Στο νέο πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή και συγκεκριμένα στα άρθρα 57-70 περιέχονται οι διατάξεις για το νέο πρόγραμμα στήριξης προς επιχειρήσεις που έχουν πληγεί από τις δυσμενείς συνέπειες του κορωνοϊού, με τη μορφή συνεισφοράς του Δημοσίου για την αποπληρωμή των επιχειρηματικών δανείων.
Ειδικότερα:
α. Προβλέπεται, για χρονικό διάστημα έως οκτώ (8) μήνες, η επιδότηση μέρους των μηνιαίων δόσεων δανείων, των πληττόμενων επιχειρήσεων με πεδίο εφαρμογής τις οφειλές προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ενεργών νομικών προσώπων και φυσικών προσώπων, ελεύθερων ή επιτηδευματιών ή εταίρων.
β. Καθορίζονται:
-οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας,
– η διαδικασία υποβολής, έγκρισης και διαχείρισης των αιτήσεων για τη συμμετοχή στο εν λόγω πρόγραμμα, η οποία διεξάγεται αποκλειστικά μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας,
– συγκεκριμένα κριτήρια, διαδικασίες και προθεσμίες για την καταβολή της συνεισφοράς του Δημοσίου, που διαφοροποιούνται, ανάλογα με την κατάσταση της επιλέξιμης οφειλής (εξυπηρετούμενη ή μη). (άρθρα 57 – 62)
2.Καθορίζεται η διαδικασία καταβολής της συνεισφοράς του Δημοσίου και συγκεκριμένα:
α. Δεν απαιτείται η προσκόμιση φορολογικής ή ασφαλιστικής ενημερότητας του οφειλέτη, για την έγκριση και καταβολή αυτής.
β. Καταβάλλεται σε μηνιαία βάση στους ειδικούς και ακατάσχετους λογαριασμούς εξυπηρέτησης των οφειλών που έχουν αποσταλεί στην ηλεκτρονική πλατφόρμα και δεν κατάσχεται ούτε συμψηφίζεται.
Η εν λόγω συνεισφορά είναι ανεκχώρητη και ακατάσχετη στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, κατα παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, δεν δεσμεύεται και δεν συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (ο.τ.α.) και τα νομικά πρόσωπα αυτών, τα ασφαλιστικά ταμεία και τα πιστωτικά ιδρύματα.
γ. Παρέχεται η δυνατότητα χρηματοδότησής της από το συγχρηματοδοτούμενο σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (Π.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών. Με κ.υ.α. μπορεί να ρυθμίζεται η διαδικασία για τη χρηματοδότηση και την καταβολή της συνεισφοράς από το Π.Δ.Ε. ή και από το Ε.Σ.Π.Α. (άρθρο 63)
3. α. Προσδιορίζεται ανά περίπτωση, το ύψος της συνεισφοράς του Δημοσίου σε ποσοστό επί της μηνιαίας δόσης, υπό την επιφύλαξη της μη υπέρβασης των αναφερόμενών ορίων.
β. Καθορίζονται οι υποχρεώσεις του οφειλέτη, τόσο καθ’ όλη τη διάρκεια της καταβολής συνεισφοράς του Δημοσίου όσο και μετά την ολοκλήρωση αυτής καθώς και οι περιπτώσεις διακοπής της εν λόγω συνεισφοράς. (άρθρα 64 – 66)
4. α. Σε περίπτωση έκπτωσης του οφειλέτη από τη συνεισφορά του Δημοσίου, αφενός αναζητούνται και καταλογίζονται σε βάρος του τα καταβληθέντα ποσά αφετέρου επιστρέφονται εντόκως, από την ημερομηνία καταβολής τους και έως την επιστροφή τους, με το οριζόμενο κατά περίπτωση επιτόκιο.
β. Ρυθμίζονται θέματα αναφορικά με:
i) τη διενέργεια των σχετικών ελέγχων, για την τήρηση των προϋποθέσεων και υποχρεώσεων στο πλαίσιο εφαρμογής των προαναφερόμενων διατάξεων,
ιι) το καθεστώς διαφάνειας βάσει του οποίου χορηγούνται οι σχετικές ενισχύσεις κ.λπ. (άρθρα 67 – 70)
Αναλυτικά οι διατάξεις :
ΜΕΡΟΣ Β’
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ ΓΙΑ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΛΗΓΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΡΩΝΟΪΟΥ COVID-19
Άρθρο 57 Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις επιλεξιμότητας
1. Το Δημόσιο συνεισφέρει, για χρονικό διάστημα, που δεν υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες, από την ημερομηνία έγκρισης της κατά το άρθρο 62 του παρόντος αίτησης, στις δόσεις για την αποπληρωμή των πάσης φύσεως επιχειρηματικών ή επαγγελματικών οφειλών προς χρηματοδοτικούς φορείς, ενεργών νομικών προσώπων και φυσικών προσώπων, ελεύθερων επαγγελματιών ή επιτηδευματιών ή εταίρων.
2. Επιλέξιμα είναι:
α) ενεργά νομικά πρόσωπα, τα οποία συνιστούν μικρή, πολύ μικρή ή μεσαία επιχείρηση κατά την έννοια του Παραρτήματος Ι του Κανονισμού (ΕΕ) 651/2014 της Επιτροπής της 17ης Ιουνίου 2014 για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης (L 187) εξαιρούμενων των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που εξαιρούνται από την επιλεξιμότητα της παρούσας είναι όσοι έχουν ως κύριο Κωδικό Αριθμό Δραστηριότητας 64.00 ή 65.00 ή 66.00. Από αυτούς, όσοι οργανισμοί έχουν κύριο Κωδικό Αριθμό Δραστηριότητας 64.91, 65.11, 65.12, 65.20, 66.19, 66.21, 66.22 και 66.29 δεν καταλαμβάνονται από την εξαίρεση του προηγούμενου εδαφίου.
β) φυσικά πρόσωπα που είναι ενεργοί ελεύθεροι επαγγελματίες ή επιτηδευματίες ή εταίροι προσωπικών ή κεφαλαιουχικών εταιρειών.
Τα πρόσωπα των περ. α) και β) είναι επιλέξιμα υπό την προϋπόθεση ότι έχουν αποδεδειγμένα πληγεί και για τον λόγο αυτό ενταχθεί στα έκτακτα μέτρα προστασίας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, σύμφωνα με την παρ. 3.
3. Ειδικότερα πληγέντες θεωρούνται:
α) Νομικά πρόσωπα της παρ. 2 και επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ατομικών επιχειρήσεων, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν ως πληττόμενοι, βάσει του Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητάς (ΚΑΔ) τους, σύμφωνα με υπουργικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί ή θα εκδοθούν μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της αίτησης κατά την παρ. 1 του άρθρου 61 και των οποίων τα έσοδα του ημερολογιακού έτους 2020 παρουσίασαν μείωση ίση ή μεγαλύτερη του είκοσι τοις εκατό (20%), σε σχέση με το αντίστοιχα έσοδα του ημερολογιακού έτους 2019, όπως αυτό προκύπτει από τις περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α.. Εάν οι ανωτέρω δεν υπόκεινται σε Φ.Π.Α., η μείωση πρέπει να προκύπτει από τα στοιχεία που υποβάλλονται στη Φορολογική Διοίκηση.
β) Ελεύθεροι επαγγελματίες ή φυσικά πρόσωπα που ασκούν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν διαθέτουν εργαζομένους, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν ως πληττόμενοι, βάσει του Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητάς (ΚΑΔ) τους, σύμφωνα με υπουργικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί ή θα εκδοθούν μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της αίτησης κατά την παρ. 1 του άρθρου 61 και των οποίων τα έσοδα του ημερολογιακού έτους 2020 παρουσίασαν μείωση ίση ή μεγαλύτερη του είκοσι τοις εκατό (20%), σε σχέση με το ημερολογιακό έτος 2019, όπως αυτό προκύπτει από τις περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α.. Εάν οι ανωτέρω δεν υπόκεινται σε Φ.Π.Α., η μείωση πρέπει να προκύπτει από τα στοιχεία που υποβάλλονται στη Φορολογική Διοίκηση.
γ) Νομικά πρόσωπα της παρ. 2 ή επιχειρήσεις που έχουν ως αντικείμενο την εκμετάλλευση ακινήτων, που έλαβαν μειωμένο μίσθωμα, σύμφωνα με υπουργικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί ή θα εκδοθούν μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της αίτησης κατά την παρ. 1 του άρθρου 61 και των οποίων τα έσοδα του ημερολογιακού έτους 2020 παρουσίασαν μείωση ίση ή μεγαλύτερη του είκοσι τοις εκατό (20%), σε σχέση με τα αντίστοιχα έσοδα του ημερολογιακού έτους 2019, όπως αυτό προκύπτει από τις περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α.. Εάν οι ανωτέρω δεν υπόκεινται σε Φ.Π.Α., η μείωση πρέπει να προκύπτει από τα υποβαλλόμενα στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση.
δ) Εταίροι προσωπικών ή κεφαλαιουχικών εταιρειών, των οποίων η λειτουργία έχει ανασταλεί υποχρεωτικά ή οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως πληττόμενες, βάσει του Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητάς (ΚΑΔ) τους, σύμφωνα με υπουργικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί ή θα εκδοθούν μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της αίτησης κατά την παρ. 1 του άρθρου 61 και εφόσον τα έσοδα της εταιρίας και τα δικά τους έσοδα του ημερολογιακού έτους 2020 παρουσίασαν μείωση ίση ή μεγαλύτερη του είκοσι τοις εκατό (20%), σε σχέση με τα αντίστοιχα έσοδα του ημερολογιακού έτους 2019, όπως αυτό προκύπτει από τις περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α.. Εάν οι ανωτέρω δεν υπόκεινται σε Φ.Π.Α., η μείωση πρέπει να προκύπτει από τα υποβαλλόμενα στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση.
ε) Δικαιούχοι ή λήπτες της ενίσχυσης με τη μορφή της επιστρεπτέας προκαταβολής, σύμφωνα με υπουργικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί ή θα εκδοθούν μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της αίτησης κατά την παρ. 1 του άρθρου 61 και των οποίων τα έσοδα του ημερολογιακού έτους 2020 παρουσίασαν μείωση ίση ή μεγαλύτερη του είκοσι τοις εκατό (20%), σε σχέση με το αντίστοιχα έσοδα του ημερολογιακού έτους 2019, όπως αυτό προκύπτει από τις περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. Εάν οι ανωτέρω δεν υπόκεινται σε Φ.Π.Α., η μείωση πρέπει να προκύπτει από τα υποβαλλόμενα στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση.
στ) Νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ατομικών επιχειρήσεων – εργοδοτών του ιδιωτικού τομέα που έχουν εντάξει εργαζομένους τους στις ρυθμίσεις της υπ. αρ. οικ.23103/478/2020 (Β’ 2274) κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (Μηχανισμός «Συνεργασία») μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της αίτησης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 61 και των οποίων τα έσοδα του ημερολογιακού έτους 2020 παρουσίασαν μείωση ίση ή μεγαλύτερη του είκοσι τοις εκατό (20%), σε σχέση με το αντίστοιχα έσοδα του ημερολογιακού έτους 2019, όπως αυτό προκύπτει από τις περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α.. Εάν οι ανωτέρω δεν υπόκεινται σε Φ.Π.Α., η μείωση πρέπει να προκύπτει από τα υποβαλλόμενα στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση.
4. Πέραν των προϋποθέσεων της παρ. 3, ο αιτών πρέπει σωρευτικά να πληροί και τις ακόλουθες προϋποθέσεις επιλεξιμότητας:
α) Να υφίσταται οφειλή προς χρηματοδοτικό φορέα επιδεκτική συνεισφοράς κατά την παρ. 1.
β) Να μην υφίσταται ενεργή εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου ή φορέων του Ελληνικού Δημοσίου ή της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας ή ευρωπαϊκών φορέων από πόρους εθνικούς ή ευρωπαϊκούς για την επιδεκτική συνεισφοράς οφειλή.
