Η επισύναψη των σχετικών εγγράφων στην κατατιθέμενη έγκληση είναι μεν αναγκαία για τη διακρίβωση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας του προσώπου που καταθέτει την έγκληση, όμως, δεν έχει αναχθεί σε δικονομική προϋπόθεση της νομιμότητας αυτής [έγκλησης] (ΑΠ 514/2019)
Απόφαση 639 / 2020 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 639/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Διονυσία Μπιτζούνη – Εισηγήτρια, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου και Χρυσούλα Φλώρου – Κοντοδήμου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλείου Χαλντούπη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση αναιρέσεως της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, Ξ.Π. του Θ., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Αλεξάνδρας Καραβιώτη, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. ΖΤ2169/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “LOUIS VUITTON MALLETIER”, νομίμως εκπροσωπουμένη, που εδρεύει στη …, και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γρηγορίου Τρουφάκου.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.10.2019 και με αριθμό 10848/2019 αίτησή της αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1465/2019.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την διάταξή της περί επιβολής τυχόν νέας ποινής και περί απόρριψης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως, καθώς και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν. όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 10.10.2019, με αριθμό 10848/2019 αίτηση της Ξ. Π. του Θ., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. ΖΤ2169/2019 καταδικαστικής αποφάσεως του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία (απόφαση) η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη για τις αξιόποινες πράξεις της χρήσης πλαστού εγγράφου, κατ’ εξακολούθηση και της παράβασης του άρθρου 156 του ν.4072/11.4.2012, για τις οποίες της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών για την πρώτη εξ αυτών και έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή χιλίων (1.000) Ευρώ για τη δεύτερη εξ αυτών και συνολική ποινή φυλάκισης εννέα (9) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. [(έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα (στοιχ. Δ’), εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (στοιχ. Ε’) και υπέρβαση εξουσίας [στοιχ.Θ’ (H’ του προϊσχύσαντος)] και, συνεπώς, είναι παραδεκτή.
Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, “έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης”. Επίσης, κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, “ουδείς δύναται να καταδικασθή δια πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ’ ην στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος”, ενώ κατά το άρθρο 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το Ν.2462/1997, “κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν ήταν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή το διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διάπραξής τους. Επίσης, δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν.4619/2019 και ισχύοντος από την 1η.7.2019 (άρθρο δεύτερο του Ν.4619/2019 ) νέου Ποινικού Κώδικα, “αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη, επί πλημμελημάτων, λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής φυλάκισης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε ποινών φυλάκισης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Προδήλως είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη. Αν έχει καταργηθεί το αξιόποινο της πράξης με μεταγενέστερο νόμο, όμως αυτή τιμωρείται με άλλη διάταξη του ίδιου νόμου, η πράξη δεν καθίσταται ανέγκλητη. Ακόμη, επιεικέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίπτωση, υπό την οποία έλαβε χώρα η καταδίκη. Περαιτέρω, με βάση γενική αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου, που συνάγεται από τα άρθρα 2 του ΠΚ και 590 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζουν με μεταβατική διάταξη το αντίθετο, έχουν άμεση εφαρμογή από την έναρξη της ισχύος τους και στις εκκρεμείς και μη εκδικασθείσες ακόμη ποινικές υποθέσεις, από το χρονικό σημείο που καταλαμβάνουν αυτές. Η διαδικασία, δηλαδή, χωρεί σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο, κατά τον οποίο επιχειρείται η κάθε διαδικαστική πράξη και, συνεπώς, οι μεν πράξεις, οι οποίες έγιναν υπό το κράτος του παλαιού νόμου, είναι ισχυρές, το δε ατέλεστο μέρος της διαδικασίας και, επομένως, και η μη διεξαχθείσα ακόμη δίκη, θα γίνει σύμφωνα με το νέο νόμο. Κατά το άρθρο 511 εδ.