ΣτΕ 1108/2020
Φορολογία κληρονομιών – Νόμιμο μαχητό τεκμήριο περί του ότι κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου εξακολουθούσε να υπάρχει και, συνεπώς, ανήκει στην κληρονομιαία περιουσία το τίμημα από την εκποίηση, από τον ίδιο, ακινήτων του, εάν ο κληρονομούμενος τα επώλησε εντός της τελευταίας πριν από τον θάνατό του πενταετίας.
Περίληψη
Η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 του ν.δ/τος 118/1973 επιτρέπει την διά παντός νομίμου μέσου απόδειξη από τον κληρονόμο περί του ότι το τίμημα πωλήσεως ακινήτου από τον κληρονομηθέντα (η οποία έλαβε χώρα εντός της τελευταίας, προ του θανάτου του, πενταετίας) δεν περιλαμβάνεται στην κληρονομία κατά το καθιερούμενο από την εν λόγω διάταξη τεκμήριο, συνάγεται ότι τούτο δύναται να αποδειχθεί όχι μόνον από έγγραφα αποδεικνύοντα αμέσως την ανάλωση του τιμήματος αλλά και από γεγονότα, από την εκτίμηση των οποίων, βάσει των κανόνων της λογικής και της κοινής πείρας, συνάγεται συμπέρασμα ότι το ποσό του τιμήματος ή μέρος αυτού αναλώθηκε και δεν περιλαμβάνεται στην κληρονομία.
Ειδικότερα, με την ως άνω διάταξη, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα ότι η φορολογική αρχή, όταν επιβάλλει φόρο κληρονομίας, φέρει το βάρος της αποδείξεως του ισχυρισμού της ότι τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία επιβάλλεται ο φόρος περιλαμβάνονται στην κληρονομία, ήτοι ανήκαν στον κληρονομούμενο κατά το χρόνο του θανάτου του, καθιερώνεται νόμιμο μαχητό τεκμήριο, μεταξύ άλλων, περί του ότι κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου εξακολουθούσε να υπάρχει και, συνεπώς, ανήκει στην κληρονομιαία περιουσία το τίμημα από την εκποίηση, από τον ίδιο, ακινήτων του, εάν ο κληρονομούμενος τα επώλησε εντός της τελευταίας πριν από τον θάνατό του πενταετίας.
Το τεκμήριο αυτό δύναται να ανατραπεί με κάθε νόμιμο μέσο από τον κληρονόμο, ο οποίος, και αν ακόμη το Δημόσιο αποδείξει την βάση του τεκμηρίου αυτού, όπως έχει υποχρέωση, ήτοι την εκποίηση από τον κληρονομούμενο ακινήτων που ανήκαν σ΄ αυτόν εντός της τελευταίας πριν από τον θάνατό του πενταετίας και την είσπραξη από τον ίδιο του αντιστοίχου τιμήματος, δύναται να αποδείξει ότι το εν λόγω τίμημα δεν υπήρχε στην κληρονομία κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Εχει δε περαιτέρω κριθεί (ΣτΕ 3992/1988) ότι το εκτεθέν μαχητό τεκμήριο καθιερώνεται αδιαστίκτως σε βάρος του κληρονόμου, χωρίς να προβλέπεται για την εφαρμογή του καμμία διάκριση αναφορικά με την σχέση που συνδέει τον τελευταίο με τον κληρονομούμενο, με συνέπεια να μην ασκεί επιρροή το ζήτημα εάν η σχέση του κληρονόμου προς τον κληρονομηθέντα ήταν τέτοια, ώστε να του επιτρέπει να γνωρίζει πώς διέθεσε ο τελευταίος το τίμημα.
Αριθμός 1108/2020
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Οκτωβρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Σ. Βιτάλη, Α. Σδράκα, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Ν. Σεκέρογλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 3 Νοεμβρίου 2015 αίτηση:
του……………………………………. ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο ……………………, που τον διόρισε με πληρεξούσιο και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 816/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρ. Σταυρουλάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως κατεβλήθη το νόμιμο παράβολο (βλ. το Θ0144468/2015 διπλότυπο εισπράξεως της ΔΟΥ Ψυχικού).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 816/2015 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη προσφυγή του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 2/2012 πράξεως του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΙΔ΄ Αθηνών περί καταλογισμού φόρου κληρονομίας και, ειδικότερα, κυρίου και προσθέτου, λόγω μη υποβολής δηλώσεως, φόρου, ποσού 291.738 και 123.988 ευρώ, αντιστοίχως.
3. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), ορίζει ότι «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση». Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12παρ. 1 του ν. 3900/2010, «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ […]». Επομένως, για το παραδεκτό αιτήσεως αναιρέσεως με αντικείμενο όχι κατώτερο των 40.000 ευρώ ο αναιρεσείων βαρύνεται να τεκμηριώσει στο εισαγωγικό δικόγραφο με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς ότι με καθέναν από τους λόγους αναιρέσεως τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που είναι κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς και επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, στην τελευταία δε περίπτωση πρέπει ο αναιρεσείων να προσκομίζει την απόφαση, την οποία επικαλείται (ΣτΕ 4163/2012 επταμ., 507/2014, 435/2017, 247/2018). Εξάλλου, ως νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε σχέση με την οποία μπορεί να προβληθεί αντίθεση προς θεμελίωση του παραδεκτού λόγου αναιρέσεως, νοείται ερμηνευτική κρίση του Δικαστηρίου τόσο ρητή όσο και εμμέσως πλην σαφώς συναγομένη (ΣτΕ 88/2018 – πρβλ.ΣτΕ 167/2017, 2599/2015 επταμ.).
4. Επειδή, ο Κώδικας Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2961/2001 (Α΄ 266), ορίζει στο άρθρο 3 (“Περιουσία που υποβάλλεται σε φόρο”) ότι “1…3… το τίμημα από εκποίηση περιουσιακού στοιχείου που πραγματοποίησε ο κληρονομούμενος μέσα στην προηγούμενη του θανάτου του… πενταετία, προκειμένου για ακίνητο, θεωρ[εί]ται ότι ανήκ[ει] στην κληρονομία. Επιτρέπεται η απόδειξη για το αντίθετο με κάθε νόμιμο μέσο…” και στο άρθρο 66 ότι “1.Αρμόδιος για την αποδοχή των δηλώσεων και τη βεβαίωση του φόρου, κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, είναι ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της κατοικίας του κληρονομουμένου…”.
5. Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί, καθ’ ερμηνεία της ομοίου περιεχομένου, προς την παρατεθείσα στην προηγούμενη σκέψη, διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 του ν.δ/τος 118/1973 «Περί κώδικος φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων (Α΄ 202) (ΣτΕ 502-7/2000, 3700-1/1998, 5045-50, 4793, 110/1996, 5220-9, 4703,/1995, 3147/1994, 1118-20, 1534/1991, 3240-1/1990, 3992, 3245/1988, 3097/1985, 2782/1980 κ.α.), από την διάταξη αυτή, η οποία επιτρέπει την διά παντός νομίμου μέσου απόδειξη από τον κληρονόμο περί του ότι το τίμημα πωλήσεως ακινήτου από τον κληρονομηθέντα (η οποία έλαβε χώρα εντός της τελευταίας, προ του θανάτου του, πενταετίας) δεν περιλαμβάνεται στην κληρονομία κατά το καθιερούμενο από την εν λόγω διάταξη τεκμήριο, συνάγεται ότι τούτο δύναται να αποδειχθεί όχι μόνον από έγγραφα αποδεικνύοντα αμέσως την ανάλωση του τιμήματος αλλά και από γεγονότα, από την εκτίμηση των οποίων, βάσει των κανόνων της λογικής και της κοινής πείρας, συνάγεται συμπέρασμα ότι το ποσό του τιμήματος ή μέρος αυτού αναλώθηκε και δεν περιλαμβάνεται στην κληρονομία. Ειδικότερα, με την ως άνω διάταξη, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα ότι η φορολογική αρχή, όταν επιβάλλει φόρο κληρονομίας, φέρει το βάρος της αποδείξεως του ισχυρισμού της ότι τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία επιβάλλεται ο φόρος περιλαμβάνονται στην κληρονομία, ήτοι ανήκαν στον κληρονομούμενο κατά το χρόνο του θανάτου του, καθιερώνεται νόμιμο μαχητό τεκμήριο, μεταξύ άλλων, περί του ότι κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου