Η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στη σύμβαση χαρακτηρισμό ή τον τρόπο αμοιβής.
— Εργασία εργάτη θεωρείται εκείνη που προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την καταβολή σωματικής ενέργειας, ενώ όταν η εργασία είναι προϊόν πνευματικής καταβολής, και εφόσον ο εργαζόμενος έχει την κατάρτιση και εμπειρία που απαιτείται γι’ αυτήν και την εκτελεί με υπευθυνότητα, θεωρείται εργασία υπαλλήλου.
— Για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου απαιτείται και εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας.
— Για τον χαρακτηρισμό ως ιδιωτικών υπαλλήλων των απασχολουμένων στη βιομηχανική παραγωγή, δεν αρκεί η άσκηση στον χειρισμό και στη ρύθμιση των μηχανικών μέσων με τα οποία, λόγω της αλματώδους τεχνολογικής προόδου, αναπληρώνεται η καταβολή μυϊκής δύναμης, αλλά απαιτείται εξιδιασμένη εμπειρία και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού.
— Κρίση ότι έχει την ιδιότητα της υπαλλήλου εργαζομένη σε εταιρεία με αντικείμενο πάσης φύσεως εκτυπώσεις επί χάρτου, χαρτονιού ή άλλης πρώτης ύλης, απασχολούμενη στο ατελιέ, όπου παραλάμβανε τις μακέτες, τις επεξεργαζόταν στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και τις προσάρμοζε ώστε να αποδοθεί στην εκτύπωση η ενσωμάτωση των χρωμάτων και εμφάνιση του κειμένου σύμφωνα με την παραγγελία, τύπωνε το τυπογραφικό δοκίμιο και απασχολείτο και με τη μελέτη και τον υπολογισμό νέων προσφορών.
— Είναι επουσιώδες το ότι σε κάποια συγκεκριμένη επιμέρους εργασία, από το πλέγμα εργασιών που συνδέει το ατελιέ και το μοντάζ, υπήρχε και επίβλεψη άλλου προσώπου, το οποίο κατά περίπτωση έδινε εντολές και καθοδηγούσε την ενάγουσα.
— Δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι’ αυτήν κάποια αιτία, αφού, εν όψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτήν ο εργοδότης ήσαν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια του άρθρου 281 Α.Κ.
— Περίπτωση εκδικητικής απόλυσης επειδή η εργαζομένη απέστειλε εξώδικο διαμαρτυρόμενη για την μη αμοιβή της σύμφωνα με τις σ.σ.ε και δ.α. του κλάδου στον οποίο ανήκε η εργοδότρια επιχείρηση και για μείωση των αποδοχών της και ακολούθως προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας διαμαρτυρόμενη για την επιχειρούμενη βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της ζητώντας και διαφορές αποδοχών.
—Aν η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου ή που συνιστούν αδικοπραξία, ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον μισθωτό και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
— Όμως το γεγονός και μόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για λόγους εκδίκησης δεν επιφέρει άνευ άλλου τινός και προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου εάν δεν συνοδεύεται από περιστατικά που τον θίγουν στον επαγγελματικό ή κοινωνικό κύκλο (απόφαση Αρείου Πάγου, Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου 2021, σ. 80).