναι μία κατάσταση σοβαρής ψυχοπαθολογίας τόσο για το παιδί όσο και για τον γονέα με καταστροφικά και δια βίου αποτελέσματα στην ψυχική υγεία τους.
Όπως είπε ο Freud: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη στην παιδική ηλικία από την ανάγκη για πατρική προστασία».
*Μαρία Καπερώνη
Κλινικός Ψυχολόγος Παιδιών κι Εφήβων, ΜSc ΑΠΘ, EuroPsy (European Certificate in Clinical & Health Psychology)
ΓΝΘ Ιπποκράτειο-Παιδοψυχιατρικό Τμήμα
Ενδεικτική βιβλιογραφία
1. Bergström, M., Fransson, E., Modin, B., Berlin, M., Gustafsson, P. A., & Hjern, A. (2015). Fifty moves a year: Is there an association between joint physical custody and psychosomatic problems in children? Journal of Epidemiology and Community Health, 69, 769–774.
2. Braver L. S., Lamb. E. M. (2018). Shared Parenting After Parental Separation: The Views of 12 Experts Journal of Divorce & Remarriage, 59, 372-387
3. Fransson, E., Låftman, S. B., Östberg, V., Hjern, A., & Bergström, M. (2017). The living conditions of children with shared residence–the Swedish example. Child Indicators Research, 1–23.
4. Nielsen L. (2018). Joint Versus Sole Physical Custody: Children’s Outcomes Independent of Parent–Child Relationships, Income, and Conflict in 60 Studies. Journal of Divorce & Remarriage, 59,247-281
5. Warshak, R. A. (2014). Social science and parenting plans for young children: A consensus report. Psychology, Public Policy, and Law, 20, 46–67. doi:10.1037/law0000005
6. https://elpse.com/wp-content/uploads/2020/07/ELPSE-KEIMENO-GIA-TH-SYNEPIMELEIA.pdf