δ'(τελ.) του κυρωθέντος με το Ν.4620/2019 και ισχύοντος από την 1η.7.2019 (άρθρο δεύτερο του Ν.4620/2019) νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, “αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος …… αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και την παραγραφή που επήλθαν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επίσης, αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευσή της”. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514 και 511 εδ. τελ. Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι στην περίπτωση που μετά την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και την προβλεπόμενη ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει και αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την 1.7.2019, “1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος με τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο”. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ, “1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο”. Από τη σύγκριση των διατάξεων αυτών, που ως προς τα στοιχεία της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος δεν διαφοροποιούνται, προκύπτει ότι ευμενέστερη διάταξη είναι αυτή του ισχύοντος από 1.7.2019 ποινικού κώδικα, καθόσον: α) η χρήση πλαστού δεν αποτελεί πλέον επιβαρυντική περίσταση κατά την παρ. 1 αλλά αυτοτελή πράξη (παρ. 2) που συρρέει φαινομενικά, όταν ακολουθεί την πλαστογραφία και απορροφάται από αυτήν και β) ειδικώς και μόνο ως προς την προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης, οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αφού με αυτήν προβλέπεται πλαίσιο ποινής φυλάκισης χωρίς ελάχιστο όριο, δηλ. από δέκα (10) ημέρες έως πέντε (5) έτη, ενώ η προηγούμενη διάταξη, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της επίδικης πράξης, προέβλεπε φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών έως πέντε (5) ετών. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου από τρίτον απαιτείται αντικειμενικώς μεν η ύπαρξη πλαστού [με την έννοια είτε της απομίμησης του γραφικού χαρακτήρα, είτε της θέσης της υπογραφής του φερομένου ως συντάκτη, είτε της κατάχρησης της υπογραφής (συμπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου που φέρει μόνον την υπογραφή τρίτου)] ή νοθευμένου (δηλαδή της αλλοίωσης της έννοιας του περιεχομένου του) εγγράφου (εγγράφου κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ’ του ΠΚ) και η χρήση αυτού από τον τρίτο, υποκειμενικώς δε δόλος, που ενέχει τη γνώση και τη θέληση πραγμάτωσης των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της εν λόγω αξιόποινης πράξης και περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, ασχέτως αν επετεύχθη. Περαιτέρω, η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δεν είναι ανάγκη κατ’ αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως επί του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου από τρίτον (“εν γνώσει” ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης, άμεσος δηλαδή δόλος), πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με την παράθεση πραγματικών περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 156 παρ. 1 περ. γ’ του ν.4072/11.4.2012, διώκεται κατ’ έγκληση και τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον έξι χιλιάδων ευρώ, μεταξύ άλλων, όποιος εν γνώσει θέτει σε κυκλοφορία, κατέχει, εισάγει ή εξάγει προϊόντα που φέρουν αλλότριο σήμα ή προσφέρει υπηρεσίες με αλλότριο σήμα. Από τη διάταξη αυτή, που προστατεύει το συγκεκριμένο άϋλο περιουσιακό αγαθό του σηματούχου, αλλά και τον ανόθευτο ανταγωνισμό, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κατοχής και θέσης σε κυκλοφορία προϊόντων που φέρουν αλλότρια σήματα, απαιτείται α) ο υπαίτιος να κατέχει και να θέτει σε κυκλοφορία προϊόντα, τα οποία φέρουν σήματα που αποτελούν αποκλειστικό δικαίωμα τρίτων και β) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι κατέχει και να θέτει σε κυκλοφορία προϊόντα, που φέρουν αλλότρια σήματα.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ακόμη, Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008).
Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ (Η’ του προϊσχύσαντος) Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν, όμως, οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή, όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά νόμο όροι. Περίπτωση υπέρβασης εξουσίας υπάρχει και όταν το δικαστήριο, επί εγκλήματος που διώκεται κατ’ έγκληση, προχώρησε στην καταδίκη του κατηγορουμένου, παρά το ότι η έγκληση υποβλήθηκε απαραδέκτως (περ. γ’ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ Κ.Ποιν.Δ.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση των κατά το είδος τους μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, ήτοι της χωρίς όρκο κατάθεσης του νομίμου εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας και των εγγράφων που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο και αναφέρονται στα πρακτικά, δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
“Η κατηγορουμένη διατηρεί κατάστημα εμπορίας αναμνηστικών δώρων και δερμάτινων ειδών επί της οδού …, στην …, στην Αθήνα. Στο κατάστημά της αυτό, στις 31.5.2012 και στο αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα διέθετε προς πώληση προϊόντα που αποτελούν απομίμηση των προϊόντων της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία “Louis Vuitton Malletier” και συγκεκριμένα, 66 πορτοφόλια, 23 ζώνες, 49 τσάντες χειρός, 14 θήκες κινητών τηλεφώνων, 17 νεεσέρ, 1 βαλίτσα ταξιδιού και 3 καθρεφτάκια. Τα προϊόντα αυτά είχαν κατασκευαστεί κατ’ απομίμηση των αντίστοιχων σχεδίων της εταιρείας “Louis Vuitton Malletier”, από υλικά υποδεέστερα αυτών της εν λόγω εταιρείας, όχι όμως και κακής ποιότητας, πάντως, με άλλες προδιαγραφές από αυτές της “Louis Vuitton Malletier”. Επ’ αυτών η κατηγορουμένη είχε τοποθετήσει πλαστές ετικέτες και συσκευασίες, που αποτελούν έγγραφα κατά την έννοια του νόμου, οι οποίες έφεραν το σήμα και το διακριτικό γνώρισμα της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας, προκειμένου να παραπλανήσει το αγοραστικό κοινό ότι δήθεν τα εμπορεύματα αυτά είναι γνήσια προϊόντα της εταιρείας “Louis Vuitton Malletier”, και να επιτύχει την πώλησή τους ως γνήσιων προϊόντων της εταιρείας αυτής. Επί των προϊόντων δεν υπήρχε αναγεγραμμένη τιμή πώλησης, ώστε η κατηγορουμένη, που είναι έμπειρη έμπορος, να κρίνει κατά περίπτωση τον κάθε υποψήφιο πελάτη και να του προτείνει διαφορετική τιμή. Βέβαια, οι τιμές πώλησης θα ήταν χαμηλότερες αυτών των γνήσιων προϊόντων της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας, και επίσης τα προϊόντα ήταν εκτεθειμένα σε ανοιχτή προθήκη στην πρόσοψη του καταστήματος και στο πεζοδρόμιο. Όμως, η απομίμηση των σχεδίων και η χρήση των πλαστών ετικετών και συσκευασιών με το σήμα και το διακριτικό γνώρισμα της “Louis Vuitton Malletier”, σε συνδυασμό με την μέτρια (και όχι κακή) ποιότητα υλικών, μπορούσαν να παραπλανήσουν, τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν γνωρίζει, ασφαλώς, ότι στην Ελλάδα γνήσια προϊόντα της εταιρείας αυτής διατίθενται μόνο στα καταστήματά της στο … της Αθήνας και στη Μύκονο, και μπορεί εύκολα να παραπλανηθεί πιστεύοντας ότι, ενδεχομένως, πρόκειται για κάποια προϊόντα προσφοράς, λόγω ελαττώματος ή διότι πρόκειται για παλαιά σχέδια κ.λ.π., αφού ο μέσος καταναλωτής δεν γνωρίζει ότι η εταιρεία δεν κάνει προσφορές, δεν διαθέτει στο εμπόριο τα τυχόν ελαττωματικά προϊόντα κ.