Δυνατότητα προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών κατά απορριπτικής απόφασης της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 582/2021 Ολομ.) έκρινε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις και παράλειψη εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του, για το λόγο δε αυτό η κρινόμενη αίτηση απερρίφθη ως απαράδεκτη.
Ειδικότερα, απερρίφθη ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας του ΣτΕ αίτηση ακύρωσης της απόφασης της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, με την οποία αποφασίσθηκε η μεταγωγή του αιτούντος στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, της «υλικής πράξης» μεταγωγής του στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού και της παράλειψης της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής να αποφασίσει τη μεταγωγή του αιτούντος από το Κατάστημα Κράτησης Δομοκού στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού.
Κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, ενόψει της προκύπτουσας από τα άρ. 93, 94, 95 και 96 του Συντάγματος αρχής του ενιαίου της δικαιοδοσίας, τα ποινικά δικαστήρια, στη δικαιοδοσία των οποίων ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι, είναι αρμόδια για την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων τόσο κατά το στάδιο της προδικασίας και της κύριας ενώπιόν τους διαδικασίας, όσο και κατά το στάδιο της εκτέλεσης των ποινικών αποφάσεων και της έκτισης των ποινών που επιβάλλονται με αυτές, κατά το οποίο ολοκληρώνεται η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης από την άποψη τόσο της πραγματοποίησης της ποινικής αξίωσης της πολιτείας, όσο και της ειδικής πρόληψης των εγκλημάτων στο πρόσωπο του καταδίκου. Συνεπώς, τα ποινικά δικαστήρια φέρουν την αποκλειστική αρμοδιότητα να κρίνουν επί της νομιμότητας πράξεων που αφορούν στην έκτιση των στερητικών της ελευθερίας ποινών, συμπεριλαμβανομένων των πάσης φύσεως πράξεων ή παραλείψεων μεταγωγής κρατουμένων σε καταστήματα κράτησης.
Επεσήμανε, επιπλέον, ότι από το συνδυασμό των διατάξεων του άρ. 96 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρ. 2 παρ. 2 του Σωφρονιστικού Κώδικα προκύπτει γενική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών να αποφαίνεται επί κάθε προσφυγής κρατουμένου κατά πράξης ή παράλειψης σχετικής με την έκτιση της ποινής, η οποία θίγει τα νόμιμα δικαιώματά του, καθώς και ότι το άρ. 9 παρ. 4 του Σωφρονιστικού Κώδικα προβλέπει και ρητώς τη δυνατότητά του να προσφεύγει κατά των σχετικών απορριπτικών αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών. Εφόσον δε η τελευταία παραλείπει να αποφανθεί επί του αιτήματος, ώστε να συντρέξει η τυπική προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής, η δυνατότητα του κρατουμένου να προσφύγει ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών πρέπει να θεωρηθεί ότι ευρίσκει αυτοτελώς έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του Σωφρονιστικού Κώδικα, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη το άρ. 20 παρ.1 του Συντάγματος.
Κατόπιν τούτων, το δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του αιτούντος περί αδυναμίας προσφυγής του ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών, με συνέπεια τον κίνδυνο αρνησιδικίας και αδυναμίας παροχής έννομης προστασίας.
Δείτε την περίληψη της απόφασης εδώ.