ΑΡΙΘΜΟΣ 236/2020
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
– Σύμβαση έργου. Εγκατάσταση υδραυλικού ανελκυστήρα. Ολοκλήρωση και θεραπεία ελλείψεων και ελαττωμάτων από εργοδότη. Απατηλή συμπεριφορά εργολάβου. Συμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη εργολάβου. Αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του εργοδότη. Απορρίπτει ένσταση παραγραφής και καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αξίωσης. Η αμοιβή του τεχνικού συμβούλου, όταν δεν είναι από υπερβολική πρόνοια, συμπεριλαμβάνεται στα δικαστικά έξοδα.
– Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1, 2, 5, 6 και 9 του Ν. 6422/1934, των εκδοθέντων κατ΄ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού από 14-10-1937 β.δ/τος, 25/1938 β.δ/τος, ΚΥΑ 32803/1308/1997 (ΦΕΚ Β 815/1997), ΚΥΑ 29362/1957 (ΦΕΚ Β 1797/2005), ΚΥΑ 28425/2008 (ΦΕΚ 2604/2008), με τις οποίες προβλέπεται η άσκηση του επαγγέλματος του Μηχανολόγου Μηχανικού, του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού και του Μηχανολόγου Ηλεκτρολόγου από διπλωματούχους Ανώτατης Τεχνικής Σχολής, η εκπόνηση μελετών από αυτούς και η διενέργεια, μεταξύ άλλων, ηλεκτρομηχανολογικών και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων ανελκυστήρων, οι όροι εγκατάστασης, λειτουργίας και συντήρησης ανελκυστήρων και οι κυρώσεις παράβασής τους, προκύπτει ότι η διεκπεραίωση ορισμένων ηλεκτρολογικών και μηχανολογικών μελετών και εργασιών για την εγκατάσταση και λειτουργία ανελκυστήρων επιβάλλεται να γίνεται από Διπλωματούχους Μηχανικούς αντίστοιχης ειδικότητας. Δεν συνάγεται όμως, από τις ίδιες διατάξεις ότι για το κύρος της σύμβασης έργου, με την οποία αναλαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 681 επ. του ΑΚ η υποχρέωση εγκατάστασης ανελκυστήρα σε οικοδομή από εργολάβο, απαιτείται να συντρέχουν στο πρόσωπο του τελευταίου και τα τυπικά προσόντα Διπλωματούχου Μηχανικού, που, όπως προεκτέθηκε, ο νόμος αξιώνει για τη διενέργεια μελετών και εργασιών εγκατάστασης ανελκυστήρων. Η σύμβαση αυτή είναι έγκυρη και παράγει ως τέτοια τις έννομες συνέπειές της, αφού δεν προσκρούει σε καμιά απαγορευτική διάταξη νόμου, και δεν ελέγχεται για ακυρότητα στο πλαίσιο των άρθρων 174 και 180 του ΑΚ. Ενδεχόμενη εκτέλεση εργασιών, που επιφυλάσσονται σε Διπλωματούχους Μηχανικούς και αδειούχους εγκαταστάτες, κατά την εγκατάσταση ανελκυστήρα από τον ίδιο το μη προσοντούχο εργολάβο, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της σύμβασης έργου, αλλά μπορεί, να αντιμετωπιστεί, ως απαγορευμένη από το νόμο παροχή, στο πλαίσιο του άρθρου 365 του ΑΚ (ΑΠ 1970/2013). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 688 – 690 του ΑΚ, που καθορίζουν λεπτομερώς την ευθύνη του εργολάβου αναλόγως με τη φύση των ελαττωμάτων και ελλείψεων, τα οποία φέρει το έργο που εκτελέσθηκε από αυτόν, συνάγεται ότι ο εργοδότης δικαιούται να απαιτήσει, σε περίπτωση ουσιωδών ελαττωμάτων, τα οποία καθιστούν το έργο άχρηστο, ή ελλείψεως των συνομολογημένων ιδιοτήτων είτε τη διόρθωση είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής, είτε αντί αυτών την υπαναχώρηση από τη σύμβαση, σε περίπτωση δε κατά την οποία οι ελλείψεις του έργου (ελαττώματα ή συνομολογημένες ιδιότητες) οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης δικαιούται αντί υπαναχωρήσεως ή μειώσεως της αμοιβής να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της συμβάσεως. Έτσι, ο εργοδότης που ζητεί αποζημίωση με βάση το άρθρο 690 του ΑΚ οφείλει να επικαλεσθεί την κατάρτιση της συμβάσεως, ότι το έργο που εκτελέσθηκε φέρει ελλείψεις, που οφείλονται σε υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια), χωρίς να ενδιαφέρει η διάκρισή τους σε ουσιώδεις ή επουσιώδεις ή συνομολογημένες ιδιότητες και τη ζημία που υπέστη από τις ελλείψεις αυτές, η οποία τελεί σε λογική ακολουθία με το ποσό της αποζημιώσεως που ζητεί. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ συνάγεται, ότι μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο βραχύτερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ΄ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος, εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, κάτω από τις οποίες η ικανοποίηση του δανειστή θα επιφέρει δυσμενείς για τα συμφέροντα του οφειλέτη επιπτώσεις, ώστε για την αποτροπή αυτών να κρίνεται, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, επιβεβλημένη η θυσία του αξιουμένου δικαιώματος (ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 237/2005, ΑΠ 781/2003).
– Κατά το άρθρο 937 εδ. α΄ του ΑΚ η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε την ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, ενώ σε κάθε περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Από τις διατάξεις αυτές του νόμου σαφώς προκύπτει ότι προϋπόθεση για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής της αξιώσεως που προήλθε από αδικοπραξία είναι η γνώση από τον παθόντα τόσο της ζημίας όσο και του υπαιτίου προς αποζημίωση, δηλαδή, όλων εκείνων των πραγματικών περιστατικών που παρέχουν σε αυτόν την δυνατότητα να ασκήσει ορισμένη αγωγή εναντίον συγκεκριμένου προσώπου. Εάν ένα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι γνωστό, η αξίωση παραγράφεται μετά είκοσι έτη από τη τέλεση της αδικοπραξίας. Ως γνώση της ζημίας, για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής, νοείται η γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι δε η γνώση της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως (ΟλΑΠ 24/2003, ΑΠ 1787/2014). Επίσης, κατά το άρθρο 261 εδ. α΄ του ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται, μεταξύ άλλων, και με την άσκηση της αγωγής, δηλαδή με την επίδοση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 1405/2019, ΑΠ 950/2015).