εξακολουθούσε να υπάρχει και, συνεπώς, ανήκει στην κληρονομιαία περιουσία το τίμημα από την εκποίηση, από τον ίδιο, ακινήτων του, εάν ο κληρονομούμενος τα επώλησε εντός της τελευταίας πριν από τον θάνατό του πενταετίας. Το τεκμήριο αυτό δύναται να ανατραπεί με κάθε νόμιμο μέσο από τον κληρονόμο, ο οποίος, και αν ακόμη το Δημόσιο αποδείξει την βάση του τεκμηρίου αυτού, όπως έχει υποχρέωση, ήτοι την εκποίηση από τον κληρονομούμενο ακινήτων που ανήκαν σ΄ αυτόν εντός της τελευταίας πριν από τον θάνατό του πενταετίας και την είσπραξη από τον ίδιο του αντιστοίχου τιμήματος, δύναται να αποδείξει ότι το εν λόγω τίμημα δεν υπήρχε στην κληρονομία κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Εχει δε περαιτέρω κριθεί (ΣτΕ 3992/1988) ότι το εκτεθέν μαχητό τεκμήριο καθιερώνεται αδιαστίκτως σε βάρος του κληρονόμου, χωρίς να προβλέπεται για την εφαρμογή του καμμία διάκριση αναφορικά με την σχέση που συνδέει τον τελευταίο με τον κληρονομούμενο, με συνέπεια να μην ασκεί επιρροή το ζήτημα εάν η σχέση του κληρονόμου προς τον κληρονομηθέντα ήταν τέτοια, ώστε να του επιτρέπει να γνωρίζει πώς διέθεσε ο τελευταίος το τίμημα.
6. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κρίθηκε ότι με την διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών καθιερώνεται νόμιμο μαχητό τεκμήριο περί του ότι περιλαμβάνεται στην κληρονομία το τίμημα από την εκποίηση ακινήτων που πραγματοποίησε ο κληρονομούμενος εντός της τελευταίας πενταετίας πριν από τον θάνατό του και ότι το τεκμήριο αυτό δύναται να ανατραπεί από τον κληρονόμο με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Περαιτέρω, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι ο ήδη αναιρεσείων κληρονόμησε εκ διαθήκης κατά ποσοστό 50% την περιουσία της από 17-8-2009 θανούσης σε ηλικία 83 ετών………………. η οποία κατά το έτος 2005 είχε μεταβιβάσει όλη την ακίνητη περιουσία της και είχε εισπράξει, ένεκα τούτου, το ποσό των 1.634.781 ευρώ, ότι έκτοτε και μέχρι τον θάνατό της εφιλοξενείτο στην οικία του αναιρεσείοντος στην Αθήνα, εκτός από το τελευταίο οκτάμηνο της ζωής της που φιλοξενήθηκε σε μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων, ότι η ως άνω διαθέτης είχε δηλώσει ποσό 1.634.777,73 ευρώ ως έσοδα από διάθεση ακινήτων στην δήλωση φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2006 και ότι κατά την τελευταία πενταετία πριν από τον θάνατό της δήλωνε εισοδήματα από συντάξεις στις οικείες δηλώσεις φόρου εισοδήματος, χωρίς να προκύπτουν δεδομένα για δωρεές ή αγορές της, ότι, συνεκτιμηθέντος και του προχωρημένου της ηλικίας της, το ως άνω δηλωθέν εισόδημά της από συντάξεις κάλυπτε τις ανάγκες της και ότι, συνεπώς, το εισπραχθέν από την πώληση της ακίνητης περιουσίας της ποσό των 1.634.777,43 ευρώ υπήρχε, κατά την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 3 παρ.3 του ν.2961/2001, στην κληρονομία της κατά τον χρόνο επαγωγής αυτής και έπρεπε να φορολογηθεί, απερρίφθη δε ως αόριστος αλλά και ως αναπόδεικτος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί του ότι ποσά 600.000 και 400.000 ευρώ δόθηκαν από την θανούσα αφ’ ενός τον Ιούλιο του έτους 2006 σε οδηγό ΤΑΧΙ ως δάνειο, χωρίς αυτό να της επιστραφεί, αφ’ ετέρου σε μοναστήρια των νομών Αττικής και Βοιωτίας, αντιστοίχως, ενώ δεν έγινε δεκτή, ως μη νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο ελλείψει τηρήσεως της σχετικής προδικασίας, συγκεκριμένη ένορκη βεβαίωση φίλης της θανούσης, την οποία είχε επικαλεσθεί ο αναιρεσείων.
7. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ότι η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, υπό την έννοια ότι δεν υφίσταται πραγματική δυνατότητα ανταποδείξεως σε σχέση με το αναφερόμενο στην σκέψη 5 τεκμήριο, το οποίο, συνεπώς, καθίσταται αμάχητο, στις περιπτώσεις που ο κληρονόμος δεν έχει συγγενική σχέση ή κοινωνικές επαφές με τον κληρονομούμενο, όπως στην ένδικη υπόθεση, που μεταξύ τους υπήρχε “μόνον μια επαγγελματική σχέση”, ότι σε κάθε περίπτωση τεκμαρτού προσδιορισμού της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών το βάρος αποδείξεως πρέπει να βαρύνει την διοίκηση, ότι κατά κοινή πείρα αποκλείεται οι κληρονομούμενοι να έχουν διατηρήσει στο ακέραιο το τίμημα που εισέπραξαν από εκποίηση ακινήτου τους μετά παρέλευση πενταετίας από την εν λόγω εκποίηση και, συνεπώς, τίθεται ζήτημα παραβιάσεως και της αρχής της αναλογικότητας, εφ’ όσον ουδεμία χρονική κλιμάκωση για την εφαρμογή του τεκμηρίου προβλέπεται. Συνακολούθως, προβάλλεται ότι η επίμαχη ρύθμιση θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή, μόνο εάν αφορούσε σε τίμημα εισπραχθέν κατά το τελευταίο έτος της ζωής του κληρονομουμένου, για δε το απώτερο τούτου χρονικό διάστημα μέχρι την πενταετία θα έπρεπε να θεσπισθεί ποσοστό απομειώσεως του εναπομείναντος τιμήματος, που θα αυξανόταν όσο θα πλησίαζε στο πέμπτο προ του θανάτου έτος. ΄Ομως, το Συμβούλιο της Επικρατείας, προβαίνοντας, με τις μνημονευόμενες στην σκέψη 5 αποφάσεις του, ήδη πριν από την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως σε ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διατάξεως, μολονότι δεν διετύπωσε σχετική ρητή κρίση, έκρινε εμμέσως πλην σαφώς, χαρακτηρίζοντας, μάλιστα, το επίμαχο τεκμήριο ως “νόμιμο μαχητό”, ότι αυτή τυγχάνει εφαρμογής και δεν είναι αντίθετη προς οιαδήποτε άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, όπως το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος και η αρχή της αναλογικότητος. Επομένως, ο προβαλλόμενος προς θεμελίωση του παραδεκτού ισχυρισμός περί ελλείψεως νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το ανωτέρω συνταγματικό ζήτημα είναι αβάσιμος, απορριπτομένου, συνακολούθως, του οικείου λόγου αναιρέσεως ως απαραδέκτου, αλλά και ως αβασίμου (πρβλ. ΣτΕ 2686, 2129, 1264, 819/2017, 2598/2015 επταμ.).