λ,π. Περαιτέρω, η κατηγορουμένη εν γνώση της έθεσε σε κυκλοφορία, αφού εξέθετε προς πώληση στο κατάστημά της, τα ανωτέρω αναφερόμενα είδη, που έφεραν σήμα, λογότυπο και διακριτικό γνώρισμα που αποτελεί απομίμηση του σήματος της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας, που η τελευταία θέτει επί των γνήσιων προϊόντων της. Επομένως, η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη των αποδιδόμενων σ’ αυτήν με το κατηγορητήριο πράξεων της χρήσης πλαστού εγγράφου κατ’ εξακολούθηση, και της παράβασης του άρθρου 28 παρ. Ιδ’ του ν.2239/1994 και, ήδη, 125, 156 του ν.4072/2012, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.” Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε την κατηγορουμένη – νυν αναιρεσείουσα ένοχη, για τις αξιόποινες πράξεις της χρήσης πλαστού εγγράφου, κατ’ εξακολούθηση (άρθρ. 216 παρ. 2 – 1 ΠΚ) και της παράβασης του άρθρου 156 του ν.4072/2012 και επέβαλε σ’ αυτήν την ποινή φυλακίσεως των έξι (6) μηνών για την πρώτη πράξη και την ποινή φυλακίσεως των έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ για την δεύτερη πράξη, συνολική δε ποινή φυλάκισης εννέα (9) μηνών, την οποία ανέστειλε για μία τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό:
“ΚΗΡΥΣΣΕΙ την εκκαλούσα κατηγορουμένη ένοχη του ότι στην Αθήνα στις 31.05.2012 και στο αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα:
1) Με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση και εν γνώσει χρησιμοποίησε πλαστό έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλους σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα, χρησιμοποίησε άγνωστο αριθμό πλαστών ετικετών και συσκευασιών, που αποτελούν έγγραφα κατά την έννοια του νόμου, οι οποίες έφεραν το σήμα και το διακριτικό γνώρισμα της εταιρείας “Louis Vuitton Malletier”, τις οποίες τοποθέτησε σε απομιμήσεις προϊόντων που κατασκευάζει η παραπάνω εταιρεία, προκειμένου να παραπλανήσει το αγοραστικό κοινό ως προς την προέλευση και την ποιότητα κατασκευής των ανωτέρω προϊόντων, δημιουργώντας σε αυτό την πεπλανημένη αντίληψη, ότι τα προϊόντα αυτά είναι γνήσια, με σκοπό τη σύγχυση των καταναλωτών και τον πορισμό αθέμιτου οικονομικού οφέλους σε βάρος της κατασκευάστριας εταιρείας. Ειδικότερα, η κατηγορουμένη όντας ιδιοκτήτρια καταστήματος “Λιανικό Εμπόριο Αναμνηστικών Ειδών (σουβενίρ), επί της οδού … στην περιοχή της …, κατελήφθη να έχει τοποθετήσει τα ανωτέρω πλαστά έγγραφα σε 66 πορτοφόλια, 23 ζώνες, 49 τσάντες. 14 θήκες κινητών τηλεφώνων, 17 νεσεσέρ, 1 βαλίτσα ταξιδιού και 3 καθρεφτάκια, τα υλικά των οποίων ήταν ευτελούς ποιότητας, με διαφορετικές προδιαγραφές, η συσκευασία τους ήταν διάφορη των αυθεντικών και, δεν έχουν σχέση με τα υλικά που χρησιμοποιεί ή ανωτέρω εταιρεία. Των ανωτέρω δε πλαστών εγγράφων έκανε χρήση θέτοντας αυτά στα παραπάνω εμπορεύματα, προκειμένου έτσι να παραπλανήσει το αγοραστικό κοινό ότι δήθεν τα παραπάνω εμπορεύματα είναι γνήσια προϊόντα της προαναφερθείσας εταιρείας, που είναι γνωστά για την ποιότητα και τις προδιαγραφές κατασκευής και να επιτύχει την κυκλοφορία τους και την πώληση τους ως γνήσια προϊόντα της ως άνω κατασκευάστριας εταιρείας και 2) Εν γνώσει της εξέθεσε σε κυκλοφορία προϊόντα και εμπορεύματα που έφεραν σήμα που αποτελεί απομίμηση αλλότριου σήματος. Ειδικότερα η κατηγορουμένη κατελήφθη εντός του ανωτέρω καταστήματος, να κατέχει και