Περισσότερο από το ένα τρίτο του στρατιωτικού εξοπλισμού που πωλήθηκε παγκοσμίως την πενταετία 2016-2020 προήλθε από τις ΗΠΑ, καθιστώντας τη χώρα ως τον μεγαλύτερο εξαγωγέα όπλων παγκοσμίως, σύμφωνα με έρευνα που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το σουηδικό ινστιτούτο SIPRI.
Το 37% των όπλων που πωλήθηκαν σε όλο τον κόσμο την περίοδο αυτό προήλθε από τις ΗΠΑ, οι οποίες παρείχαν στρατιωτικό εξοπλισμό σε 96 χώρες, αυξάνοντας τις εξαγωγές τους κατά 15% σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία (2011-2015). Οι μισές πωλήσεις αμερικανικών όπλων είχαν προορισμό τη Μέση Ανατολή, με τη Σαουδική Αραβία να λαμβάνει το ένα τέταρτο των συνολικών αμερικανικών εξαγωγών στρατιωτικού εξοπλισμού.
Ωστόσο ο συνολικός όγκος των εξαγωγών στρατιωτικού εξοπλισμού το διάστημα 2016-2020 σημείωσε μείωση για πρώτη φορά μετά την περίοδο 2001-2005, φτάνοντας στα επίπεδα του Ψυχρού Πολέμου.
«Είναι πολύ νωρίς να πούμε αν η περίοδος της γρήγορης αύξησης των πωλήσεων όπλων των προηγούμενων δύο δεκαετιών έχει τελειώσει», σχολίασε ο Πίτερ Βέζεμαν, αναλυτής του SIPRI.
«Οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας covid-19 ενδέχεται να ωθήσουν κάποιες χώρες να αναθεωρήσουν τις εισαγωγές όπλων τους τα επόμενα χρόνια», πρόσθεσε σε ανακοίνωσή του.
«Ωστόσο την ίδια ώρα, ακόμη και στο απόγειο της πανδημίας το 2020, αρκετές χώρες υπέγραψαν μεγάλα συμβόλαιο για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού», επεσήμανε ο Βέζεμαν, σημειώνοντας ότι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα υπέγραψαν συμφωνία με τις ΗΠΑ για την αγορά πολεμικών αεροσκαφών F-35 και drone, ενώ σε αγορές πολεμικών αεροσκαφών προχώρησαν η Πολωνία, η Ιαπωνία και η Γερμανία.
Ο Βέζερμαν σχολίασε ότι μένει να φανεί αν η νέα αμερικανική κυβέρνηση υπό τον Τζο Μπάιντεν θα αναθεωρήσει την πολίτικη εξαγωγών όπλων προς τη Σαουδική Αραβία. Το βασίλειο του Κόλπου παραμένει ο μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων παγκοσμίως και εκτός από τις ΗΠΑ προμηθεύεται εξοπλισμό από τη Βρετανία και τη Γαλλία.
Η Ρωσία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγός στρατιωτικού εξοπλισμού και όπλων, αντιπροσωπεύοντας το ένα πέμπτο παγκοσμίως. Η Μόσχα την προηγούμενη πενταετία πούλησε όπλα σε 45 χώρες, με περισσότερες από τις μισές εξαγωγές της να πηγαίνουν στην Ινδία, την Κίνα και την Αλγερία.
Τρίτη μεγαλύτερη εξαγωγός είναι η Γαλλία, η οποία υπέγραψε την προηγούμενη πενταετία μεγάλα συμβόλαια με την Ινδία, την Αίγυπτο και το Κατάρ, σύμφωνα με το SIPRI.
Την πεντάδα των μεγαλύτερων εξαγωγών όπλων ολοκληρώνουν η Γερμανία και η Κίνα. Το Πεκίνο παρείχε όπλα σε 51 χώρες, όμως πολλές αγορές είναι κλειστές για τα κινεζικά όπλα — όπως αυτές της Ινδίας, της Ιαπωνίας και της Αυστραλίας– για πολιτικούς λόγους.
Οι χώρες της Μέσης Ανατολής αύξησαν κατά 25% τις εισαγωγές όπλων το διάστημα 2016-2020 σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία, με τη Σαουδική Αραβία να τις αυξάνει κατά 61% και το Κατάρ κατά 361%.
Η Ασία και η Ωκεανία ήταν οι περιοχές που εισήγαγαν τα περισσότερα όπλα, λαμβάνοντας το 42% όσων πωλήθηκαν την προηγούμενη πενταετία. Ινδία, Αυστραλία, Κίνα, Νότια Κορέα και Πακιστάν ήταν οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς της περιοχής.
«Για πολλές χώρες στην Ασία και την Ωκεανία η Κίνα θεωρείται ολοένα και περισσότερο ως απειλή, γεγονός που ωθεί την αύξηση στις εισαγωγές όπλων», σχολίασε το SIPRI.