ΑΡΙΘΜΟΣ 599/2020
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
– Κατάσχεση εις χείρας τρίτου. Υποχρέωση κατάθεσης δήλωσης. Ανακοπή κατά της δήλωσης τρίτου. Εκμίσθωση κοινού πράγματος με απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών.
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 985 και 986 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο τρίτος, στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση οφείλει, μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών αφότου του επιδοθεί το κατασχετήριο έγγραφο, να δηλώσει αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση. Στην περίπτωση που ο τρίτος με την κατά το άρθρο 985 παρ. 1 του ΚΠολΔ δήλωσή του αποδεχθεί την ύπαρξη της απαίτησης, όπως προσδιορίζεται στο κατασχετήριο έγγραφο, η δήλωσή του αυτή είναι καταφατική, διαφορετικά, σε περίπτωση που αρνηθεί την ύπαρξή της, η δήλωση αυτή είναι αρνητική, ενώ, εάν εφησυχάσει και παρέλθει η υπό του ως άνω άρθρου προθεσμία, θεωρείται, κατά νομικό πλάσμα, η παράλειψη αυτή ως αρνητική δήλωση. Επίσης, η ως άνω δήλωση του τρίτου πρέπει να είναι ακριβής (ειλικρινής). Η δήλωση αυτή είναι ανακριβής όταν δεν ανταποκρίνεται προς την αλήθεια, που αφορά στην κατασχεθείσα απαίτηση και γενικώς στις σχέσεις μεταξύ του τρίτου και του καθού η κατάσχεση. Γενικώς, η ανακρίβεια μπορεί να συνίσταται είτε στην απόκρυψη της ύπαρξης της απαίτησης, είτε σε παράλειψη ή εσφαλμένη έκθεση ορισμένου περιστατικού. Επίσης, εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ως άνω δήλωση, όποιος επέβαλε την κατάσχεση έχει δικαίωμα να ασκήσει σχετική ανακοπή, ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ. και 23 επ. του ΚΠολΔ αρμόδιου δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη για την αρμοδιότητα αυτού και της φύσεως της αντίστοιχης απαιτήσεως. Ειδικότερα, από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι στον προαναφερθέντα κατάσχοντα παρέχεται ειδικό ένδικο βοήθημα, με το οποίο αυτός μπορεί να αμφισβητήσει την τυχόν αρνητική δήλωση του τρίτου, και να επιδιώξει την αναγνώριση της κατασχεθείσας απαιτήσεως και την καταδίκη του τρίτου σε καταβολή του ποσού της κατασχεθείσας απαιτήσεως, θεωρώντας αυτόν ως οφειλέτη του κατασχεμένου (άρθρο 990 του ΚΠολΔ), ενώ η αναγνώριση της ανειλικρίνειας της αρνητικής δήλωσης ή της προς αυτήν εξομοιούμενης παράλειψης του τρίτου αποτελεί αυτόθροη συνέπεια του αναγνωριστικού χαρακτήρα της ανακοπής και της επ’ αυτής εκδιδόμενης αποφάσεως. Έτσι, μεταξύ του κατάσχοντος και του τρίτου δημιουργείται δίκη, στην οποία κατ’ ουσίαν εισάγεται προς εκδίκαση η υπόθεση που αφορά στην έναντι του τρίτου απαίτηση του καθού η κατάσχεση (εκτέλεση), που αποτελεί και το κύριο αντικείμενο της δίκης, δηλαδή με την ανακοπή ασκεί ο ανακόπτων πλαγιαστικώς (άρθρο 72 ΚΠολΔ) τα δικαιώματα του καθού η κατάσχεση. Ακόμη, ο ανακόπτων υποχρεούται να προσδιορίσει με την ανακοπή του, υπό τους όρους των άρθρων 215-216 του ΚΠολΔ, τη δικαιογόνο αιτία και τα παραγωγικά γεγονότα της κατασχεμένης απαίτησης, δηλαδή είναι αναγκαία ειδική αναφορά των περιστατικών από τα οποία απορρέει η υποχρέωση του τρίτου για καταβολή συγκεκριμένου ποσού στον καθού η κατάσχεση, αφού ο ανακόπτων φέρει το βάρος της απόδειξης της ύπαρξης της κατασχεμένης απαίτησης, διαφορετικά το δικόγραφο αυτής είναι αόριστο. Συγκεκριμένα, για το ορισμένο της σχετικής ανακοπής απαιτείται η περιγραφή της απαίτησης, κατά τα ουσιώδη αυτής στοιχεία, ιδίως όταν πρόκειται για ενοχική απαίτηση (ΑΠ287/2020, ΑΠ1242/2019, ΑΠ480/2012, ΕφΑθ736/2018, ΕφΑθ 1022/2008 ΕφΑΔ 2009 228).