γ) Να μην υφίσταται κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης άλλη ενεργή κρατική ενίσχυση ή συνεισφορά για την επιδεκτική συνεισφοράς οφειλή. Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι επιλέξιμα προς συνεισφορά, μεταξύ άλλων, και τα δάνεια που έχουν επιδοτηθεί δυνάμει του Κεφαλαίου Γ’ του Μέρους Τρίτου του ν. 4714/2020 (Α’ 148).
δ) Να μην έχουν δάνεια τα οποία δεν εξυπηρετούνται και επιπλέον έχουν καταγγελθεί μέχρι και την ημερομηνία της αίτησης, που καταλαμβάνουν ποσοστό μεγαλύτερο του πενήντα τοις εκατό (50%) επί του συνόλου των δανείων που έχουν λάβει από χρηματοδοτικούς φορείς για οποιαδήποτε αιτία. Δάνεια τα οποία είχαν ρυθμιστεί πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης δεν θεωρούνται ως καταγγελμένα για να κριθεί η επιλεξιμότητα του αιτούντος σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.
ε) Να πληρούνται, ως προς την επιδεκτική συνεισφοράς του Δημοσίου οφειλή, για κάθε περίπτωση ξεχωριστά τα ακόλουθα πρόσθετα κριτήρια επιλεξιμότητας ανά επιλέξιμο πρόσωπο:
εα) Εφόσον πρόκειται για οφειλές εξυπηρετούμενες ή οφειλές που παρουσίαζαν καθυστέρηση μέχρι ενενήντα (90) ημέρες στις 31.12.2020:
Ι) για φυσικά πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία ή που ασκούν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν διαθέτουν εργαζομένους:
i) Η ακίνητη περιουσία του αιτούντος να έχει συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τις εξακόσιες χιλιάδες (600.000) ευρώ.
ii) Ο ετήσιος κύκλος εργασιών ή το εισόδημα κατά περίπτωση, κατά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, να μην υπερβαίνει τις είκοσι τέσσερις χιλιάδες (24.000) ευρώ. Το ποσό του προηγούμενου εδαφίου προσαυξάνεται κατά δεκαοκτώ χιλιάδες (18.000) ευρώ για τον σύζυγο ή τη σύζυγο και κατά πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ για κάθε εξαρτώμενο μέλος και μέχρι τρία (3) εξαρτώμενα μέλη. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, λαμβάνεται υπόψη το οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος φυσικού προσώπου, κατά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης.
iii) Οι καταθέσεις και τα επενδυτικά προϊόντα του αιτούντος στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τις σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 61. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνονται υπόψη οι καταθέσεις και τα επενδυτικά προϊόντα του αιτούντος, του ή της συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών.
iv) Το σύνολο του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιδεκτικών για τη συνεισφορά του Δημοσίου οφειλών, στο οποίο συνυπολογίζονται λογιστικοποιημένοι από τους πιστωτές τόκοι, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του άρθρου 61, να μην υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ ανά πιστωτή. Αν η οφειλή έχει συνομολογηθεί σε άλλο, πλην του ευρώ, νόμισμα, για τον καθορισμό του μέγιστου ορίου του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνεται υπόψη η ισοτιμία του αλλοδαπού νομίσματος με το ευρώ κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα του προηγούμενου μήνα από την υποβολή της αίτησης του άρθρου 61.
ΙΙ) Για νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ατομικών επιχειρήσεων που απασχολούν από έναν (1) μέχρι και εννέα (9) εργαζομένους σε ετήσια βάση και έχουν κύκλο εργασιών έως δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ, σύμφωνα με τις τελευταίες οικονομικές καταστάσεις για τις οποίες υπήρχε υποχρέωση κατάρτισης, βάσει του ευρωπαϊκού ορισμού των πολύ μικρών επιχειρήσεων:
i) Η ακίνητη περιουσία του αιτούντος στην οποία δεν υφίσταται κανένα εμπράγματο βάρος να έχει συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (2.500.000) ευρώ.
ii) O ετήσιος κύκλος εργασιών ή το εισόδημα κατά περίπτωση, κατά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού να μην υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ.
iii) Οι καταθέσεις του αιτούντος στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, ενώ τα επενδυτικά προϊόντα του να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα (150.000) χιλιάδες ευρώ, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 61.
ΙΙΙ) Για νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ατομικών επιχειρήσεων που απασχολούν από δέκα (10) μέχρι και σαράντα εννέα (49) εργαζομένους σε ετήσια βάση και έχουν κύκλο εργασιών από δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ έως δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ ή έχουν σύνολο ετήσιου ισολογισμού από δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ έως δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ, σύμφωνα με τις τελευταίες οικονομικές καταστάσεις για τις οποίες υπήρχε υποχρέωση κατάρτισης, βάσει του ευρωπαϊκού ορισμού των μικρών επιχειρήσεων:
i) Η ακίνητη περιουσία του αιτούντος στην οποία δεν υφίσταται κανένα εμπράγματο βάρος να έχει συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ.
ii) O ετήσιος κύκλος εργασιών ή το εισόδημα κατά περίπτωση, κατά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού να μην υπερβαίνει τα δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ.
iii) Οι καταθέσεις του αιτούντος στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ, ενώ τα επενδυτικά προϊόντα του να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες πενήντα χιλιάδες (750.000) ευρώ, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 61.
Ιν) Για νομικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των ατομικών επιχειρήσεων που απασχολούν από πενήντα (50) μέχρι και διακόσιους σαράντα εννέα (249) εργαζομένους σε ετήσια βάση και έχουν κύκλο εργασιών από δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ έως πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ ή έχουν σύνολο ετήσιου ισολογισμού από δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ έως σαράντα τρία εκατομμύρια (43.000.000) ευρώ, σύμφωνα με τις τελευταίες οικονομικές καταστάσεις για τις οποίες υπήρχε υποχρέωση κατάρτισης, βάσει του ευρωπαϊκού ορισμού των μεσαίων επιχειρήσεων:
i) Η ακίνητη περιουσία του αιτούντος στην οποία δεν υφίσταται κανένα εμπράγματο βάρος να έχει συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ.
ii) O ετήσιος κύκλος εργασιών ή το εισόδημα κατά περίπτωση, κατά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, να μην υπερβαίνει τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού να μην υπερβαίνει τα σαράντα τρία εκατομμύρια (43.000.000) ευρώ.
iii) Οι καταθέσεις του αιτούντος στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) ευρώ, ενώ τα επενδυτικά προϊόντα του να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα τρία εκατομμύρια επτακόσιες πενήντα χιλιάδες (3.750.000) ευρώ, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 61. εβ) Εφόσον πρόκειται για οφειλές που παρουσίαζαν καθυστέρηση μεγαλύτερη των ενενήντα (90) ημερών στις 31.12.2020:
Ι) Για φυσικά πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία ή που ασκούν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν διαθέτουν εργαζομένους:
i) Η ακίνητη περιουσία του αιτούντος να έχει συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
ii) Ο ετήσιος κύκλος εργασιών ή το εισόδημα κατά περίπτωση, κατά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, να μην υπερβαίνει τις δεκαεπτά χιλιάδες (17.000) ευρώ. Το ποσό του προηγούμενου εδαφίου προσαυξάνεται κατά δεκατρείς χιλιάδες (13.000) ευρώ για τον σύζυγο ή τη σύζυγο και κατά πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ για κάθε εξαρτώμενο μέλος και μέχρι τρία (3) εξαρτώμενα μέλη. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, λαμβάνεται υπόψη το οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος φυσικού προσώπου, κατά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης.
iii) Οι καταθέσεις και τα επενδυτικά προϊόντα του αιτούντος στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή, να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τις είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 61. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, λαμβάνονται υπόψη οι καταθέσεις και τα επενδυτικά προϊόντα του αιτούντος, του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών.
iv) Το σύνολο του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιδεκτικών για τη συνεισφορά Δημοσίου οφειλών, στο οποίο συνυπολογίζονται λογιστικοποιημένοι από τους πιστωτές τόκοι, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του άρθρου 61, να μην υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ ανά πιστωτή. Αν η οφειλή έχει συνομολογηθεί σε άλλο, πλην του ευρώ, νόμισμα, για τον καθορισμό του μέγιστου ορίου του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνεται υπόψη η ισοτιμία του αλλοδαπού νομίσματος με το ευρώ κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα του προηγούμενου μήνα από την υποβολή της αίτησης του άρθρου 61.
ΙΙ) Για νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις συμπεριλαμβανομένων των ατομικών επιχειρήσεων, που απασχολούν από έναν (1) μέχρι και εννέα (9) εργαζομένους σε ετήσια βάση και έχουν κύκλο εργασιών έως δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ, σύμφωνα με τις τελευταίες οικονομικές καταστάσεις για τις οποίες υπήρχε υποχρέωση κατάρτισης, βάσει του ευρωπαϊκού ορισμού των μικρών επιχειρήσεων:
i) Η ακίνητη περιουσία, στην οποία δεν υφίσταται κανένα εμπράγματο βάρος του αιτούντος να έχει συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια διακόσιες πενήντα χιλιάδες (2.250.000), ευρώ.
ii) O ετήσιος κύκλος εργασιών ή το εισόδημα κατά περίπτωση, κατά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού να μην υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ.
iii) Οι καταθέσεις του αιτούντος στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τις οκτακόσιες πενήντα χιλιάδες (850.000) ευρώ, ενώ τα επενδυτικά προϊόντα του να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τις εκατόν είκοσι επτά χιλιάδες πεντακόσια (127.500) ευρώ, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 61.
ΙΙΙ) Για νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ατομικών επιχειρήσεων. που απασχολούν από δέκα (10) μέχρι και σαράντα εννέα (49) εργαζομένους σε ετήσια βάση και έχουν κύκλο εργασιών από δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ έως δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ ή έχουν σύνολο ετήσιου ισολογισμού από δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ έως δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ, σύμφωνα με τις τελευταίες οικονομικές καταστάσεις για τις οποίες υπήρχε υποχρέωση κατάρτισης, βάσει του ευρωπαϊκού ορισμού των μικρών επιχειρήσεων:
i) Η ακίνητη περιουσία στην οποία δεν υφίσταται κανένα εμπράγματο βάρος του αιτούντος να έχει συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα εννέα εκατομμύρια (9.000.000) ευρώ.
ii) O ετήσιος κύκλος εργασιών ή το εισόδημα κατά περίπτωση, κατά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού να μην υπερβαίνει τα δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ.
iii) Οι καταθέσεις του αιτούντος στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα εκατομμύρια διακόσιες πενήντα χιλιάδες (4.250.000) ευρώ, ενώ τα επενδυτικά προϊόντα του να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τις εξακόσιες τριάντα επτά χιλιάδες πεντακόσια (637.500) ευρώ, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 61.
IV) Τα νομικά πρόσωπα συμπεριλαμβανομένων των ατομικών επιχειρήσεων, που απασχολούν από πενήντα (50) μέχρι και διακόσιους σαράντα εννέα (249) εργαζομένους σε ετήσια βάση και έχουν κύκλο εργασιών από δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ έως πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ ή έχουν σύνολο ετήσιου ισολογισμού από δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ έως σαράντα τρία εκατομμύρια (43.000.000) ευρώ, σύμφωνα με τις τελευταίες οικονομικές καταστάσεις για τις οποίες υπήρχε υποχρέωση κατάρτισης, βάσει του ευρωπαϊκού ορισμού των μεσαίων επιχειρήσεων:
i) Η ακίνητη περιουσία στην οποία δεν υφίσταται κανένα εμπράγματο βάρος του αιτούντος να έχει συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα σαράντα πέντε εκατομμύρια (45.000.000) ευρώ.
ii) O ετήσιος κύκλος εργασιών ή το εισόδημα κατά περίπτωση, κατά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, να μην υπερβαίνει τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού να μην υπερβαίνει τα σαράντα τρία εκατομμύρια (43.000.000) ευρώ.
iii) Οι καταθέσεις του αιτούντος στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα είκοσι ένα εκατομμύρια διακόσιες πενήντα χιλιάδες (21.250.000) ευρώ, ενώ τα επενδυτικά προϊόντα του να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα τρία εκατομμύρια εκατόν ογδόντα επτά χιλιάδες πεντακόσια (3.187.500) ευρώ, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 61.