να διαθέτει προς πώληση τα ανωτέρω είδη και δη 66 πορτοφόλια, 23 ζώνες, 49 τσάντες, 14 θήκες κινητών τηλεφώνων, 17 νεσεσέρ, 1 βαλίτσα ταξιδιού και 3 καθρεφτάκια, που έφεραν το σήμα, το λογότυπο και το διακριτικό γνώρισμα της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία: “Louis Vuitton Malletier”, της οποίας εξουσιοδοτημένος στην Ελλάδα είναι ο εγκαλών Ε. Τ. και πραγματογνώμονας αυτής ο Α. Β., το οποίο αποτελεί απομίμηση του σήματος, που χρησιμοποιεί η ανωτέρω εγκαλούσα εταιρεία και τα οποία (σήματα) τίθενται σε γνήσια προϊόντα αυτής.” Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού διαλαμβάνονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα νομική σκέψη, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της χρήσης και κατ’ εξακολούθηση πλαστού εγγράφου και της παράβασης του άρθρου 156 του ν.4072/2012, για τα οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα πραγματικά αυτά περιστατικά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 13γ’, 14 παρ.1, 16, 17, 18β’, 26 παρ. 1α, 27, 51, 53, 57, 59, 79, 94 παρ.1, 98 παρ. 1 και 216 παρ.2 -1 του ΠΚ, και των άρθρων 1, 28 παρ. 1δ’ του ν.2239/1994 και ήδη 156 του ν.4072/2012, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, όσον αφορά μεν στο αδίκημα της χρήσης πλαστού εγγράφου, αναφέρει: α) τα πλαστά έγγραφα που χρησιμοποίησε η κατηγορουμένη, με τις παραδοχές ότι “…είχε τοποθετήσει πλαστές ετικέτες και συσκευασίες που αποτελούν έγγραφα κατά την έννοια του νόμου (άρθρ. 13γ ΠΚ), οι οποίες έφεραν το σήμα και το διακριτικό γνώρισμα της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας, β) τη θέληση αυτής να επέλθουν οι έννομες συνέπειες από τη χρήση των ετικετών, με τις παραδοχές “… προκειμένου να παραπλανήσει το αγοραστικό κοινό ότι δήθεν τα εμπορεύματα αυτά είναι γνήσια προϊόντα της εταιρείας “Louis Vuitton Malletier”,…”, γ) τον δόλο της, δηλαδή την γνώση της ότι οι ετικέτες αυτές ήταν πλαστές, που προερχόταν από ιδία αντίληψη, με την παραδοχή ότι “… η κατηγορουμένη είχε τοποθετήσει τις πλαστές ετικέτες …”. Όσον αφορά δε στο αδίκημα της παράβασης του άρθρου 28 παρ.1 του ν.2239/1994 (ήδη του άρθρου 156 του ν.4072/2012) διαλαμβάνεται στην απόφαση, ότι η κατηγορουμένη έθεσε σε κυκλοφορία τα παραπάνω προϊόντα, γνωρίζοντας, ότι αυτά έφεραν σήμα που αποτελεί απομίμηση αλλότριου σήματος και συγκεκριμένα της εγκαλούσας εταιρείας.
Η αιτίαση της αναιρεσείουσας (1ος λόγος αναιρέσεως) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Θ’ (Η’) του Κ.Ποιν.Δ. πλημμέλεια, εκ του ότι η απόφαση δεν αναφέρει το άρθρο του ποινικού κώδικα σε σχέση με το αδίκημα της χρήσης πλαστού εγγράφου, πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο, διότι η παράλειψη που έχει εμφιλοχωρήσει, προδήλως εκ παραδρομής, στην υπό κρίση απόφαση είναι η μη αναφορά του Ποινικού Κώδικα μετά την μνεία των σχετικών άρθρων στη σελίδα 8 της προσβαλλομένης. Όμως, τόσο κατά λογική, όσο και κατά νομική ακολουθία, αλλά και από την επιτρεπτή επισκόπηση του αιτιολογικού σε σχέση με το διατακτικό, είναι προφανές ότι τα άρθρα 1, 12, 13γ’, 14 παρ.1, 16, 17, 18β’, 26 παρ. 1α, 27, 51, 53, 57, 59, 79, 94 παρ.1, 98 παρ. 1, 216 παρ.2 -1 αντιστοιχούν σε άρθρα του Ποινικού Κώδικα και όχι σε διατάξεις των νόμων 2239/1994 και 4072/2012, και ως εκ τούτου η εν λόγω παράλειψη ουδεμία ακυρότητα δημιουργεί, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η ίδια, λαμβανομένου υπόψη του ότι η απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη αιτιολογία και για το παραπάνω αδίκημα (χρήση πλαστού εγγράφου), σύμφωνα άλλωστε με όσα προεκτέθηκαν. Επίσης, η αιτίαση αυτής (4ος λόγος αναιρέσεως) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Θ’ (Η’) του Κ.