– Κατά τις διατάξεις των άρθρων 785 εδ. α΄, 786, 787, 788 παρ. 1 εδ. α΄, 789 εδ. α΄ και 574 του ΑΚ, εάν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερους από κοινού, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, υπάρχει ανάμεσα τους κοινωνία κατ’ ιδανικά μέρη, έτσι, κάθε κοινωνός έχει ανάλογη μερίδα στους καρπούς του κοινού αντικειμένου και κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να κάνει χρήση του κοινού αντικειμένου, εφόσον αυτή δεν εμποδίζει τη σύγχρηση των λοιπών, ενώ, η διοίκηση του κοινού ανήκει σε όλους μαζί τους κοινωνούς και με απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών μπορεί να καθορισθεί ο τρόπος της τακτικής διοικήσεως και εκμεταλλεύσεως που αρμόζει στο κοινό αντικείμενο. Επίσης, με τη σύμβαση της μισθώσεως πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα (άρθρο 574 ΑΚ). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων προκύπτει ότι η επιμέλεια της παραγωγής και συλλογής των καρπών του κοινού πράγματος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατά το άρθρο 961 παρ. 3 του ΑΚ, και οι πολιτικοί καρποί, δηλαδή οι πρόσοδοι, που παρέχει το πράγμα βάσει κάποιας έννομης σχέσης και επί των οποίων έχει ανάλογη μερίδα κάθε κοινωνός, αποτελεί περιεχόμενο της τακτικής διοικήσεως και εκμεταλλεύσεως αυτού. Με τέτοιο χαρακτήρα η παραγωγή και κτήση των πολιτικών καρπών του κοινού πράγματος, στους οποίους ανήκουν και τα μισθώματα από την εκμίσθωση του σε τρίτο, αποτελεί δικαίωμα και καθήκον όλων μαζί των κοινωνών, ενώ, με απόφαση της πλειοψηφίας αυτών, η οποία είναι υποχρεωτική και για τους μειοψηφήσαντες ή αρνούμενους την επιχείρηση της πράξεως διοικήσεως κοινωνούς, οι οποίοι δεσμεύονται έναντι των τρίτων απ’ αυτήν. Ακόμη, σε περίπτωση που με απόφαση της πλειοψηφίας εκμισθωθεί το κοινό πράγμα σε τρίτο, εκμισθωτής είναι, αναλόγως με τον τρόπο συντάξεως του σχετικού συμφωνητικού της μισθώσεως, η πλειοψηφία των κοινωνών ή όλοι μαζί οι κοινωνοί και όχι ο καθένας απ’ αυτούς χωριστά για την ιδανική μερίδα του στο κοινό, αφού η κατοχή του πράγματος που οφείλεται από τη σύμβαση στο μισθωτή αποτελεί αδιαίρετη παροχή (άρθρο 494 ΑΚ), ο δε μισθωτής εκπληρώνει την από το άρθρο 574 του ΑΚ υποχρέωση του για την καταβολή του μισθώματος καταβάλλοντος ολόκληρο τούτο στη συνάψασα την εκμίσθωση του κοινού πλειοψηφία, η οποία είναι δεκτική καταβολής κατά τις διατάξεις των άρθρων 417, 789 και 574 του ΑΚ, αφού, κατά τα προαναφερθέντα, η είσπραξη των μισθωμάτων του κοινού μισθίου αποτελεί πράξη τακτικής διοικήσεως και εκμεταλλεύσεως αυτού (ΑΠ 255/2000, ΕφΠειρ 175/2005 ΑρχΝ 2009 551, Π. Κορνηλάκη «Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο» εκδ. 2η τ. ΙΙ σελ. 69).