εγ) Εφόσον πρόκειται για οφειλές που παρουσίαζαν καθυστέρηση μεγαλύτερη των ενενήντα (90) ημερών στις 31.12.2020 και επιπλέον είχαν καταγγελθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή από τον χρηματοδοτικό φορέα, ακόμα και αν στη συνέχεια ρυθμίστηκαν με συμφωνία οφειλέτη και χρηματοδοτικού φορέα:
Ι) Για φυσικά πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία ή που ασκούν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν διαθέτουν εργαζομένους:
i) Η ακίνητη περιουσία του αιτούντος να έχει συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες ογδόντα χιλιάδες (280.000) ευρώ.
ii) Ο ετήσιος κύκλος εργασιών ή το εισόδημα κατά περίπτωση, κατά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, να μην υπερβαίνει τις δώδεκα χιλιάδες πεντακόσια (12.500) ευρώ. Το ποσό του προηγούμενου εδαφίου προσαυξάνεται κατά οκτώ χιλιάδες πεντακόσια (8.500) ευρώ για τον σύζυγο ή τη σύζυγο και κατά πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ για κάθε εξαρτώμενο μέλος και μέχρι τρία (3) εξαρτώμενα μέλη. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, λαμβάνεται υπόψη το οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος φυσικού προσώπου, κατά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης.
iii) Οι καταθέσεις και τα επενδυτικά προϊόντα του αιτούντος στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τις δέκα πέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 61. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, λαμβάνονται υπόψη οι καταθέσεις και τα επενδυτικά προϊόντα του αιτούντος, του ή της συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών.
iv) Το σύνολο του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιδεκτικών για τη συνεισφορά Δημοσίου οφειλών, στο οποίο συνυπολογίζονται λογιστικοποιημένοι από τους πιστωτές τόκοι, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του άρθρου 61, να μην υπερβαίνει τις εκατόν τριάντα χιλιάδες (130.000) ευρώ ανά πιστωτή. Αν η οφειλή έχει συνομολογηθεί σε άλλο, πλην του ευρώ, νόμισμα, για τον καθορισμό του μέγιστου ορίου του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνεται υπόψη η ισοτιμία του αλλοδαπού νομίσματος με το ευρώ κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα του προηγούμενου μήνα από την υποβολή της αίτησης του άρθρου 61.
ν) Η οφειλή να μην έχει καταγγελθεί σε χρόνο που εκτείνεται πριν τις 31.12.2018.
ΙΙ) Για νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις που απασχολούν από έναν (1) μέχρι και εννέα (9) εργαζομένους σε ετήσια βάση και έχουν κύκλο εργασιών έως δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ, σύμφωνα με τις τελευταίες οικονομικές καταστάσεις για τις οποίες υπήρχε υποχρέωση κατάρτισης, βάσει του ευρωπαϊκού ορισμού των μικρών επιχειρήσεων:
i) Η ακίνητη περιουσία στην οποία δεν υφίσταται κανένα εμπράγματο βάρος του αιτούντος να έχει συνολική αξία που δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο διακόσιες πενήντα χιλιάδες (1.250.000) ευρώ.
ii) O ετήσιος κύκλος εργασιών ή το εισόδημα κατά περίπτωση, κατά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού να μην υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ.
iii) Οι καταθέσεις του αιτούντος στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες πενήντα χιλιάδες (550.000) ευρώ, ενώ τα επενδυτικά προϊόντα του να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα δύο χιλιάδες πεντακόσια (82.500) ευρώ, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 61.
iv) Η οφειλή να μην έχει καταγγελθεί σε χρόνο που εκτείνεται πριν τις 31.12.2018.
ΙΙΙ) για νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις που απασχολούν από δέκα (10) μέχρι και σαράντα εννέα (49) εργαζομένους σε ετήσια βάση και έχουν κύκλο εργασιών από δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ έως δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ ή έχουν σύνολο του ετήσιου ισολογισμού από δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ έως δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ, σύμφωνα με τις τελευταίες οικονομικές καταστάσεις για τις οποίες υπήρχε υποχρέωση κατάρτισης, βάσει του ευρωπαϊκού ορισμού των μικρών επιχειρήσεων:
i) Η ακίνητη περιουσία στην οποία δεν υφίσταται κανένα εμπράγματο βάρος του αιτούντος να έχει συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα επτά εκατομμύρια (7.000.000) ευρώ.
ii) O ετήσιος κύκλος εργασιών ή το εισόδημα κατά περίπτωση, κατά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού να μην υπερβαίνει τα δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ.
iii) Οι καταθέσεις του αιτούντος στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια επτακόσιες πενήντα χιλιάδες (2.750.000) ευρώ, ενώ τα επενδυτικά προϊόντα του να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες δώδεκα χιλιάδες πεντακόσια (412.500) ευρώ, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 61.
iv) Η οφειλή να μην έχει καταγγελθεί σε χρόνο που εκτείνεται πριν τις 31.12.2018.
IV) Τα νομικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των ατομικών επιχειρήσεων που απασχολούν από πενήντα (50) μέχρι και διακόσιους σαράντα εννέα (249) εργαζομένους σε ετήσια βάση και έχουν κύκλο εργασιών από δέκα εκατομμύρια (10.000.000) έως πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ ή έχουν σύνολο ετήσιου ισολογισμού από δέκα εκατομμύρια (10.000.000) έως σαράντα τρία εκατομμύρια (43.000.000) ευρώ, σύμφωνα με τις τελευταίες οικονομικές καταστάσεις για τις οποίες υπήρχε υποχρέωση κατάρτισης, βάσει του ευρωπαϊκού ορισμού των μεσαίων επιχειρήσεων:
i) Η ακίνητη περιουσία στην οποία δεν υφίσταται κανένα εμπράγματο βάρος του αιτούντος να έχει συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα τριάντα πέντε εκατομμύρια (35.000.000) ευρώ.
ii) O ετήσιος κύκλος εργασιών ή το εισόδημα κατά περίπτωση, κατά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, να μην υπερβαίνει τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού να μην υπερβαίνει τα σαράντα τρία εκατομμύρια (43.000.000) ευρώ.
iii) Οι καταθέσεις του αιτούντος στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα δέκα τρία εκατομμύρια επτακόσιες πενήντα χιλιάδες (13.750.000) ευρώ, ενώ τα επενδυτικά προϊόντα του να έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια εξήντα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.062.500) ευρώ, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 61.
ν) Η οφειλή να μην έχει καταγγελθεί σε χρόνο που εκτείνεται πριν τις 31.12.2018.
στ) Εφόσον πρόκειται για μεσαίες επιχειρήσεις, να μην αποτελούσαν προβληματικές επιχειρήσεις κατά την έννοια της παρ. 18 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 651/2014 της 17ης Ιουνίου 2014, κατά την 31η Δεκεμβρίου 2019, ή αν αποτελούσαν προβληματική επιχείρηση κατά την 31η Δεκεμβρίου 2019, να μην αποτελούν προβληματική επιχείρηση κατά τη χορήγηση της ενίσχυσης.
ζ) Εφόσον πρόκειται για μικρές ή πολύ μικρές επιχειρήσεις που ήταν ήδη προβληματικές κατά την 31η Δεκεμβρίου 2019:
ζα) να μην έχουν υπαχθεί σε συλλογική διαδικασία αφερεγγυότητας και να μην έχουν λάβει ενίσχυση διάσωσης χωρίς να έχουν ακόμη αποπληρώσει το δάνειο ή λύσει τη σύμβαση εγγύησης και
ζβ) να μην έχουν λάβει ενίσχυση αναδιάρθρωσης και να μην υπόκεινται ακόμη σε σχέδιο αναδιάρθρωσης, κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση μη χρηματοπιστωτικών προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ C 249 της 31.7.2014),
η) Να μην συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού της παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 4488/2017 (Α’137).
θ) Να μην εκκρεμεί σε βάρος τους εντολή ανάκτησης προηγούμενης παράνομης και ασύμβατης κρατικής ενίσχυσης με βάση απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) ή του Δικαστηρίου (ΔΕΕ).
ι) Εφόσον πρόκειται για επιχείρηση, πρέπει να είναι ενεργή, να υποβάλλει όλες τις φορολογικές δηλώσεις, να μην έχει πτωχεύσει, να μην έχει υποβάλει αίτηση για πτώχευση, να μην έχει τεθεί σε αναγκαστική διαχείριση, να μην έχει υποβληθεί αίτηση για θέση σε αναγκαστική διαχείριση και εν γένει να μην έχει υπαχθεί σε οιαδήποτε διαδικασία αφερεγγυότητας βάσει του εθνικού δικαίου, με εξαίρεση την περίπτωση όπου έχει επικυρωθεί συμφωνία εξυγίανσης της επιχείρησης με δικαστική απόφαση, η οποία δεν έχει προσβληθεί με ένδικα μέσα.
ια) Εφόσον δραστηριοποιούνται στη μεταποίηση και την εμπορία γεωργικών προϊόντων, να μη μετακυλίουν τη λαμβανόμενη ενίσχυση εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε πρωτογενείς παραγωγούς.
5. Ο χαρακτηρισμός των οφειλών ως εξυπηρετούμενων, μη εξυπηρετούμενων ή καταγγελμένων και η επιλεξιμότητα του αιτούντος με βάση τις προαναφερθείσες διακρίσεις των υποπερ. εα, εβ και εγ της περ. ε) της παρ. 4, λαμβάνει χώρα ανά πιστωτή.
6. Η μεταβίβαση των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων ή η ανάθεση της διαχείρισής τους σύμφωνα με τον ν. 4354/2015 (Α’ 176), καθώς και η τιτλοποίησή τους σύμφωνα με τον ν. 3156/2003 (Α’ 157) ή τον ν. 4649/2019 (Α’ 206) και η υποκατάσταση εγγυητή ή εν γένει συνοφειλέτη σε αυτές δεν εμποδίζουν τη ρύθμισή τους σύμφωνα με το παρόν.
7. Στην περίπτωση των ελευθέρων επαγγελματιών, εάν η επιδεκτική συνεισφοράς του Δημοσίου οφειλή έχει υπαχθεί οριστικά στον ν. 3869/2010 (A’ 130), εφόσον εγκριθεί η συνεισφορά του παρόντος νόμου, ο οφειλέτης παραιτείται του δικαιώματος να ζητήσει συνεισφορά του Δημοσίου, σύμφωνα με τα εδάφια πέμπτο, έκτο, έβδομο και όγδοο της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010. Οφειλέτες που έχουν υποβάλει αίτηση του άρθρου 4 του ν. 3869/2010, η οποία εκκρεμεί σε πρώτο βαθμό, χωρίς να έχει συζητηθεί, μπορούν να υποβάλουν την αίτηση του άρθρου 61. Αν οι αιτούντες ρυθμίσουν συναινετικά οποιαδήποτε από τις οφειλές που είναι επιδεκτικές για την καταβολή συνεισφοράς Δημοσίου κατά τον παρόντα νόμο, η δίκη του ν. 3869/2010 καταργείται ως προς τις οφειλές που ρυθμίστηκαν συναινετικά.
Άρθρο 58 Ορισμοί
Για τις ανάγκες του παρόντος κεφαλαίου:
α) Ως «οφειλέτης» νοείται το νομικό και το φυσικό πρόσωπο, ελεύθερος επαγγελματίας ή επιτηδευματίας, που έχει χρηματικές οφειλές έναντι των χρηματοδοτικών φορέων, επιδεκτικές συνεισφοράς βάσει του παρόντος νόμου και αφορά, τόσο τον άμεσα αντισυμβαλλόμενο ως πρωτοφειλέτη σε σύμβαση με πιστωτικό ίδρυμα και άλλο χρηματοδοτικό φορέα, όσο και τους ενεχόμενους εις ολόκληρον ως συνοφειλέτες, ή εγγυητές.
