ΑΡΙΘΜΟΣ 709/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Κοινωνία. Επιδίκαση ολόκληρης επιχείρησης σε έναν ή ορισμένους κοινωνούς.
– Κατά την παρ. 1 του άρθρου 483 ΚΠολΔ, αν στην κοινωνία υπάρχει εμπορική, βιομηχανική, βιοτεχνική, μεταλλευτική, γεωργική, κτηνοτροφική ή άλλη επιχείρηση, που αποτελεί οικονομικό σύνολο, το δικαστήριο μπορεί με αίτηση κάποιου από τους κοινωνούς να επιδικάσει ολόκληρη την επιχείρηση, που πρέπει να διανεμηθεί, σε εκείνον που το ζητεί, έναντι καταβολής χρηματικού ποσού ίσου προς την αγοραία αξία της επιχειρήσεως. Για να καθορισθεί η αξία εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 482 ΚΠολΔ. Αν περισσότεροι κοινωνοί ζητήσουν να επιδικασθεί σ’ αυτούς η επιχείρηση, το δικαστήριο την επιδικάζει σε εκείνον, που κατά την κρίση του είναι πιο ικανός να τη συνεχίσει, κατά τρόπο επωφελή. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, η αίτηση ενός ή περισσότερων κοινωνών για επιδίκαση ολόκληρης της επιχείρησης, ως οικονομικού συνόλου, είτε η επιχείρηση αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της κοινωνίας, είτε ένα από τα στοιχεία, που την αποτελούν, μπορεί, αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι, για τους οποίους δικαιολογείται να μη γίνει η διανομή της, να υποβληθεί στο δικαστήριο της διανομής και πριν από κάθε εκκαθάριση ή άσκηση της αγωγής για διανομή της κοινής περιουσίας και να δικασθεί από το ίδιο δικαστήριο αυτοτελώς. Από τη διάταξη αυτή, συνάγεται ότι η επιδίκαση επιχείρησης, ως συνόλου πραγμάτων, δικαιωμάτων άυλων αγαθών ή πραγματικών καταστάσεων (όπως η πελατεία, η εμπορική φήμη, η πίστη, η καλή πορεία της επιχειρήσεως κλπ.), τα οποία οργανώθηκαν σε οικονομική ενότητα, από τον επιχειρηματία, εναπόκειται στην έμφρονα κρίση του δικαστή, που αποφασίζει με κριτήριο την ικανότητα διατηρήσεως αυτής, από τον αιτούντα. Σε περίπτωση δε που ζητούν περισσότεροι του ενός κοινωνοί την επιδίκαση της επιχείρησης, ο δικαστής αποφασίζει με κριτήριο την αναζήτηση του πλέον ικανού για τη συνέχισή της. Προϋπόθεση, όμως, για να υποβληθεί, στο δικαστήριο της διανομής, αίτηση για επιδίκαση της επιχειρήσεως, από ένα ή περισσότερους κοινωνούς, και πριν από κάθε εκκαθάριση ή άσκηση της αγωγής για διανομή της κοινής περιουσίας και να δικασθεί αυτή, από το ίδιο δικαστήριο, αυτοτελώς, αποτελεί η συνδρομή σοβαρών λόγων, που δικαιολογούν τη μη διανομή της. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός ικανός (επί ενός αιτούντος) ή ικανότερος (επί περισσοτέρων αιτούντων), για επωφελή συνέχιση της επιχειρήσεως, είναι αόριστες νομικές έννοιες και υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, ενόψει του ότι η παραπάνω διάταξη, που τις προβλέπει, αποτελεί κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Η ικανότητα αυτή κρίνεται από την εμπειρία, την εργατικότητα, την επιχειρηματική διορατικότητα, την επιχειρηματική οργάνωση παραγωγής και διαθέσεως των προϊόντων της επιχειρήσεως και γενικά της λειτουργίας της, καθώς και από την οικονομική δυνατότητα για τη συντήρηση, την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων της επιχειρήσεως (ΑΠ109/1997, ΑΠ519/1989). Όταν, όμως, ο μοναδικός κοινωνός, που υπέβαλε αίτηση για επιδίκαση, σ’ αυτόν, της επιχείρησης, κριθεί, από το δικαστήριο, μη ικανός για τη διατήρησή της η αίτησή του απορρίπτεται, έστω και αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι για τη μη διανομή της (επιχείρησης). Και τούτο διότι, υπό την αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, το Δικαστήριο, σ’ αυτή την περίπτωση, θα ήταν υποχρεωμένο να επιδικάσει την επιχείρηση στον (μόνο) αιτούντα κοινωνό, παρότι θα τον είχε κρίνει ακατάλληλο για τη διατήρησή της, με όλες τις συνεπαγόμενες, εντεύθεν, επιζήμιες συνέπειες, τόσο για τους κοινωνούς, στο σύνολό τους, όσο και για την επιχείρηση, ως οικονομική μονάδα και να καταλήξει, έτσι, σε λύση ασύμβατη με το σκοπό της ως άνω διάταξης, δηλαδή την επωφελή συνέχιση των επιχειρήσεων, προς όφελος της εθνικής οικονομίας (βλ. ΣχΠολΔ V 71).