Της Δανάης Μαραγκουδάκη
Απάτες με ευρωπαϊκά κονδύλια, δωροδοκίες, χειραγώγηση δημόσιων συμβάσεων, ξέπλυμα μαύρου χρήματος και κατάχρηση ευρωπαϊκών πόρων που αφορούν δαπάνες, προμήθειες και επιχορηγήσεις είναι μεταξύ των εγκλημάτων που θα απασχολούν το νέο Γραφείο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO – European Public Prosecutor’s Office) που αναμένεται να αρχίσει επίσημα τη λειτουργία του την 1η Ιουνίου 2021.
Αν υπολογίσει κανείς και το πακέτο βοήθειας της ΕΕ για την τόνωση της ανάκαμψης στην μετά-Covid εποχή που φτάνει τα 1,8 τρισ. ευρώ, εύκολα γίνεται αντιληπτό πως η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αναμένεται να βρεθεί αντιμέτωπη με μεγάλο όγκο δουλειάς. Για την ώρα, οι υποθέσεις που θα της ανατεθούν υπολογίζονται περίπου στις 3.000 και πιθανότατα θα αυξηθούν.
Το Capital.gr μίλησε με τον Δημήτρη Ζημιανίτη, τον πρώτο Έλληνα Ευρωπαίο Εισαγγελέα σχετικά με τις αρμοδιότητες του νέου οργάνου, τις τυχόν επικαλύψεις με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές υπηρεσίες (OLAF, Eurojust), αλλά και τις ανησυχίες ως προς την ανεξαρτησία του από το εθνικό δίκαιο κάθε χώρας.
Πώς προέκυψε η ανάγκη για μια Ευρωπαϊκή Εισαγγελία
“Η συζήτηση για μια Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90”, αναφέρει ο Δ. Ζημιανίτης και σημειώνει: “Το 2000 διαμορφώθηκε από ακαδημαϊκούς ένα κείμενο (Corpus Juris) που προέβλεπε έναν ευρωπαϊκό ποινικό κώδικα και ευρωπαϊκή ποινική δικονομία, ενώ προέβλεπε για πρώτη φορά την ύπαρξη της Εισαγγελίας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέλαβε στη συνέχεια νομοθετική πρωτοβουλία και έφτασε να προτείνει ένα σχέδιο Κανονισμού περίπου 12 χρόνια μετά (2013). Μετά από μερικά χρόνια, το 2017, υιοθετήθηκε ο Κανονισμός όπου συστάθηκε, ως όργανο της Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO), προς το σκοπό της έρευνας, της δίωξης και της παραπομπής ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών εγκλημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης”.
Όπως εξηγεί ο Εισαγγελέας, “πρόκειται για ένα αυτόνομο δικαστικό ευρωπαϊκό όργανο που έχει τη δυνατότητα να επιβλέπει και να δίνει εντολές στα κράτη μέλη. Την ίδια στιγμή όμως το διαδικαστικό κομμάτι του χειρισμού των υποθέσεων παραμένει στο εθνικό δίκαιο.
Αυτό που αλλάζει είναι ότι το εθνικό δίκαιο δεν θα μπορεί να αγνοεί τις εντολές της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Πολύ απλά, αν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποφασίσει ότι σε μια υπόθεση πρέπει να ασκηθεί η δίωξη και να παραπεμφθεί στο δικαστήριο, δεν μπορεί ένα κράτος να αρνηθεί”.
“Ουσιαστικά ο νέος θεσμός είναι μια μετεξέλιξη της OLAF (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης), η οποία φτιάχνει τον φάκελο μιας υπόθεσης και τον στέλνει στην εθνική δικαστική αρχή. Μέχρι πρότινος ο τοπικός Εισαγγελέας (πχ στη Λαμία, στην Κρήτη) δεν ήταν υποχρεωμένος να προχωρήσει σε δίωξη ακολουθώντας τις συστάσεις της OLAF.