β) Ως «χρηματοδοτικός φορέας» νοείται το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που τελεί υπό ειδική εκκαθάριση, καθώς και η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του άρθρου 1 του ν. 4354/2015 (Α’ 176), εφόσον τελεί υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος ή του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού. Πιστωτής, ο οποίος απέκτησε απαιτήσεις επιδεκτικές ρύθμισης με μεταβίβαση, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4354/2015, συμμετέχει στη διαδικασία του παρόντος κεφαλαίου μόνο μέσω της εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση σύμφωνα με την περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4354/2015. Πιστωτής, ο οποίος απέκτησε απαιτήσεις επιδεκτικές ρύθμισης με τιτλοποίηση, σύμφωνα με τον ν. 3156/2003 (Α’ 157), συμμετέχει στη διαδικασία του παρόντος μόνο μέσω του προσώπου, στο οποίο έχει ανατεθεί η διαχείρισή τους, σύμφωνα με την παρ. 14 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003.
γ) Ως «οφειλή» ή «οφειλές» νοούνται η πάσης φύσεως οφειλή ή οι πάσης φύσεως οφειλές του οφειλέτη προς χρηματοδοτικό φορέα που σχετίζονται με την επιχειρηματική του δραστηριότητα και υφίστανται την 31η.12.2020.
δ) ως «ενεργό» νομικό πρόσωπο ή επιχείρηση, συμπεριλαμβανομένης της ατομικής, νοείται το νομικό πρόσωπο ή η επιχείρηση που παρουσιάζει ενεργή δραστηριότητα, σύμφωνα με τα τηρούμενα στοιχεία της Φορολογικής Διοίκησης.
δ) Ο όρος «σύζυγος» περιλαμβάνει και τον αντισυμβαλλόμενο σε σύμφωνο συμβίωσης του ν. 4356/2015 (Α’ 181) ή του ν. 3719/2008 (Α’ 241).
ε) Ως «εξαρτώμενα μέλη» νοούνται τα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 11 του ν. 4172/2013 (Α’ 167).
στ) Ως «εισόδημα» νοείται το εισόδημα του νομικού προσώπου ή του φυσικού προσώπου ελεύθερου επαγγελματία ή επιτηδευματία από οποιαδήποτε πηγή που αναφέρεται στα οικεία φορολογικά στοιχεία και δηλώσεις για τις οποίες υφίσταται υποχρέωση υποβολής. ζ) Ως «οικογενειακό εισόδημα» νοείται το άθροισμα των εισοδημάτων του αιτούντος, του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών, μειωμένο κατά τους αναλογούντες φόρους, την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α του ν. 4172/2013 και το τέλος επιτηδεύματος του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 (Α’ 152). Στο «οικογενειακό εισόδημα»
συμπεριλαμβάνονται και τα αφορολόγητα, καθώς και τα αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά. Σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, η οποία έχει δηλωθεί στη Φορολογική Διοίκηση πριν την υποβολή της αίτησης, λαμβάνεται υπόψη το ατομικό εισόδημα του αιτούντος, προσαυξημένο σύμφωνα με τα ποσά που προβλέπονται για τα εξαρτώμενα μέλη, που έχει στην επιμέλειά του ο αιτών.
η) Ως «επενδυτικά προϊόντα» νοούνται τα μέσα χρηματαγοράς κατά την παρ. 17 του άρθρου
4 του ν. 4514/2018 (Α’ 14) και οι κινητές αξίες κατά την παρ. 44 του άρθρου 4 του ν. 4514/2018.
θ) Ως «μηνιαία δόση» ορίζεται η δόση εξυπηρέτησης των επιλέξιμων οφειλών, όπως καθορίζονται στη συμφωνία μεταξύ του χρηματοδοτικού φορέα και του οφειλέτη και διαβιβάζονται στην ηλεκτρονική πλατφόρμα.
ι) Ως «ηλεκτρονική πλατφόρμα» ορίζεται η ηλεκτρονική πλατφόρμα του άρθρου 60.
ια) Ως «σύμβουλος» ορίζεται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που επιλέγει ο οφειλέτης, εφόσον επιθυμεί και αναλαμβάνει τις διαδικασίες υποστήριξης του οφειλέτη, κατά το στάδιο της αίτησης στην ηλεκτρονική πλατφόρμα και τη ρύθμιση των οφειλών. Σύμβουλος θεωρείται, ενδεικτικά, ο δικηγόρος, λογιστής – φοροτεχνικός, οικονομολόγος ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο με επιστημονική ειδικότητα, γνώσεις και εμπειρία για τη διενέργεια των απαιτούμενων διαδικασιών και την επαρκή υποστήριξη του οφειλέτη στη διαδικασία.
ιβ) Ως «εργαζόμενος σε ετήσια βάση» νοείται ο απασχολούμενος που εργάστηκε συνεχώς για ένα (1) έτος, ο οποίος αντιστοιχεί σε μία (1) ετήσια μονάδα εργασίας (ΕΜΕ). Οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης, οι εποχιακοί εργαζόμενοι και τα άτομα που δεν εργάστηκαν ολόκληρο το έτος, νοούνται ως κλάσματα μιας ΕΜΕ, αφού γίνεται αναγωγή του χρονικού διαστήματος εργασίας τους σε ετήσια βάση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο
5 του Παραρτήματος Ι του Κανονισμού (ΕΕ) 651/2014 της 17ης Ιουνίου 2014.
ιγ) Ως «ατομικές επιχειρήσεις» νοούνται οι αυτοαπασχολούμενοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι ατομικοί επιτηδευματίες και οι εταίροι με ή χωρίς ατομική επιχείρηση.
ιδ) Ως «πολύ μικρή επιχείρηση» ορίζεται η επιχείρηση η οποία απασχολεί από έναν (1) έως και εννέα (9) εργαζομένους και της οποίας ο ετήσιος κύκλος εργασιών ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο Παράρτημα Ι του Κανονισμού (ΕΕ) 651/2014 της Επιτροπής της 17ης Ιουνίου 2014 .
ιε) Ως «μικρή επιχείρηση» ορίζεται η επιχείρηση η οποία απασχολεί από δέκα (10) έως και σαράντα εννέα (49) εργαζομένους και της οποίας ο ετήσιος κύκλος εργασιών ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο Παράρτημα Ι του Κανονισμού (ΕΕ) 651/2014 της Επιτροπής της 17ης Ιουνίου 2014 .
ιστ) Ως «μεσαία επιχείρηση» ορίζεται η επιχείρηση που απασχολεί από πενήντα (50) έως και διακόσιους σαράντα εννέα (249) εργαζομένους και της οποίας ο ετήσιος κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα σαράντα τρία εκατομμύρια (43.000.000) ευρώ, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο Παράρτημα Ι του Κανονισμού (ΕΕ) 651/2014 της Επιτροπής της 17ης Ιουνίου 2014.
ιζ) Η «προβληματική επιχείρηση» έχει την έννοια που της αποδίδεται στο σημείο 18 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 651/2014 της Επιτροπής της 17ης Ιουνίου 2014.
ιη) «Ενιαία επιχείρηση» νοείται ότι συνιστούν οι συνδεδεμένες μεταξύ τους επιχειρήσεις, ήτοι οι επιχειρήσεις που διατηρούν μεταξύ τους μία από τις ακόλουθες σχέσεις:
i) μια επιχείρηση κατέχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή των εταίρων άλλης επιχείρησης,
ii) μια επιχείρηση έχει το δικαίωμα να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου άλλης επιχείρησης,
iii) μια επιχείρηση έχει το δικαίωμα να ασκεί κυριαρχική επιρροή σε άλλη επιχείρηση βάσει σύμβασης που έχει συνάψει με αυτήν ή δυνάμει ρήτρας του καταστατικού της τελευταίας,
iv) μια επιχείρηση που είναι μέτοχος ή εταίρος άλλης επιχείρησης ελέγχει μόνη της, βάσει συμφωνίας που έχει συνάψει με άλλους μετόχους ή εταίρους της εν λόγω επιχείρησης, την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή των εταίρων αυτής της επιχείρησης.
Ως «ενιαία επιχείρηση» θεωρούνται επίσης οι επιχειρήσεις που διατηρούν μια από τις ως άνω σχέσεις μέσω μιας ή περισσότερων άλλων επιχειρήσεων, ή μέσω φυσικού προσώπου ή ομάδας φυσικών προσώπων που ενεργούν από κοινού.
ιθ) Ως «προσωρινό πλαίσιο» νοείται η υπ’ αρ. 19.3.2020/C(2020) 1863 ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Άρθρο 59 Προσδιορισμός αξίας περιουσιακών στοιχείων
Για να κριθεί η επιλεξιμότητα του αιτούντος, σύμφωνα με το στοιχείο i των υποπερ. εα ως εγ της περ. ε της παρ. 4 του άρθρου 57, ως αξία της συνολικής ακίνητης περιουσίας λογίζεται η φορολογητέα αξία αυτής για τον υπολογισμό του συμπληρωματικού ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.), σύμφωνα με τον ν. 4223/2013 (Α’ 287), όπως αυτή προκύπτει από την τελευταία πράξη προσδιορισμού φόρου, εξαιρουμένων των γηπέδων εκτός σχεδίου πόλης και οικισμού, για τα οποία δεν προσδιορίζεται αξία Ε.Ν.Φ.Ι.Α.. Στις περιπτώσεις όπου αναφέρεται ρητώς ότι δεν λαμβάνεται υπόψη η αξία των ακινήτων στα οποία υφίσταται εμπράγματο βάρος ή άλλη εξασφάλιση, αυτά εξαιρούνται από τον υπολογισμό της αξίας της ακίνητης περιουσίας.
Άρθρο 60
Ηλεκτρονική πλατφόρμα
1. Η διαδικασία του παρόντος διεξάγεται μέσω ψηφιακής πλατφόρμας ηλεκτρονικής υποβολής και διαχείρισης αιτήσεων, η οποία αναπτύσσεται από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης (Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ), σε συνεργασία με την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.). Η ως άνω ψηφιακή υπηρεσία διατίθεται μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (gov.gr-ΕΨΠ).
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ψηφιακής Διακυβέρνησης καθορίζονται οι διαδικασίες, οι προϋποθέσεις, οι προσφερόμενες λειτουργίες και εφαρμογές, οι τεχνικές λεπτομέρειες, οι οποίες αποτελούν τις λειτουργικές προδιαγραφές της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα για την εφαρμογή του παρόντος.
Άρθρο 61
Υποβολή αίτησης
1. Φυσικό πρόσωπο ή εκπρόσωπος νομικού προσώπου, στο οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας του άρθρου 57, μπορεί να υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση συνεισφοράς του Δημοσίου στην αποπληρωμή των δανειακών του υποχρεώσεων, εντός αποσβεστικής προθεσμίας, από την έναρξη ισχύος του παρόντος έως και την 9η Μαΐου 2021. Σε περίπτωση περισσότερων συνοφειλετών για την ίδια οφειλή, αρκεί να υποβληθεί αίτηση από έναν από αυτούς.
2. Απαγορεύεται η υποβολή δεύτερης αίτησης από το ίδιο νομικό ή φυσικό πρόσωπο.
3. Η είσοδος του χρήστη στην πλατφόρμα διενεργείται με την αυθεντικοποίησή του μέσω των κωδικών/διαπιστευτηρίων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης (Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ.) του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης (taxisnet). Κατά την υποβολή της αίτησης αντλούνται τα ακόλουθα στοιχεία μέσω διαλειτουργικότητας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 84 του ν. 4727/2020 (Α’184):
α) Πλήρη στοιχεία του αιτούντος και ειδικότερα επωνυμία ή ονοματεπώνυμο, διεύθυνση έδρας, Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) και Κωδικός Αριθμός Δραστηριότητας (ΚΑΔ).
β) Σε περίπτωση που ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο, υποβάλλει επιπλέον πλήρη στοιχεία του ή της συζύγου και των εξαρτώμενων μελών του και ειδικότερα το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο, τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου, τον Αριθμό Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης και τους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας, αν είναι επιτηδευματίες.
4. Ο αιτών συμπληρώνει το τηλέφωνο, τη διεύθυνση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του, τις καταθέσεις ή οικογενειακές καταθέσεις σε περίπτωση φυσικών προσώπων σε χώρες εκτός Ελλάδος, ενώ παράλληλα υποβάλλει και τις ακόλουθες υπεύθυνες δηλώσεις:
α) Ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας του άρθρου 57.
β) Ότι παρέχει άδεια στους χρηματοδοτικούς φορείς και στο Δημόσιο για πρόσβαση, επεξεργασία και διασταύρωση των δεδομένων που περιλαμβάνονται στην αίτηση, όσο και άλλων δεδομένων του που βρίσκονται στην κατοχή των χρηματοδοτικών φορέων, για τους σκοπούς του παρόντος.
γ) Ότι δίνει τη συγκατάθεσή του για την άντληση των δεδομένων των παρ. 8 και 9 από τη Φορολογική Διοίκηση και τους χρηματοδοτικούς φορείς.
δ) Ότι αποδέχεται να δημοσιευτούν πληροφορίες σχετικά με τη ενίσχυση που θα χορηγηθεί, δυνάμει του παρόντος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σημείο 83 του Προσωρινού Πλαισίου.
Στην περίπτωση των νομικών προσώπων, η αίτηση και οι υπεύθυνες δηλώσεις υποβάλλονται από τα κατά τον νόμο πρόσωπα που το εκπροσωπούν, σύμφωνα με τα στοιχεία που δηλώθηκαν στη Φορολογική Διοίκηση.
5. Για τον έλεγχο της τήρησης των προϋποθέσεων του Προσωρινού Πλαισίου, ο αιτών υποχρεούται επιπλέον να υποβάλλει τις ακόλουθες υπεύθυνες δηλώσεις και να επισυνάψει στην αίτηση τα ακόλουθα δικαιολογητικά:
α) Υπεύθυνη δήλωση του λογιστή της επιχείρησης που βεβαιώνει ότι η επιχείρηση κατά την 31η12.2019 ή κατά τη χορήγηση σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην περ. στ της παρ. 4 του άρθρου 57, ανάλογα με την νομική μορφή και το είδος βιβλίων της επιχείρησης:
αα) είτε δεν είχε απωλέσει πάνω από το ήμισυ του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου λόγω συσσωρευμένων ζημιών,
αβ) είτε δεν είχε απωλέσει πάνω από το ήμισυ του κεφαλαίου της, όπως εμφαίνεται στους λογαριασμούς της εταιρείας, λόγω συσσωρευμένων ζημιών.
Η ανωτέρω υπεύθυνη δήλωση δεν απαιτείται στην περίπτωση των ελεύθερων επαγγελματιών και των ανεξάρτητων ατομικών επιχειρήσεων που δεν απασχολούν εργαζομένους, καθώς και στην περίπτωση των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
β) Υπεύθυνη δήλωση ότι δεν έχει περιέλθει σε κατάσταση πτώχευσης, δεν έχει κατατεθεί αίτηση για πτώχευση, δεν έχει τεθεί σε αναγκαστική διαχείριση, δεν έχει υποβληθεί αίτηση για θέση σε αναγκαστική διαχείριση και δεν έχει υπαχθεί σε οιαδήποτε διαδικασία αφερεγγυότητας βάσει του εθνικού δικαίου, με εξαίρεση την περίπτωση όπου έχει επικυρωθεί συμφωνία εξυγίανσης της επιχείρησης με δικαστική απόφαση, η οποία δεν έχει προσβληθεί με ένδικα μέσα. Για τις υπεύθυνες δηλώσεις της παρούσας, ο αιτών πρέπει να υποβάλει στην πλατφόρμα και τα αντίστοιχα πιστοποιητικά που αποδεικνύουν την υπεύθυνη δήλωση, το αργότερο μέχρι την 31η.12.2021.
γ) Υπεύθυνη δήλωση ότι δεν έχουν λάβει ενίσχυση διάσωσης και δεν έχουν ακόμη αποπληρώσει το δάνειο ή λύσει τη σύμβαση εγγύησης και δεν έχουν λάβει ενίσχυση αναδιάρθρωσης και υπόκεινται ακόμη σε σχέδιο αναδιάρθρωσης, κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση μη χρηματοπιστωτικών προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ C 249 της 31ης.7.2014),
δ) Υπεύθυνη δήλωση σχετικά με τις επιχειρήσεις που συνιστούν ενιαία επιχείρηση, κατά την έννοια της περ. ιη του άρθρου 58, καθώς και αναφορικά με τις ενισχύσεις που έχει λάβει η επιχείρηση, σε επίπεδο ενιαίας επιχείρησης, δυνάμει του τμήματος 3.1 του Προσωρινού Πλαισίου.
ε) Εφόσον δραστηριοποιούνται στη μεταποίηση και την εμπορία γεωργικών προϊόντων, υπεύθυνη δήλωση ότι δεν θα μετακυλίσουν τη λαμβανόμενη ενίσχυση εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, σε πρωτογενείς παραγωγούς.
6. Η αίτηση συνυπογράφεται κατά περίπτωση από: α) έναν από τους νομίμους εκπροσώπους στην περίπτωση νομικών προσώπων, β) τον ή την σύζυγο και από τα εξαρτώμενα μέλη του αιτούντος ή τους νομίμους αντιπροσώπους τους, εκτός εάν έχει δηλωθεί πριν την υποβολή της αίτησης στη Φορολογική Διοίκηση η διακοπή της έγγαμης συμβίωσης. Η υπεύθυνη δήλωση της περ. (α) της παρ. 5 υποβάλλεται από τον λογιστή της επιχείρησης. Με τη συνυπογραφή της αίτησης από τα πρόσωπα της περ. (β), όπου αυτή απαιτείται, αυτοί παρέχουν τη ρητή συγκατάθεσή τους για την άντληση των δεδομένων των παρ. 8 και 9 από τη Φορολογική Διοίκηση και τους χρηματοδοτικούς φορείς αντίστοιχα που τους αφορούν, προκειμένου να διαπιστωθεί η πλήρωση των κριτηρίων του άρθρου 57.
7. Η υποβολή της αίτησης του παρόντος συνεπάγεται αυτοδίκαια την άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων του άρθρου 1 του ν.δ. 1059/1971 (Α’ 270) και του φορολογικού απορρήτου του άρθρου 17 του ν. 4174/2013 (Α’ 170) για τον έλεγχο της πλήρωσης των κριτηρίων επιλεξιμότητας του άρθρου 58 για τον αιτούντα, και κατά περίπτωση τον σύζυγο, τα εξαρτώμενα μέλη και τον συνοφειλέτη ή εγγυητή της υποπερ. (v) της περ. (Ι) της υποπαρ. εγ της περ. ε’ της παρ. 4 του άρθρου 57.
8. Ανακτώνται αυτόματα από τη βάση δεδομένων της Φορολογικής Διοίκησης για τον αιτούντα, και κατά περίπτωση τον/την σύζυγο τα ακόλουθα στοιχεία:
α) Δήλωση εισοδήματος νομικών ή φυσικών προσώπων κατά περίπτωση,
β) πράξη διοικητικού προσδιορισμού του ΕΝ.Φ.Ι.Α. του τελευταίου φορολογικού έτους,
γ) πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου εισοδήματος του τελευταίου φορολογικού έτους.
Τα έγγραφα της παρούσας αντλούνται αυτόματα, εκκινώντας από την τελευταία διαθέσιμη έκδοσή τους, εφόσον δεν έχει παρέλθει η αντίστοιχη προθεσμία υποβολής τους βάσει της κείμενης νομοθεσίας. Μετά την παρέλευση των προβλεπόμενων προθεσμιών, η αυτόματη άντληση των εγγράφων, εκκινεί από την τελευταία έκδοση, για την οποία υπάρχει υποχρέωση υποβολής. Σε περίπτωση υποβολής αίτησης από φυσικό πρόσωπο, τα στοιχεία της παρούσας παραγράφου αντλούνται και για τον ή την σύζυγο, και τα εξαρτώμενα μέλη.
9. Με την ολοκλήρωση της ανάκτησης των δεδομένων της παρ. 8, η αίτηση διαβιβάζεται ηλεκτρονικά στους χρηματοδοτικούς φορείς, από τους οποίους ανακτώνται αυτόματα για τον αιτούντα και κατά περίπτωση τον/την σύζυγο τα εξής:
α) Στοιχεία αναφορικά με το σύνολο των οφειλών προς χρηματοδοτικούς φορείς, προκειμένου να ελεγχθεί το κριτήριο επιλεξιμότητας της περ. δ) της παρ. 4 του άρθρου 57. β) Στοιχεία αναφορικά με τις οφειλές προς χρηματοδοτικούς φορείς, οι οποίες είναι επιδεκτικές συνεισφοράς κατά το άρθρο 57, το οφειλόμενο ποσό ανά δάνειο σε χρηματοδοτικό φορέα και την ημερομηνία καθορισμού του ύψους της οφειλής.
γ) Στοιχεία αναφορικά με την εξυπηρέτηση ή μη του συνόλου των δανειακών υποχρεώσεων την 31η.12.2020 και σε περίπτωση δανείου που ήταν σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των ενενήντα (90) ημερών, την καταγγελία της δανειακής σύμβασης.
δ) Στοιχεία αναφορικά με καταθέσεις και τα επενδυτικά προϊόντα του τηρούνται στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς και την εκτιμώμενη αξία τους.
10. Η αίτηση επέχει θέση υπεύθυνης δήλωσης του αιτούντα και των συνυπογραφόντων κατά περίπτωση, για την ακρίβεια και την πληρότητα του περιεχομένου και των υποβληθέντων εγγράφων.
11. Αν αποδειχθεί με δημόσια έγγραφα ότι οι υπεύθυνες δηλώσεις της αίτησης είναι ψευδείς και εφόσον η ανακρίβεια επιδρά στην επιλεξιμότητα του αιτούντος, η συνεισφορά θεωρείται αυτοδικαίως άκυρη, ο οφειλέτης εκπίπτει αυτής για το μέλλον και τα καταβληθέντα ποσά επιστρέφονται, σύμφωνα με το άρθρο 67.
12. Η υποβολή της αίτησης διακόπτει τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 (Α’ 288), ως προς τις επιδεκτικές για συνεισφορά οφειλές. Αν για οποιονδήποτε λόγο η διαδικασία του παρόντος κεφαλαίου δεν τελεσφορήσει, δεν απαιτείται συνέχιση της διαδικασίας επίλυσης καθυστερήσεων του ανωτέρω Κώδικα.
13. Εάν ο οφειλέτης έχει περιλάβει στην αίτησή του δήλωση, ότι για τη σύνταξή της συνέπραξε σύμβουλος και δηλώσει τα στοιχεία του στην πλατφόρμα, ο τελευταίος, εφόσον προβεί στην οριστική υποβολή της αίτησης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο, δικαιούται αμοιβής ύψους διακοσίων πενήντα (250) ευρώ ανά χρηματοδοτικό φορέα, στον οποίο υφίστανται επιλέξιμες προς συνεισφορά οφειλές, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.. Η αμοιβή αυτή καταβάλλεται από τον χρηματοδοτικό φορέα, χωρίς παρακράτηση φόρου, ως εξής:
α) Στην περίπτωση των δανείων των περ. α’ και β’ της παρ. 3 του άρθρου 62, η κατά τα ανωτέρω αμοιβή του συμβούλου καταβάλλεται κατά τον χρόνο της αποστολής στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του ποσού των μηνιαίων δόσεων από τον χρηματοδοτικό φορέα, β) Στην περίπτωση των δανείων της περ. γ’ της παρ. 3 του άρθρου 62, η αμοιβή της παρούσας καταβάλλεται είτε κατά τον χρόνο που θα επιτευχθεί η αναδιάρθρωση, είτε το αργότερο μετά την παρέλευση της προθεσμίας της παρ. 4 του άρθρου 62, ανεξαρτήτως εάν επιτευχθεί αναδιάρθρωση. Η αμοιβή καταβάλλεται έναντι νομίμου παραστατικού, το οποίο εκδίδεται στο όνομα του οφειλέτη, επιβαρύνει τον οφειλέτη και είτε καταλογίζεται στο ανεξόφλητο υπόλοιπο του προς ρύθμιση δανείου είτε καταλογίζεται ως έξοδο που βαρύνει την επιλέξιμη για συνεισφορά οφειλή. Έξοδα πίστωσης του λογαριασμού του συμβούλου από τον χρηματοδοτικό φορέα, βαρύνουν τον σύμβουλο. Υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο σύμβουλος.
14. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να τροποποιείται το περιεχόμενο της αίτησης του παρόντος.
Άρθρο 62 Έγκριση αίτησης
1. Με την ολοκλήρωση ανάκτησης των στοιχείων των παρ. 3, 4, 7 και 8 του άρθρου 61 και την υποβολή των δηλώσεων του άρθρου 61 από τον αιτούντα, η αίτηση θεωρείται υποβληθείσα. Ακολουθεί η διαδικασία για την ανάκτηση των δεδομένων της παρ. 9 του άρθρου 61. Εάν, κατά την ανάκτηση των δεδομένων αυτών, διαπιστωθεί ότι ο αιτών δεν πληροί ένα ή περισσότερα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 57, η ηλεκτρονική πλατφόρμα αποστέλλει ηλεκτρονικά ειδοποίηση στον αιτούντα εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών. Με την αποστολή της, η διαδικασία περατώνεται και η αίτηση θεωρείται απορριφθείσα.
2. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ελέγχεται η επιλεξιμότητα του οφειλέτη βάσει των οφειλών έναντι των χρηματοδοτικών φορέων. Σε περίπτωση που υφίσταται έστω και μία καταγγελμένη οφειλή στον χρηματοδοτικό φορέα, ανεξαρτήτως ποσού, τα κριτήρια επιλεξιμότητας του αιτούντος έναντι του συγκεκριμένου χρηματοδοτικού φορέα κρίνονται με βάση τα αναφερόμενα στην υποπερ. εγ της περ. ε’ της παρ. 4 του άρθρου 57. Σε περίπτωση μη ύπαρξης καταγγελμένης οφειλής, τα κριτήρια επιλεξιμότητας του οφειλέτη κρίνονται με βάση την κατηγοριοποίηση της οφειλής που παρουσιάζει το μεγαλύτερο υπόλοιπο.
3. Εφόσον διαπιστωθεί ότι η αίτηση πληροί όλα τα κατά περίπτωση οριζόμενα κριτήρια επιλεξιμότητας, σύμφωνα με το άρθρο 57, αποστέλλεται, εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών, στον οφειλέτη και τον χρηματοδοτικό φορέα ενημέρωση ότι ο αιτών είναι καταρχήν επιλέξιμος για συνεισφορά Δημοσίου. Στη συνέχεια, οι χρηματοδοτικοί φορείς διαβιβάζουν κατά περίπτωση την ακόλουθη ενημέρωση:
α) Εφόσον η επιλέξιμη οφειλή είναι εξυπηρετούμενη, ο χρηματοδοτικός φορέας αποστέλλει στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη διαπίστωση της καταρχήν επιλεξιμότητας του αιτούντος, το ποσό της μηνιαίας δόσης, ούτως ώστε να δρομολογηθεί η έναρξη καταβολής της συνεισφοράς του Δημοσίου, εκτός εάν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 9, οπότε ο χρηματοδοτικός φορέας αποστέλλει το ποσό της μηνιαίας δόσης εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήξη της χορηγηθείσας αναστολής.
β) Εφόσον η επιλέξιμη οφειλή είναι μη εξυπηρετούμενη για χρονικό διάστημα μικρότερο των ενενήντα (90) ημερών, ο αιτών προβαίνει το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη διαπίστωση της καταρχήν επιλεξιμότητάς του στην καταβολή των δόσεων που ευρίσκονται σε καθυστέρηση, άλλως αυτές κεφαλαιοποιούνται από τον χρηματοδοτικό φορέα και βαρύνουν το υπόλοιπο της οφειλής. Μετά την πάροδο της προθεσμίας της παρούσας, ο χρηματοδοτικός φορέας αποστέλλει εντός δεκαπέντε (15) ημερών το ποσό της μηνιαίας δόσης αυτής, για να ξεκινήσει η καταβολή της συνεισφοράς του Δημοσίου.
γ) Εφόσον η επιλέξιμη οφειλή είναι μη εξυπηρετούμενη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από ενενήντα (90) ημέρες ή η σχετική σύμβαση έχει καταγγελθεί, για να εκκινήσει η διαδικασία καταβολής της συνεισφοράς του Δημοσίου, λαμβάνει χώρα αναδιάρθρωση της επιλέξιμης οφειλής, έπειτα από συμφωνία του οφειλέτη με τον χρηματοδοτικό φορέα. Για τον λόγο αυτόν, ο χρηματοδοτικός φορέας καλεί τον οφειλέτη αμελλητί, προκειμένου να συμφωνήσουν μία αμοιβαία αποδεκτή και βιώσιμη για τον οφειλέτη αναδιάρθρωση, η οποία πρέπει να είναι μακροπρόθεσμη και σύμφωνη με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, όπου αυτές είναι εφαρμοστέες. Προκειμένου να λάβει χώρα η αναδιάρθρωση, ο οφειλέτης οφείλει να προσκομίσει τα δικαιολογητικά και τα έγγραφα που θα του ζητήσει ο χρηματοδοτικός φορέας εντός δεκαπέντε (15) ημερών. Εφόσον ο χρηματοδοτικός φορέας προτείνει συμφωνία αναδιάρθρωσης σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο οφειλέτης οφείλει να την αποδεχθεί ή να την απορρίψει εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την πρόταση. Η διαδικασία αναδιάρθρωσης πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο εντός τριών (3) μηνών και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας της παρ. 4. Εφόσον τα μέρη συμφωνήσουν στην αναδιάρθρωση, ο χρηματοδοτικός φορέας αποστέλλει σχετική ενημέρωση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα και δηλώνει ότι η αναδιάρθρωση κρίνεται βιώσιμη και σύμφωνη με τα οικονομικά δεδομένα του οφειλέτη κατά τον χρόνο υπογραφής της σύμβασης αναδιάρθρωσης. Η υπογραφή του οφειλέτη στη σύμβαση αναδιάρθρωσης συνεπάγεται την από μέρους του αποδοχή της βιωσιμότητάς της. Μετά την ενημέρωση της συμφωνίας για τη βιωσιμότητα της αναδιάρθρωσης, ο χρηματοδοτικός φορέας αποστέλλει στην ηλεκτρονική πλατφόρμα το ποσό της μηνιαίας δόσης, για να ξεκινήσει η καταβολή της συνεισφοράς του Δημοσίου. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία αναδιάρθρωσης ή σε περίπτωση που δεν υποβληθεί η δήλωση περί βιωσιμότητας μαζί με τη δήλωση περί επίτευξης συμφωνίας αναδιάρθρωσης, η διαδικασία διακόπτεται και η αίτηση θεωρείται απορριφθείσα.
4. Η διαδικασία της περ. γ της παρ. 3 ολοκληρώνεται ως την 15η.7.2021 το αργότερο, ενώ η συμφωνία αναδιάρθρωσης εναπόκειται στην ελεύθερη βούληση των μερών και στη σύμπτωση δηλώσεων βουλήσεως αμφότερων.
5. Σε περίπτωση ύπαρξης περισσότερων επιδεκτικών συνεισφοράς οφειλών, αποστέλλεται από τον χρηματοδοτικό φορέα η πληροφόρηση για καθεμία από αυτές. Για να ξεκινήσει η καταβολή της συνεισφοράς, πρέπει να ρυθμιστούν ή να εξυπηρετηθούν οι μη εξυπηρετούμενες οφειλές σε κάθε έναν από τους χρηματοδοτικούς φορείς χωριστά.
6. Στη συνέχεια, η πλατφόρμα ελέγχει την υπέρβαση των ορίων σώρευσης που αναφέρονται στο άρθρο 64, επί τη βάσει της υποβαλλόμενης υπεύθυνης δήλωσης της περ. δ της παρ. 5 του άρθρου 61. Το συνολικό ύψος της δημόσιας συνεισφοράς που λαμβάνει κάθε αιτούσα επιχείρηση προσαρμόζεται αναλογικά με βάση το ύψος των επιλέξιμων οφειλών, ώστε να μην οδηγεί σε υπέρβαση των κατά περίπτωση ανωτέρω ορίων.
7. Επιπλέον, διενεργείται απολογιστικός έλεγχος με βάση τα συνολικά στοιχεία για τις ενισχύσεις που έχουν χορηγηθεί βάσει του τμήματος 3.1 του Προσωρινού Πλαισίου, στο πληροφοριακό σύστημα σώρευσης ενισχύσεων ήσσονος σημασίας του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων.
8. Για κάθε επιλέξιμη οφειλή, μία μόνο συνεισφορά μπορεί να καταβληθεί, ακόμη και αν για την ίδια οφειλή κατατεθούν περισσότερες από μία αιτήσεις από διαφορετικούς επιλέξιμους οφειλέτες.
9. Σε περίπτωση που σε επιλέξιμο οφειλέτη έχει ήδη χορηγηθεί αναστολή δόσεων σε οφειλές, σύμφωνα με τα άρθρα πέμπτο και έβδομο της από 30.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 75), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4684/2020 (Α’ 86), για τις οποίες εγκρίνεται η συνεισφορά σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, μπορεί, κατ’ επιλογή του οφειλέτη, είτε να διακοπεί η αναστολή και να εκκινήσει η καταβολή συνεισφοράς, είτε να εκκινήσει η καταβολή της συνεισφοράς μετά την ολοκλήρωση της χορηγηθείσας αναστολής. Δύναται να χορηγηθεί επιπλέον επιμήκυνση της ήδη χορηγηθείσας αναστολής σε επιλέξιμη οφειλή και μετά τη διαπίστωση της επιλεξιμότητας της οφειλής. Σε κάθε περίπτωση, η συνεισφορά δεν μπορεί να χορηγηθεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των οκτώ (8) μηνών από την ημερομηνία της έγκρισης της συνεισφοράς.
Άρθρο 63
Διαδικασία καταβολής συνεισφοράς του Δημοσίου
1. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 62, η έγκριση καταβολής της συνεισφοράς γνωστοποιείται στα αρμόδια όργανα, προκειμένου να εκκινήσει η καταβολή. Για την έγκριση και καταβολή της συνεισφοράς δεν απαιτείται η προσκόμιση φορολογικής ή ασφαλιστικής ενημερότητας του οφειλέτη.
2. Η συνεισφορά του Δημοσίου καταβάλλεται στους ειδικούς και ακατάσχετους λογαριασμούς εξυπηρέτησης των οφειλών που έχουν αποσταλεί στην ηλεκτρονική πλατφόρμα. Η συνεισφορά είναι ανεκχώρητη και ακατάσχετη στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης, δεν δεσμεύεται και δεν συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά πρόσωπά τους, τα ασφαλιστικά ταμεία και τα πιστωτικά ιδρύματα. Οι λογαριασμοί πιστώνονται μόνο από το Δημόσιο με το ποσό της συνεισφοράς και χρεώνονται μόνο για την πίστωση του λογαριασμού του δανείου. Η καταβολή της συνεισφοράς Δημοσίου του γίνεται σε μηνιαία βάση.
3. Σε περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων επιλέξιμων οφειλών για συνεισφορά του Δημοσίου, πρέπει να έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς η διαδικασία του άρθρου 62 για το σύνολο των οφειλών, προκειμένου να ξεκινήσει η καταβολή της συνεισφοράς για κάθε επιλέξιμη οφειλή.
