Άρση της ποινικής δίωξης και καταδίκης τους αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Επέβαλε αποζημίωση, καθώς απαιτείται προστασία λόγω της κατάστασής τους.
Τα φραουλοχώραφα στην Ελλάδα, δεν είναι η μόνη περίπτωση καταδίκης για τις συνθήκες εργασίας αλλοδαπών. Όπως αποφάνθηκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το φαινόμενο της εκμετάλλευσης μεταναστών και κυρίως ανηλίκων καλά κρατεί.
Στην πρώτη απόφαση, σχετικά με την άσκηση ποινικής δίωξης για θύματα εμπορίας ανθρώπων, προχώρησε το ΕΔΔΑ. «Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι εξετάζει την πρώτη υπόθεση για θύμα εμπορίας που διώχθηκε και ανέφερε ότι οι σχετικές διεθνείς συνθήκες δεν παρέχουν ασυλία από τη δίωξη παρά ταύτα τόνισε ότι όταν οι αρχές έχουν υπόνοια για παράνομη διακίνηση ανθρώπων πρέπει να λάβουν ειδική αξιολόγηση εμπειρογνωμόνων και μόνο βάσει αυτής να στηρίξουν μία δίωξη».
Η υπόθεση αφορούσε δύο προσφυγές ανήλικων θυμάτων εμπορίας, που αναγκάστηκαν βάσει των στοιχείων να εργαστούν σε καλλιέργειες κάνναβης. Οι προσφεύγοντες που ήταν ανήλικοι κάτω των 18 ετών, υπήκοοι του Βιετνάμ, διακινήθηκαν παρανόμως στο Ηνωμένο Βασίλειο και οδηγήθηκαν να δουλεύουν καταναγκαστικά σε καλλιέργειες κάνναβης.
Συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν χωρίς η εισαγγελική αρχή που άσκησε την δίωξη να εξετάσει την πιθανότητα της παράνομης διακίνησης τους, παρότι είχε σαφείς ενδείξεις ότι οι ανήλικοι προσφεύγοντες ήταν θύματα εμπορίας. Αντιστοίχως και το Εφετείο έκρινε νομότυπη την δίωξη της εισαγγελικής αρχής και απέρριψε τις εφέσεις των προσφευγόντων χωρίς να τους χαρακτηρίσει θύματα εμπορίας ανθρώπων.
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ «οι σχετικές διεθνείς συνθήκες δεν παρείχαν ασυλία από την ποινική δίωξη, αν και τα κράτη είχαν την διακριτική ευχέρεια να μην ασκούν δίωξη στις περιπτώσεις που εγκληματική δραστηριότητα εντοπίστηκε εγκαίρως». Ωστόσο, έκρινε ότι «η δίωξη πιθανών θυμάτων εμπορίας ανθρώπων ενδέχεται να έρχεται σε αντίθεση με το καθήκον του κράτους να λάβει κατάλληλα μέτρα για την προστασία τους όταν υπήρχε βάσιμη υπόνοια ότι ένα άτομο είχε πέσει θύμα παράνομης διακίνησης. Μόλις οι αρχές αποκτήσουν πληροφορίες για τέτοιες ενέργειες διακίνησης, το άτομο πρέπει να αξιολογηθεί κατάλληλα από ειδικό ψυχίατρο. Η απόφαση για ποινική δίωξη πρέπει να στηρίζεται μόνο σε μία τέτοια αξιολόγηση, ειδικά όταν ένα άτομο είναι ανήλικος, και ο εισαγγελέας οφείλει να επικαλεστεί σαφείς λόγους σύμφωνους με το διεθνές δίκαιο για να διαφωνήσει με την αξιολόγηση».
Όπως επισημαίνεται «παρόλο που οι αρχές είχαν προβεί σε ορισμένες διευκολύνσεις στους προσφεύγοντες μετά την έκδοση των καταδικαστικών αποφάσεων, το Δικαστήριο διαπίστωσε ωστόσο ότι η έλλειψη αξιολόγησης ως προς το κατά πόσον οι προσφεύγοντες είχαν πέσει θύματα εμπορίας ανθρώπων, δυνητικά τους εμπόδισε να εξασφαλίσουν αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την υπεράσπισή τους. Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι αυτή η «αδικία» είχε θεραπευτεί με την εκδίκαση της έφεσης, καθώς – όπως έχει ήδη σημειωθεί – η κρίση του Εφετείου περιορίστηκε στην εξέταση του κατά πόσον η δίωξη έγινε κατά παράβαση της διαδικασίας και στηρίχθηκε σε παράγοντες που δεν φαίνεται να ερμήνευσαν τον πυρήνα του διεθνώς αποδεκτού ορισμού της εμπορίας ανθρώπων»
Για τους λόγους αυτούς στην απόφαση του το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έπρεπε να πληρώσει σε καθένα των προσφευγόντων 25.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 20.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.