Αυτή την “ασυμμετρία” στον τρόπο με τον οποίο χειρίζονταν οι εθνικές αρχές τις υποθέσεις προσπαθεί να καλύψει ο νέος θεσμός έχοντας πλέον τον κεντρικό έλεγχο και τη δικαστική αρμοδιότητα.
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έρχεται να καλύψει την αποτυχία των κρατικών αρχών να ανταποκριθούν σε αυτές τις υποθέσεις με έναν τρόπο αποτελεσματικό, με έμφαση στην ανάκτηση των ποσών που έχουν δοθεί (asset recovery)”, προσθέτει ο κ. Ζημιανίτης.
Τον Σεπτέμβριο του 2020 στην έδρα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο έγινε η επίσημη ανάληψη των καθηκόντων της πρώτης Ευρωπαίας Γενικής Εισαγγελέως, Laura Codruta Kovesi αλλά και των Ευρωπαίων Εισαγγελέων κάθε χώρας που συμμετέχει στο θεσμό.
Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας για την Ελλάδα, Δημήτρης Ζημιανίτης, έχει υπηρετήσει στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών μέχρι να αναλάβει καθήκοντα στην EPPO. Έχει περάσει από την OLAF, ενώ έχει διατελέσει Εκπρόσωπος Τύπου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, Αναπληρωτής Προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας.
Επίσης, διδάσκει στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών και έχει ασχοληθεί με ζητήματα ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου, έχει παρουσιάσει εισηγήσεις σε επιστημονικά συνέδρια, έχει εκδώσει βιβλία, καθώς και μεγάλο αριθμό συναφών άρθρων και δημοσιεύσεων.
Πώς λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία
Ποιο είναι το νέο στοιχείο; Το ότι πλέον γίνεται χρήση των εθνικών δικαστικών αρχών υπό την εντολή ενός ευρωπαϊκού οργάνου. Όπως εξηγεί ο Δ. Ζημιανίτης, το νέο δικαστικό όργανο αναμένεται να διαχειριστεί κυριαρχικά τις υποθέσεις της αρμοδιότητάς του που έως τώρα χειρίζονται οι εθνικές αρχές.
Οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς θα ενεργούν για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και θα έχουν τις ίδιες εξουσίες με τους εθνικούς εισαγγελείς, όσον αφορά στην έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή των υποθέσεων.
Προτεραιότητα θα δοθεί στην ταχεία εκκαθάριση των υποθέσεων αυτών με τα νέα μέσα και τις δυνατότητες που διαθέτει ο EPPO, στην εκδίκασή τους από τα δικαστήρια των κρατών-μελών και στην ανάκτηση των χρημάτων που με εξαπάτηση υφάρπαξαν ως επιδοτήσεις ή κοινοτικές προμήθειες οι δράστες, ζημιώνοντας τον κοινοτικό προϋπολογισμό, δηλαδή τον ευρωπαίο φορολογούμενο πολίτη.
Οι υποθέσεις που αντιστοιχούν στο νέο Γραφείο, σύμφωνα με τον υπολογισμό των κρατών μελών, είναι περίπου 2.150 και αν προσθέσουμε αυτές του τελευταίου χρόνου, ανέρχονται σε περίπου 3.000.
“Η Ρουμανία είναι από τις χώρες που έχει τις περισσότερες υποθέσεις, περίπου 1.000”, τονίζει ο κ. Ζημιανίτης και συμπληρώνει πως και η Ιταλία κινείται στα ίδια επίπεδα.
“Γι’ αυτό το λόγο οι Ιταλοί θα έχουν 15 Εντεταλμένους Εισαγγελείς οι οποίοι θα είναι τοποθετημένοι σε τέσσερα σημεία της Ιταλίας κι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των υποθέσεών τους αφορά στην ιταλική μαφία και την ανάμειξή της με ευρωπαϊκά κονδύλια”.
“Στην Ελλάδα οι περισσότερες υποθέσεις αφορούν επιδοτήσεις, κοινοτικά προγράμματα – συνήθως αγροτικά – έργα ανάπτυξης κτλ.”, σημειώνει ο Δ. Ζημιανίτης. “Σύντομα θα μας διαβιβάσει ο Οικονομικός Εισαγγελέας τις υποθέσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά μας και θα ξέρουμε τι υπάρχει”, προσθέτει.
Για να αναλάβει ο EPPO μια υπόθεση πρέπει να τον ενημερώσουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές ή η ίδια η Εισαγγελία να συλλέξει πληροφορίες προερχόμενες από άλλες πηγές για να ξεκινήσει έρευνες, για παράδειγμα από δημοσιογραφικές πληροφορίες, ιδιώτες ή άλλους καταγγέλλοντες.
“Στους Εντεταλμένους Εισαγγελείς θα πηγαίνει κάθε καταγγελία, ενώ έχουμε και μια οδό απευθείας ηλεκτρονικής υποβολής μια καταγγελίας στο κεντρικό όργανο. Υπάρχει ένας μηχανισμός που σε πρώτη φάση θα ελέγχει αν μια υπόθεση εμπίπτει στην αρμοδιότητά μας και στη συνέχεια θα “χρεώνεται” σε έναν από τους Εντεταλμένους Εισαγγελείς, ώστε να ξεκινήσει μία έρευνα”, αναφέρει ο Δ. Ζημιανίτης.
Οργάνωση και δομή
Η EPPO οργανώνεται σε (α) κεντρικό επίπεδο (Συλλογικό Όργανο, Μόνιμα Τμήματα, Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας, Αναπληρωτές αυτού, Ευρωπαίοι Εισαγγελείς και Διοικητικός Διευθυντής) και (β) αποκεντρωμένο επίπεδο (Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς).
Οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς αποτελούν το αποκεντρωμένο τμήμα της EPPO και ενεργούν για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Έχουν τις ίδιες εξουσίες με τους εθνικούς εισαγγελείς, όσον αφορά στην έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή των υποθέσεων ενώπιον της δικαιοσύνης.
Μπορεί να έχουν απασχόληση πλήρη ή μερική, εφ’ όσον αυτό δεν εμποδίζει τις υποχρεώσεις τους έναντι της EPPO. Ο αριθμός και ο τρόπος απασχόλησής τους, ανά κράτος, συμφωνείται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές και τον Γενικό Ευρωπαίο Εισαγγελέα.
Κατά κανόνα, την υπόθεση θα χειριστούν οι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς που βρίσκονται στο κράτος μέλος όπου διαπράχθηκε το εικαζόμενο αδίκημα. Θα λειτουργούν υπό την εποπτεία ενός ευρωπαϊκού εισαγγελέα από το ίδιο κράτος μέλος, εξ ονόματος του αρμόδιου μόνιμου τμήματος, το οποίο θα παρακολουθεί και θα κατευθύνει τις έρευνες και τις διώξεις που διεξάγουν οι Εντεταλμένοι. Η EPPO θα μπορεί να προσφύγει στα εθνικά δικαστήρια.
Ποιοι είναι οι Έλληνες Εισαγγελείς που θα συμμετάσχουν;
Στα κράτη-μέλη βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη οι διαδικασίες επιλογής των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων, ο διορισμός των οποίων αποτελεί προαπαιτούμενο για την έναρξη του επιχειρησιακού έργου της EPPO. Σε αρκετά κράτη οι διαδικασίες αυτές έχουν ήδη ολοκληρωθεί.