Ποιν.Δ. πλημμέλεια, εκ του ότι η απόφαση εσφαλμένα εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.2 ΠΚ, αφού δέχθηκε, ότι αυτή έχει προβεί στην κατάρτιση των ανωτέρω πλαστών ετικετών και συσκευασιών, τις οποίες στη συνέχεια χρησιμοποίησε, είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ουδόλως υφίσταται τέτοια παραδοχή, ότι δηλαδή η ίδια η αναιρεσείουσα είχε καταρτίσει τα ως άνω πλαστά έγγραφα, αλλά προφανώς τρίτα (άγνωστα) πρόσωπα. Αντιθέτως, ως προελέχθη, από τις ανωτέρω παραδοχές προκύπτει πλήρως η τέλεση του αδικήματος (χρήση πλαστού εγγράφου), για το οποίο κατηγορήθηκε και καταδικάσθηκε η κατηγορουμένη – αναιρεσείουσα, αφού διαλαμβάνεται ότι η τελευταία έκανε χρήση των πλαστών εγγράφων, ήτοι των προϊόντων που αποτελούσαν απομίμηση των γνησίων προϊόντων της πολιτικώς ενάγουσας, επί των οποίων ήταν τοποθετημένες πλαστές ετικέτες και συσκευασίες.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων 46 παρ. 1 και 2 εδ. α’, β’ και γ’ του παλαιού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 34 παρ. 2 του Ν.3346/2005 και στη συνέχεια με το άρθρο 28 παρ. 1, του ισχύοντος από 2.4.2012, Ν.4055/2012, 42 και 43 του Κ.Ποιν.Δ. [ως ίσχυαν κατά το χρόνο υποβολής της εδώ ενδιαφέρουσας εγκλήσεως (άρθρ. 590 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.)], προκύπτει ότι η έγκληση γίνεται απ’ ευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και τους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της έγκλησης. Μπορεί επίσης η έγκληση να γίνει και προφορικά, οπότε συντάσσεται έκθεση, σύμφωνα με τα άρθρα 148 επ., ενώ κατατίθεται και παράβολο υπέρ του Δημοσίου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ.4 εδ. α’ του άρθρου 46 του Κ.Ποιν.Δ., “Ο εγκαλών μαζί με την έγκληση οφείλει να υποβάλει και τα διαθέσιμα σε αυτόν αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν και αποδεικνύουν αυτή”. Όμως, η μη υποβολή τους δεν δημιουργεί απαράδεκτο ή ακυρότητα, αφού τέτοια κύρωση δεν τάσσεται στην ανωτέρω διάταξη. Η επισύναψη των σχετικών εγγράφων στην κατατιθέμενη έγκληση είναι μεν αναγκαία για τη διακρίβωση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας του προσώπου που καταθέτει την έγκληση, όμως, δεν έχει αναχθεί σε δικονομική προϋπόθεση της νομιμότητας αυτής [έγκλησης] (ΑΠ 514/2019). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 156 παρ. 1 περ. γ’ του ν.4072/11.4.2012, προκύπτει ότι η ποινική δίωξη για το έγκλημα της εν γνώσει θέσεως σε κυκλοφορία, κατοχής, εισαγωγής ή εξαγωγής προϊόντων που φέρουν αλλότριο σήμα ή προσφοράς υπηρεσιών με αλλότριο σήμα, ασκείται μόνον ύστερα από έγκληση. Έγκληση δε είναι η δήλωση βούλησης του παθόντος προς την αρμόδια δικαστική αρχή ότι επιθυμεί την δίωξη της κατ’ αυτού τελεσθείσας αξιόποινης πράξης, συνδέεται δε όχι μόνο με την αξίωση της πολιτείας για την επιβολή της ποινής, αλλά και με το δικαίωμα για έγερση της ποινικής αγωγής και εντεύθεν έχει μικτό νομικό χαρακτήρα. Έτσι, η έγκληση, αφενός μεν αποτελεί θεσμό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, διότι η παραμέληση της υποβολής της εντός της σχετικής τρίμηνης προθεσμίας (άρθρο 117 παρ. 1 του παλαιού Ποινικού Κώδικα και άρθρο 114 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα) οδηγεί στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης, αφετέρου δε συνιστά και δικονομικό θεσμό, διότι αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση για την έγκαιρη γένεση της ποινικής δίκης (ΟλΑΠ 1/2007).