8. Επειδή, περαιτέρω, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση απερρίφθη ως αβάσιμος λόγος της προσφυγής περί κατά τόπον αναρμοδιότητας ως προς την έκδοση της ένδικης καταλογιστικής πράξεως από όργανο της ΔΟΥ …………, αντί της, κατά τον αναιρεσείοντα, αρμοδίας ΔΟΥ ………………ως εκ της φιλοξενίας της κληρονομουμένης από 23-12-2008 έως την ημερομηνία θανάτου της (17-8-2009) σε μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων στην ……………. Ο λόγος απερρίφθη, ειδικότερα, από το δικάσαν διοικητικό εφετείο, με την αιτιολογία ότι η κατοικία της ανωτέρω, κατά την έννοια της παρατεθείσης στην σκέψη 4 διατάξεως του άρθρου 66 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, εξακολούθησε να βρίσκεται στην Αθήνα, ήτοι στην διεύθυνση της οικίας του αναιρεσείοντος, στην οποία η ανωτέρω εφιλοξενείτο μετά την μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας της (2005) και η οποία υπάγεται στην κατά τόπον αρμοδιότητα της εκδούσης την καταλογιστική πράξη φορολογικής αρχής. Και τούτο, διότι, κατά την προσβαλλομένη απόφαση, σε όλες τις, μετά την ως άνω μεταβίβαση, καταχωρισθείσες στο Μητρώο της ΔΟΥ ………….. δηλώσεις φόρου εισοδήματος της κληρονομουμένης, οικονομικών ετών 2006-2010, αναφερόταν η διεύθυνση της ως άνω οικίας, χωρίς η κληρονομουμένη να δηλώσει ενώπιον της φορολογικής αρχής πρόθεση μεταβολής της διευθύνσεως κατοικίας της.
9. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση επαναλαμβάνεται ο παρατεθείς στην προηγουμένη σκέψη λόγος προσφυγής και προβάλλεται, ειδικότερα, ότι η κληρονομουμένη, ως εκ του προχωρημένου της ηλικίας της και της ελλείψεως εγγυτέρων συγγενών, εγκαταστάθηκε εκουσίως στην προαναφερθείσα μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων όχι πρόσκαιρα αλλά, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Αστικού Κώδικα περί της εννοίας της κατοικίας ως του τόπου της κύριας και μόνιμης εγκαταστάσεως, με σαφή πρόθεση την χρησιμοποίησή της ως κέντρου των βιοτικών της σχέσεων για τα τελευταία χρόνια της ζωής της.
Προς θεμελίωση του παραδεκτού προβάλλεται η ύπαρξη νομολογίας “που δικαιώνει την άποψη του αιτούντος”. Ακόμη και αν, καθ’ ερμηνεία του ισχυρισμού αυτού, θεωρηθεί ότι προβάλλεται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, καμμία, πάντως, από τις αποφάσεις (ήτοι τις ΣτΕ 1312/1991, 1438/1995, 1865, 2312/2002, 2114-5/2003, 1331/2004, 535/2007, 1113/2008), των οποίων γίνεται επίκληση και μάλιστα, όχι ειδικώς προς θεμελίωση του παραδεκτού (εκτός της ΣτΕ 1113/2008) αλλά απλώς προς επίρρωση του βασίμου, δεν αφορά στο εν προκειμένω τιθέμενο ζήτημα, εάν, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 66 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, μεταβάλλεται η κατοικία του κληρονομουμένου και, συνακολούθως, η κατά τόπον αρμοδιότητα της φορολογικής αρχής για έκδοση πράξεως καταλογιστικής του φόρου κληρονομίας, στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος αλλάξει μεν τόπο διαμονής, χωρίς, όμως, να δηλώσει την σχετική μεταβολή της διευθύνσεώς του ενώπιον της φορολογικής αρχής. Ομοίως αβασίμως γίνεται επίκληση της 1198/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία, επιπλέον, ούτε προσκομίσθηκε ούτε προβλήθηκε ότι είναι αμετάκλητη. Επομένως, και ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αλλά και ως αβάσιμος, διότι, αν ο κληρονομούμενος αλλάξει τον τόπο κατοικίας του, χωρίς να δηλώσει τη μεταβολή αυτή στην αρμόδια, ως εκ του εν λόγω τόπου, φορολογική αρχή, η αρχή αυτή είναι αρμόδια για την έκδοση πράξεως καταλογιστικής φόρου κληρονομίας.
10. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση είναι, στο σύνολό της, απορριπτέα ως απαράδεκτη.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 24 Οκτωβρίου 2018
Η Πρόεδρος του Β΄ ΤμήματοςΗ Γραμματέας
Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης Μαΐου 2020.
Η Πρόεδρος του Β´ ΤμήματοςΗ Γραμματέας του Β´ Τμήματος
Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα