ΑΡΙΘΜΟΣ 185/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
– Προσωπική κράτηση. Ηλικία. Στοιχεία αγωγής.
– Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ, προσωπική κράτηση “μπορεί να διαταχθεί επίσης και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες”. Η διάταξη αυτή δεν καταργήθηκε ούτε περιορίστηκε από το άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα (ΑΠ 60/2001, ΑΠ 25/2000), που κυρώθηκε με τον Ν. 2462/1997 και ορίζει ότι: “Κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση”, αποτελεί δε διάταξη κανόνα υπέρτερης νομικής βαθμίδας, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος και εισάγει διακωλυτικό κανόνα ως προς την απαγγελία προσωπικής κρατήσεως κατά εμπόρου για εμπορικές απαιτήσεις, όταν η μη εξόφληση των συμβατικών υποχρεώσεων του οφείλεται αποκλειστικά σε οικονομική αδυναμία αυτού, χωρίς να επηρεάζει όμως τη δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης για αξιώσεις από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 23/2005), διότι είναι διαφορετικές οι προϋποθέσεις και η εσωτερική απαξία του αδικήματος από εκείνες της συμβατικής παράβασης (ΑΠ 29/2020). Εξάλλου, η προσωπική κράτηση ως μέσο εκτελέσεως αποφάσεων, που επιδικάζουν απαιτήσεις γενικώς, δεν αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1-4, 7 παρ. 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και την ΕΣΔΑ, εφόσον η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας με την προσωπική κράτηση του οφειλέτη προβλέπεται με νόμο (ΟλΑΠ 1/2009, ΑΠ 29/2020, ΑΠ1353/2011) και δεν έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. Διότι ναι μεν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντ.), πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία, η οποία είναι απαραβίαστη, αλλά, όπως ρητώς ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 5 του Συντάγματος, επιτρέπεται να ορίζονται με νόμο περιορισμοί στο εν λόγω δικαίωμα, που μπορεί να φθάνουν και στη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας (ΑΠ 1138/2019, ΑΠ 495/2010, ΑΠ 1/2009, ΕφΠειρ 219/2015, ΕφΠειρ 73/2012, ΕφΑθ 2161/2011). Αυτό ασφαλώς ισχύει για την προσωπική κράτηση, η οποία ως μέσο εκτέλεσης για την ικανοποίηση ιδιωτικών απαιτήσεων συμβάλλει στη διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης με την εμπέδωση αισθήματος δικαίου, υπό την επιφύλαξη πάντως ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θα διασφαλίζεται παράλληλα και η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, με την έννοια ότι θα πρέπει να σταθμίζονται από το Δικαστήριο οι συνθήκες της κάθε ατομικής περίπτωσης, σε σχέση με το σκοπό που εξυπηρετεί το μέτρο της προσωπικής κράτησης και να λαμβάνεται έτσι το μέτρο αυτό μόνο όταν τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι όχι απλώς πρόσφορο, αλλά απόλυτα αναγκαίο για την ικανοποίηση της σχετικής απαίτησης, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που θα προκαλέσει (ΑΠ 1138/2019). Έτσι δυσανάλογη και ασφαλώς καταχρηστική θα είναι η απαγγελία προσωπικής κράτησης, όταν εξ αιτίας της οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την είσπραξη της απαίτησης του δανειστή, δηλαδή ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης (ΟλΑΠ 23/2005, ΑΠ 1565/2013, ΑΠ 1380/2013). Η αποδοχή της προσωπικής κράτησης, όπως σε κάθε αδικοπραξία, είναι δυνητική και εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει ή όχι την προσωπική κράτηση του οφειλέτη, ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως και να καθορίσει τη διάρκεια της, αρκεί να αποδειχθεί η απαίτηση. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου προσδιορίζεται με βάση ορισμένα ουσιαστικά κριτήρια και ιδίως, ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξεως και τις συνέπειες της, το βαθμό του πταίσματος του εναγομένου, τη φερεγγυότητα του, την απόκρυψη περιουσιακών του στοιχείων, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των διαδίκων (φυσικών προσώπων) και γενικά, τις ιδιαίτερες συνθήκες και λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ΑΠ 25/2000, ΑΠ 152/2000, ΑΠ 343/1995 ΕΕΝ 64.280, ΑΠ 1070/1993 ΕλΔνη 35.1579, ΕφΠειρ 74/2014, ΕφΘεσ 1311/2008 Αρμ 2009.1532, ΕφΠειρ 29/2007, ΕφΑθ 116/2007 ΝοΒ 2007.1606, ΕφΑθ 6182/2003 ΕλΔνη 45.859). Eκ των ανωτέρω δεν συνάγεται ότι επί αδικοπρακτικής ευθύνης θα πρέπει να απαλλάσσεται από την προσωπική του κράτηση ο οφειλέτης, που από αδυναμία δεν εκπληρώνει τη χρηματική του υποχρέωση (ΑΠ 257/2008, ΑΠ 857/2008, ΕφΑθ 2897/2010 ΔΕΕ 2011.78).
– Κατά το άρθρο 1048 περ. γ` ΚΠολΔ, προσωπική κράτηση δεν διατάσσεται κατά προσώπων που συμπλήρωσαν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1052 περ. 1δ του ίδιου κώδικα, ο κρατούμενος απολύεται αν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, σαφώς, ότι δεν επιτρέπεται να διαταχθεί η προσωπική κράτηση προσώπου που έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του. Κρίσιμος χρόνος για τη διαπίστωση της συνδρομής του λόγου αυτού αποκλεισμού της προσωποκράτησης, ο οποίος μπορεί να προβληθεί και ενώπιον του Εφετείου, είναι ο χρόνος έκδοσης της απόφασης περί προσωπικής κράτησης και όχι εκείνος κατά τον οποίο δημιουργήθηκε το χρέος, ενώ η μεταγενέστερη συμπλήρωση του παραπάνω ορίου ηλικίας αποτελεί λόγο αποφυλάκισης (ΟλΑΠ 680/1977 ΝοΒ 26, 632, ΑΠ 204/2014, ΑΠ 538/2012, ΕφΔωδ 6/2020, Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ υπ’ άρθρο 1048 αρ. 5, X. Απαλαγάκη ερμ. ΚΠολΔ υπ’ άρθρο 1048, Μπρίνια, Αναγκ. Εκτέλεση, τόμος 5ος 1982 άρθρο 1048 αρ. 766, σελ. 2492, Σταυρόπουλο, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 1048 Ιβ` και 3 δ`, Π. Γέσιου – Φαλτσή, Αναγκ. Εκτέλεση, έκδ. 2001, σελ. 1085). Από τις παραπάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 216 στοιχ. α` και 338 ΚΠολΔ, που ορίζουν αντίστοιχα, ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου και ότι κάθε διάδικος βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη των γεγονότων που δικαιολογούν, κατά νόμο την αξιούμενη από αυτόν δικαστική προστασία, συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία διώκεται η προσωπική κράτηση για απαίτηση από αδικοπραξία δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της η ηλικία του εναγομένου, αλλά απόκειται στον τελευταίο να ισχυρισθεί (κατ’ ένσταση) και να αποδείξει ότι έχει συμπληρώσει το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του και δεν μπορεί να απαγγελθεί εις βάρος του προσωπική κράτηση (ΑΠ 204/2014, ΑΠ 538/2012 και ΑΠ 33/2011).