4. Ακόμα και μετά την έναρξη καταβολής της συνεισφοράς του Δημοσίου, το Δημόσιο προβαίνει σε τακτικούς ή έκτακτους ελέγχους επί των αιτήσεων, προκειμένου να διαπιστώσει ότι οι οφειλές επί των οποίων καταβάλλεται η συνεισφορά είναι επιλέξιμες και ότι οι δικαιούχοι πληρούν το σύνολο των κατά περίπτωση τιθέμενων προϋποθέσεων κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η συνεισφορά καταβλήθηκε χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 66.
5. Η συνεισφορά του Δημοσίου μπορεί να χρηματοδοτείται από το συγχρηματοδοτούμενο σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) του Υπουργείου Οικονομικών. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και Επενδύσεων δύναται να ρυθμίζεται η διαδικασία για τη χρηματοδότηση και την καταβολή της συνεισφοράς από το ΠΔΕ ή και από το ΕΣΠΑ.
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων καθορίζονται η διαδικασία πληρωμής της συνεισφοράς του Δημοσίου, το όργανο που είναι αρμόδιο να αποφασίζει, καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο θέμα σχετικά με τη συνεισφορά του Δημοσίου.
Άρθρο 64
Ύψος συνεισφοράς του Δημοσίου – Σώρευση – Χρονικό διάστημα καταβολής
1. Η συνεισφορά του Δημοσίου ανέρχεται στα κατά περίπτωση αναφερόμενα ποσοστά, με την επιφύλαξη της μη υπέρβασης των ορίων που αναφέρονται στην παρ. 2 και καταβάλλεται ως εξής:
α) Για τα δάνεια της υποπερ. εα της περ. ε της παρ. 4 του άρθρου 57:
αα) Για τους πρώτους τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία ενημέρωσης της ηλεκτρονικής πλατφόρμας από τον χρηματοδοτικό φορέα, σύμφωνα με την περ. α ή την περ. β της παρ. 3 του άρθρου 62, η συνεισφορά του Δημοσίου ανέρχεται σε ποσοστό ενενήντα τοις εκατό (90%) επί της μηνιαίας δόσης.
αβ) Για τους επόμενους τρεις (3) μήνες, η συνεισφορά του Δημοσίου ανέρχεται σε ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) επί της μηνιαίας δόσης.
αγ) Για τους τελευταίους δύο (2) μήνες, η συνεισφορά του Δημοσίου ανέρχεται σε ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%) επί της μηνιαίας δόσης.
Σε κάθε περίπτωση, η μηνιαία συνεισφορά για τα δάνεια της περ. α) δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των:
i) Εξακοσίων (600) ευρώ ανά επιλέξιμη οφειλή, για τις ατομικές επιχειρήσεις που δεν έχουν εργαζομένους.
ii) Πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ ανά επιλέξιμη οφειλή, για τα νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των ατομικών επιχειρήσεων, που συνιστούν πολύ μικρή επιχείρηση.
iii) Δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ ανά επιλέξιμη οφειλή, για τα νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των ατομικών επιχειρήσεων, που συνιστούν μικρή επιχείρηση.
iv) Πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ ανά επιλέξιμη οφειλή, για τα νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των ατομικών επιχειρήσεων, που συνιστούν μεσαία επιχείρηση.
β) Για τα δάνεια της υποπερ. εβ της περ. ε της παρ. 4 του άρθρου 57:
βα) Για τους πρώτους τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία ενημέρωσης της ηλεκτρονικής πλατφόρμας από τον χρηματοδοτικό φορέα, σύμφωνα με την περ. γ’ της παρ. 3 του άρθρου 62, η συνεισφορά του Δημοσίου ανέρχεται σε ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) επί της μηνιαίας δόσης.
ββ) Για τους επόμενους τρεις (3) μήνες, η συνεισφορά του Δημοσίου ανέρχεται σε ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%) επί της μηνιαίας δόσης.
βγ) Για τους τελευταίους δύο (2) μήνες, η συνεισφορά του Δημοσίου ανέρχεται σε ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%) επί της μηνιαίας δόσης.
Σε κάθε περίπτωση, η μηνιαία συνεισφορά για τα δάνεια της περ. β’ δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των:
i) Πεντακοσίων (500) ευρώ ανά επιλέξιμη οφειλή, για ελεύθερους επαγγελματίες ή φυσικά πρόσωπα που ασκούν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν έχουν εργαζομένους.
ii) Τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ ανά επιλέξιμη οφειλή, για τα νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των ατομικών επιχειρήσεων, που συνιστούν πολύ μικρή επιχείρηση.
iii) Δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων (12.500) ευρώ ανά επιλέξιμη οφειλή, για τα νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των ατομικών επιχειρήσεων, που συνιστούν μικρή επιχείρηση.
iv) Σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ ανά επιλέξιμη οφειλή, για τα νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των ατομικών επιχειρήσεων, που συνιστούν μεσαία επιχείρηση.
γ) Για τα δάνεια της υποπερ. εγ της περ. ε της παρ. 4 του άρθρου 57:
γα) Για τους πρώτους τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία ενημέρωσης της ηλεκτρονικής πλατφόρμας από τον χρηματοδοτικό φορέα, σύμφωνα με την περ. γ’ της παρ. 3 του άρθρου 62, η συνεισφορά του Δημοσίου ανέρχεται σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) επί της μηνιαίας δόσης.
γβ) Για τους επόμενους τρεις (3) μήνες, η συνεισφορά του Δημοσίου ανέρχεται σε ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) επί της μηνιαίας δόσης.
γγ) Για τους τελευταίους δύο (2) μήνες, η συνεισφορά του Δημοσίου ανέρχεται σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) επί της μηνιαίας δόσης.
Σε κάθε περίπτωση, η μηνιαία συνεισφορά για τα δάνεια της περ. γ’ δεν μπορεί να ξεπεράσει το ποσό των:
i) Τριακοσίων (300) ευρώ ανά επιλέξιμη οφειλή, για ελεύθερους επαγγελματίες ή φυσικά πρόσωπα που ασκούν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν έχουν εργαζομένους.
ii) Δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ ανά επιλέξιμη οφειλή, για τα νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των ατομικών επιχειρήσεων, που συνιστούν πολύ μικρές επιχειρήσεις.
iii) Επτά χιλιάδων πεντακοσίων (7.500) ευρώ ανά επιλέξιμη οφειλή, για τα νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των ατομικών επιχειρήσεων, που συνιστούν μικρές επιχειρήσεις.
iv) Είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ ανά επιλέξιμη οφειλή, για τα νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των ατομικών επιχειρήσεων, που συνιστούν μεσαίες επιχειρήσεις.
2. Το συνολικό ποσό της δημόσιας συνεισφοράς που χορηγείται, δυνάμει του παρόντος σε κάθε επιχείρηση, σε επίπεδο ενιαίας επιχείρησης, με την έννοια της περ. ιη του άρθρου 58, δεν δύναται να υπερβαίνει αθροιστικά το ποσό του ενός εκατομμυρίου οκτακοσίων χιλιάδων (1.800.000) ευρώ, προ φόρων ή άλλων επιβαρύνσεων, συνυπολογιζομένων όλων των ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί στην ενιαία επιχείρηση, δυνάμει του Τμήματος 3.1 του Προσωρινού Πλαισίου. Όλα τα αριθμητικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται είναι ακαθάριστα, δηλαδή προ της αφαίρεσης φόρων ή άλλης επιβάρυνσης. Ειδικά ως προς τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της πρωτογενούς παραγωγής γεωργικών προϊόντων, το συνολικό ποσό της δημόσιας συνεισφοράς δεν δύναται να υπερβαίνει ανά ενιαία επιχείρηση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, το ποσό των διακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων (225.000) ευρώ. Επίσης, ειδικά ως προς τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, το συνολικό ποσό της δημόσιας συνεισφοράς δεν δύναται να υπερβαίνει ανά ενιαία επιχείρηση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο πρώτο εδάφιο, το ποσό των διακοσίων εβδομήντα χιλιάδων (270.000) ευρώ. Ενισχύσεις οι οποίες έχουν χορηγηθεί δυνάμει του Τμήματος 3.1 του Προσωρινού Πλαισίου και οι οποίες έχουν επιστραφεί πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2021, δεν λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσο υπάρχει υπέρβαση του σχετικού ανώτατου ορίου.
3. Όταν μια επιχείρηση δραστηριοποιείται σε περισσότερους του ενός τομείς στους οποίους ισχύουν διαφορετικά μέγιστα ποσά, σύμφωνα με το στοιχείο α του σημείου 22) και το στοιχείο α) του σημείου 23 του Προσωρινού Πλαισίου, διασφαλίζει, με κατάλληλα μέσα όπως ο λογιστικός διαχωρισμός, ότι για καθεμία από τις δραστηριότητες αυτές τηρείται το σχετικό ανώτατο όριο και δεν σημειώνεται υπέρβαση του μέγιστου συνολικού ποσού ύψους ενός εκατομμυρίου οκτακοσίων χιλιάδων (1.800.000) ευρώ ανά ενιαία επιχείρηση. Όταν μια επιχείρηση δραστηριοποιείται στους τομείς της πρωτογενούς παραγωγής γεωργικών προϊόντων και της αλιείας και υδατοκαλλιέργειας δεν πρέπει να σημειώνεται υπέρβαση του μέγιστου συνολικού ποσού ύψους διακοσίων εβδομήντα χιλιάδων (270.000) ευρώ ανά επιχείρηση.
4. Για δάνεια των οποίων η συμφωνηθείσα δόση δεν είναι καταβλητέα σε μηνιαία βάση, η συνεισφορά του Δημοσίου καλύπτει οκτώ (8) μήνες από την έγκρισή της σύμφωνα με το άρθρο 62 και καταβάλλεται κατά τον χρόνο που η δόση είναι απαιτητή από τον χρηματοδοτικό φορέα. Στην περίπτωση αυτή, η καταβλητέα δόση ανάγεται σε μηνιαία βάση, έτσι ώστε να υπολογιστούν τα ποσοστά και το ανώτατο ποσό της παρ. 1. Η συνεισφορά του Δημοσίου για τα δάνεια αυτά καταβάλλεται κατά τον χρόνο που είναι απαιτητή η δόση, μπορεί να καλύπτει περισσότερους μήνες και μπορεί να διαφοροποιείται κατά τη διάρκεια της συνεισφοράς. Σε κάθε περίπτωση, για τα δάνεια της παρούσας, το σύνολο του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιδεκτικών για τη συνεισφορά του Δημοσίου οφειλών, στο οποίο συνυπολογίζονται λογιστικοποιημένοι τόκοι, δεν υπερβαίνει τα κατά περίπτωση οριζόμενα όρια της παρ. 4 του άρθρου 57, όπου αυτά προβλέπονται, ανά κατηγορία δανείων και ανά πιστωτή.
Άρθρο 65 Υποχρεώσεις οφειλέτη
1. Κατά τη διάρκεια της καταβολής της συνεισφοράς του Δημοσίου, ο οφειλέτης έχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
α) Καταβάλλει εμπρόθεσμα το ποσό της οφειλής που βαρύνει τον ίδιο. Εμπρόθεσμη θεωρείται η καταβολή που πραγματοποιείται το αργότερο κατά την καταληκτική ημερομηνία που έχει ορίσει ο χρηματοδοτικός φορέας. Δεν μπορεί να θεωρηθεί μη εμπρόθεσμη καταβολή, η μη καταβολή συνολικού ποσού ύψους μίας μηνιαίας δόσης.
β) Παρέχει πρόσβαση στα στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται η επιλεξιμότητά του και παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που ζητούνται από το Δημόσιο κατά τον εκ των υστέρων έλεγχο των στοιχείων της αίτησής του.
2. α) Μετά την ολοκλήρωση της καταβολής της συνεισφοράς του Δημοσίου, ο οφειλέτης καταβάλλει τις δόσεις της οφειλής του προσηκόντως, κατά τον χρόνο που είναι καταβλητέες, καθ’ όλη τη διάρκεια παρακολούθησης, όπως καθορίζεται στην περ. β’, μετά τη λήξη της επιδότησης. Δεν μπορεί να θεωρηθεί μη προσήκουσα καταβολή η μη καταβολή συνολικού ποσού ύψους μίας μηνιαίας δόσης.