Η Ελλάδα, όπου καθυστέρησε η νομοθέτηση (Ν 4786/2021), μόλις πριν λίγες μέρες προχώρησε στην επιλογή των επτά Εντεταλμένων ΕΙσαγγελέων με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου και πλέον εκκρεμεί ο διορισμός τους από το Γραφείο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Οι Εισαγγελείς που έχουν επιλεγεί επί του παρόντος και εκκρεμεί ο διορισμός τους είναι :
Από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγο η αντεισαγγελέας Μαρία Μαλλούχου, από την Εισαγγελία Εφετών ο Οδυσσέας Τσορμπατζόγλου και η Αμαλία Μπακαλώνη και από την Εισαγγελία Πρωτοδικών ο Νικόλαος Ορνεράκης, η Πόπη Παπανδρέου, η Χαρίκλεια Θάνου και ο Διονύσιος Μουζάκης.
Γιατί δεν συμμετέχουν κάποιες χώρες της ΕΕ;
Ο ευρωσκεπτικισμός και η αντίληψη ότι η ΕΕ δεν έχει αρμοδιότητα να ρυθμίσει το ποινικό δίκαιο καθώς αυτό άπτεται της εθνικής κυριαρχίας μιας χώρας είναι η απάντηση στο γιατί η Ιρλανδία, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Σουηδία και η Δανία αρνήθηκαν να συμμετάσχουν.
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ωστόσο έχει ήδη προχωρήσει σε συμφωνίες εργασίας με κάποιες απ’ αυτές τις χώρες, ενώ η φιλοευρωπαϊκή Σουηδία δείχνει να είναι πιο κοντά στην ιδέα της συμμετοχής στο νέο θεσμό. Παράλληλα, Ουγγαρία και Πολωνία εντάσσονται ως γνωστόν στο μπλοκ των ευρωσκεπτικιστών, οπότε η στάση τους δεν προκαλεί μεγάλη εντύπωση.
Ερμηνεύοντας τη στάση των παραπάνω χωρών, ο κ. Ζημιανίτης αναφέρει πως “θεωρούν ότι δεν χρειάζεται ένα ακόμη ευρωπαϊκό όργανο, καθώς το υπάρχον πλαίσιο ήταν επαρκές για την αντιμετώπιση του προβλήματος της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης”.
Υπευθυνότητα για να πετύχει το εγχείρημα
Οι προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, σύμφωνα με τον Δημήτρη Ζημιανίτη, αφορούν κυρίως την επιχειρησιακή ετοιμότητα του οργάνου καθώς οι υποθέσεις είναι πολλές και ακόμα δεν υπάρχει “πεπατημένη” για τους πρώτους Ευρωπαίους Εισαγγελείς.
Ακόμη υπάρχει το ζήτημα της οργάνωσης των σχέσεων του EPPO με τα μη μετέχοντα κράτη-μέλη (ως προς τα οποία θα διατηρηθούν οι οδοί συνεργασίας μέσω της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και των διαθέσιμων εργαλείων), καθώς και με τρίτα κράτη, διεθνείς Οργανισμούς, τρίτους φορείς, όργανα κ.λπ.
Ο κανονισμός που διέπει το νέο Γραφείο περιέχει ρυθμίσεις που περιλαμβάνουν σχέσεις και συμφωνίες συνεργασίας, ενώ ειδικότερες προβλέψεις αφορούν στις σχέσεις με τη Eurojust, τη Europol και την OLAF, με τις οποίες θα πρέπει να αποφευχθούν επικαλύψεις στο έργο τους.
“Μια ανησυχία – που μπορεί να αποδειχθεί και αδικαιολόγητη – έχει να κάνει με το εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται στο χειρισμό των υποθέσεων της αρμοδιότητας του EPPO και το ενδεχόμενο να προκύψουν δυσλειτουργίες και ανασχέσεις της διαδικασίας, με επίκληση του εθνικού δικαίου που δεν είναι σύμφωνο με τον Κανονισμό.
Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο χρειάζεται κάθε κράτος μέλος να έχει διαμορφώσει έτσι το δίκαιό του, ώστε να μην έρχεται σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό Κανονισμό”, καταλήγει ο Δ. Ζημιανίτης.
https://www.capital.gr/diethni/3544298/o-neos-thesmos-pou-tha-katapolemisei-ti-diafthora-stin-europi