β) Το χρονικό διάστημα της διάρκειας παρακολούθησης ανά κατηγορία έχει ως εξής: βα) Για τις οφειλές της υποπερ. εα της περ. ε της παρ. 4 του άρθρου 57, το χρονικό διάστημα παρακολούθησης είναι έξι (6) μήνες.
ββ) Για τις οφειλές της υποπερ. εβ της περ. ε της παρ. 4 του άρθρου 57, το χρονικό διάστημα παρακολούθησης είναι δώδεκα (12) μήνες.
βγ) Για τις οφειλές της υποπερ. εγ της περ. ε της παρ. 4 του άρθρου 57, το χρονικό διάστημα παρακολούθησης είναι δέκα οκτώ (18) μήνες.
βδ) Για τις οφειλές των οποίων η δόση δεν είναι σε μηνιαία βάση, σε οποιαδήποτε κατηγορία της περ. ε της παρ. 4 του άρθρου 57 και αν ανήκουν, το χρονικό διάστημα παρακολούθησης είναι δώδεκα (12) μήνες.
3. Σε περίπτωση συγχρηματοδότησης, ο οφειλέτης υποχρεούται να παράσχει κάθε στοιχείο, έγγραφο ή πληροφορία, ώστε να εξασφαλιστεί η δυνατότητα αποτίμησης και αξιολόγησης του παρόντος προγράμματος ενίσχυσης, στα αρμόδια όργανα. Όλα τα σχετικά δικαιολογητικά και παραστατικά στοιχεία τηρούνται από την επιχείρηση σε ειδική μερίδα για δέκα (10) χρόνια από την ημερομηνία καταβολής της ενίσχυσης και τίθενται στη διάθεση των αρμοδίων οργάνων του Δημοσίου ή των αρμοδίων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον ζητηθεί σχετικός έλεγχος, ανεξαρτήτως αν από άλλες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας δεν υποχρεούνται στη διατήρηση των δικαιολογητικών και παραστατικών. Τα ανωτέρω στοιχεία και δικαιολογητικά έγγραφα διατηρούνται υπό τη μορφή πρωτοτύπων, ή αντιγράφων των πρωτοτύπων ή σε κοινώς αποδεκτούς φορείς δεδομένων, περιλαμβανομένων των ηλεκτρονικών εκδόσεων των πρωτότυπων εγγράφων ή εγγράφων που υπάρχουν μόνο σε ηλεκτρονική μορφή.
4. Σε περίπτωση συγχρηματοδότησης, ο οφειλέτης ενημερώνει το κοινό σχετικά με τη στήριξη που έχει λάβει από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και ΕπενδυτικάΤαμεία:
α) Παρέχοντας στον διαδικτυακό τόπο του, εάν υπάρχει, σύντομη περιγραφή της πράξης, ανάλογης προς το επίπεδο της στήριξης, που περιλαμβάνει τους στόχους και τα αποτελέσματά της και επισημαίνει τη χρηματοδοτική συνδρομή από την Ένωση, β) τοποθετώντας τουλάχιστον μία αφίσα με πληροφόρηση σχετικά με το έργο, ελάχιστου μεγέθους Α3, που περιλαμβάνει τη χρηματοδοτική συνδρομή από την Ένωση, σε σημείο εύκολα ορατό από το κοινό, όπως η είσοδος σε ένα κτίριο.
Άρθρο 66
Διακοπή καταβολής συνεισφοράς Δημοσίου και αναδρομική έκπτωση
Η συνεισφορά του Δημοσίου διακόπτεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η αίτηση έχει εγκριθεί χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας.
β) Σε περίπτωση λύσης του αιτούντος νομικού προσώπου ή θανάτου του αιτούντος φυσικού προσώπου.
γ) Σε περίπτωση κατά την οποία, κατόπιν τριών (3) διαδοχικών εντολών πίστωσης, δεν έχει καταστεί δυνατόν να πιστωθεί η συνεισφορά του Δημοσίου σε έναν τουλάχιστον τραπεζικό λογαριασμό.
δ) Σε περίπτωση που, κατόπιν του επανελέγχου, διαπιστωθεί ότι ο οφειλέτης δεν πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης συνεισφοράς Δημοσίου.
ε) Σε περίπτωση που ο οφειλέτης καθυστερήσει την καταβολή του ποσού που βαρύνει τον ίδιο, σύμφωνα με την περ. α της παρ. 1 του άρθρου 65. Αν ο δικαιούχος δεν καταβάλλει εγκαίρως το ποσό που βαρύνει τον ίδιο, ο θιγόμενος πιστωτής ενημερώνει την ηλεκτρονική πλατφόρμα, το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία ο οφειλέτης καθυστέρησε την καταβολή του μέρους της οφειλής που βαρύνει τον ίδιο. Αν ο πιστωτής παραλείψει την ενημέρωση του προηγούμενου εδαφίου, υποχρεούται να επιστρέψει στο Δημόσιο τα ποσά που αυτό κατέβαλε από τον χρόνο κατά τον οποίο ο πιστωτής όφειλε να είχε ενημερώσει το Δημόσιο.
στ) Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων του οφειλέτη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 65.
ζ) Σε περίπτωση που αποδειχθεί με δημόσια έγγραφα ότι η αίτηση υπαγωγής είναι ψευδής και η ανακρίβεια επιδρά στην επιλεξιμότητα του αιτούντος.
η) Σε περίπτωση που η ενίσχυση του παρόντος που χορηγείται σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη μεταποίηση και την εμπορία γεωργικών προϊόντων, μετακυλίεται από αυτές, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, σε πρωτογενείς παραγωγούς,
θ) Σε περίπτωση μη προσκόμισης των πιστοποιητικών της περ. β’ της παρ. 5 του άρθρου 61 το αργότερο μέχρι την καταληκτική ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή.
2. Στις περ. α, δ, ε, στ, ζ, η και θ, η έκπτωση επέρχεται αναδρομικά και το ποσό της συνεισφοράς αναζητείται στο σύνολό του εντόκως, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 67.
3. Σε περίπτωση εκ των υστέρων διαπίστωσης υπέρβασης των ορίων των παρ. 2 και 3 του άρθρου 64 και 59, μη οφειλόμενη σε υπαιτιότητα της αιτούσας, το ποσό της δημόσιας συνεισφοράς περικόπτεται αναλόγως, κατά τρόπο ώστε να μην οδηγεί σε υπέρβαση των ως άνω ορίων και η διόρθωση του ποσού ανάγεται στην αρχική ημερομηνία χορήγησης της δημόσιας συνεισφοράς. Τυχόν υπερβάλλον καταβληθέν ποσό δημόσιας συνεισφοράς ανακτάται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 67. Με κοινή απόφαση των Υπουργού Οικονομικών και Ανάπτυξης και Επενδύσεων δύνανται να καθορίζονται επιμέρους λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας.
4. Στην περίπτωση συγχρηματοδότησης εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δημοσιονομικών διορθώσεων και ανακτήσεων, με την επιφύλαξη τυχόν υψηλότερου επιτοκίου ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 67.
Άρθρο 67 Αχρεωστήτως καταβληθέντα – Αναδρομικότητα πληρωμών
1. Σε περίπτωση έκπτωσης του οφειλέτη από τη συνεισφορά του Δημοσίου, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 66, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, τα καταβληθέντα ποσά της συνεισφοράς αναζητούνται, καταλογίζονται στον οφειλέτη και επιστρέφονται εντόκως, από την ημερομηνία καταβολής τους και έως την επιστροφή τους με επιτόκιο το μεγαλύτερο εκ των ακόλουθων: α) δύο τοις εκατό (2%) ή β) το επιτόκιο ανάκτησης παράνομων κρατικών ενισχύσεων, ήτοι το βασικό επιτόκιο όπως υπολογίζεται με βάση την υπ’ αρ. 2008/C14/06 Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 19ης.1.2008, πλέον 100 μονάδες βάσης. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της περ. ζ’ του άρθρου 66, επιστρέφονται εντόκως, από την ημερομηνία καταβολής τους και έως τη την επιστροφή τους, με επιτόκιο το μεγαλύτερο εκ των ακόλουθων: α) πέντε τοις εκατό (5%) ή β) το επιτόκιο ανάκτησης παράνομων κρατικών ενισχύσεων, ήτοι το βασικό επιτόκιο όπως υπολογίζεται με βάση την υπ’ αρ. 2008/C 14/06 Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 19ης.1.2008, πλέον 100 μονάδες βάσης. Για την ανάκτηση των ποσών εφαρμόζονται όσα προβλέπονται στις παρ. 1 έως 6 του άρθρου 45 του ν. 4520/2018 (Α’ 30). Σε περίπτωση μη οικειοθελούς επιστροφής τους, τα ποσά αυτά αναζητούνται σύμφωνα με το ν.δ. 356/1974 (Α’ 90).
2. Ειδικά στην περίπτωση της παρ. 3 του άρθρου 66, τυχόν υπερβάλλον καταβληθέν ποσό δημόσιας συνεισφοράς ποσού ανακτάται με βάση το επιτόκιο ανάκτησης παράνομων κρατικών ενισχύσεων, ήτοι το βασικό επιτόκιο, όπως υπολογίζεται με βάση την υπ’ αρ. 2008/C 14/06 Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 19ης.1.2008, πλέον 100 μονάδες βάσης.
3. Υπό την επιφύλαξη αυστηρότερων ποινών, που προβλέπονται στην κείμενη ποινική νομοθεσία, σε περίπτωση δήλωσης από τον αιτούντα ψευδών στοιχείων ή απόκρυψης αληθινών στην αίτηση υπαγωγής, με σκοπό την υπαγωγή του στον παρόντα, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 67, καθώς και τον προσπορισμό περιουσιακού οφέλους από τη συνεισφορά Δημοσίου, εφαρμόζεται το άρθρο 22 του ν. 1599/1986 (Α’ 75). Σε κάθε περίπτωση, μετά από αυτεπάγγελτη ή κατόπιν αναφοράς έρευνα, τα σχετικά στοιχεία παραπέμπονται στον αρμόδιο εισαγγελέα για την εξέταση των ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών.
Άρθρο 68
Παροχή στοιχείων
Το Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένης της Φορολογικής Διοίκησης και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και οι χρηματοδοτικοί φορείς, παρέχουν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του άρθρου 60 όλα τα στοιχεία του παρόντος κεφαλαίου, από τα οποία προκύπτουν η επιλεξιμότητα του οφειλέτη, καθώς και οι επιδεκτικές συνεισφοράς οφειλές.
Άρθρο 69
Διενέργεια ελέγχων
Κατά τη διάρκεια καταβολής της συνεισφοράς του Δημοσίου, καθώς και κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης της τήρησης των υποχρεώσεων του οφειλέτη, σύμφωνα με το άρθρο 65, τα δεδομένα της αίτησής του, από τα οποία προκύπτει η επιλεξιμότητά του και η τήρηση των υποχρεώσεών του, μπορούν να διαβιβάζονται σε αρμόδιες υπηρεσίες του δημοσίου τομέα, προκειμένου να διενεργούνται έλεγχοι αναφορικά με την τήρηση των προϋποθέσεων και των υποχρεώσεων στο πλαίσιο του παρόντος.
Άρθρο 70
Υποχρέωση διαφάνειας
1. Οι ενισχύσεις που χορηγούνται δυνάμει του Προσωρινού Πλαισίου στο πλαίσιο του παρόντος, αναρτώνται από την αρμόδια υπηρεσία στην εφαρμογή της ΕΕ για τη διαφάνεια «Transparency Award Module» (ΤΑΜ), εντός ενός (1) έτους από τη χορήγησή τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο σημείο 44 του Προσωρινού Πλαισίου και στην υποπαρ. Β11 της παρ. Β’ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α’ 107).
2. Με τη λήψη της ενίσχυσης τεκμαίρεται η συναίνεση του οφειλέτη για τη δημοσιοποίηση των στοιχείων για την ενίσχυση που έλαβε.