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι ο νομίμως εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στο … ως άνω εγκαλούσας εταιρείας, Ε. Τ., στις 31.05.2012 υπέβαλε ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών έγκληση σε βάρος του Θ. Ν. (υπεύθυνου καταστήματος) και της κατηγορουμένης Ξ. Π. (ιδιοκτήτριας του καταστήματος), δυνάμει της από 3.1.2012 έγγραφης πληρεξουσιότητας, που δόθηκε σ’ αυτόν από τον Y. C., με την ιδιότητά του ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ανωτέρω εταιρείας, που λειτουργεί στη Γαλλία με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας. Στην δε από 31.5.2012 ένορκη εξέταση μάρτυρα ο ίδιος αναφέρει κατά λέξη: “…Επιθυμώ την ποινική δίωξη των ανωτέρω υπευθύνου και της ιδιοκτήτριας Π. Ξ.. Το πληρεξούσιο και το σχετικό παράβολο σας εγχειρίζω…” Επομένως, το δικάσαν Δικαστήριο ορθώς δίκασε την κατηγορουμένη και για το εν λόγω αδίκημα, δεδομένου ότι είχε υποβληθεί η απαιτούμενη έγκληση και, ως εκ τούτου, η αιτίαση της αναιρεσείουσας (2ος λόγος αναιρέσεως), ότι το Δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. και Θ’ (Η’ του προϊσχύσαντος) του Κ.Ποιν.Δ. πλημμέλεια, της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, εκ του λόγου ότι την καταδίκασε και για το κατ’ έγκληση διωκόμενο αδίκημα της παράβασης του άρθρου 28 του ν.2239/1994 (ήδη άρθρο 156 του ν.4072/2012), χωρίς να έχει υποβληθεί έγκληση, τυγχάνει αβάσιμη. Περαιτέρω, η αιτίαση της αναιρεσείουσας (3ος λόγος αναιρέσεως), ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ και Θ’ (Η’ του προϊσχύσαντος) του Κ.Ποιν.Δ. πλημμέλεια, εκ του ότι η απόφαση εσφαλμένα εφάρμοσε τη δυσμενέστερη διάταξη του άρθρου 156 του Ν.4072/2012, ενώ θα έπρεπε να εφαρμόσει την ευμενέστερη διάταξη του άρθρου 28 παρ.1 του Ν.2239/1994, η οποία ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της δεύτερης πράξης, για την οποία, εκτός των άλλων, καταδικάσθηκε, εδράζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Ειδικότερα, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι η κατηγορουμένη παραπέμφθηκε να δικαστεί μεταξύ των άλλων και για το αδίκημα της παράβασης των άρθρων 1, 28 παρ. 1δ’ του ν.2239/1994, ήτοι της εν γνώσει της θέσης σε κυκλοφορία προϊόντων και εμπορευμάτων που έφεραν σήμα που αποτελεί απομίμηση αλλότριου σήματος. Το δικάσαν Δικαστήριο καταδίκασε την κατηγορουμένη και για το εν λόγω αδίκημα και επέβαλε σ’ αυτήν την προβλεπόμενη αντίστοιχη ποινή, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ν.2239/1994 και όχι τις ισχύουσες κατά το χρόνο εκδικάσεως της υπό κρίση υποθέσεως διατάξεις του ν.4072/2012. Συγκεκριμένα, επέβαλε σ’ αυτήν για την εν λόγω πράξη ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή χιλίων (1.000) Ευρώ. Εάν είχε εφαρμόσει τις διατάξεις του ν.4072/2012, θα είχε επιβάλει στην κατηγορουμένη χρηματική ποινή τουλάχιστον έξι χιλιάδων (6.000) Ευρώ, που αποτελεί το σ’ αυτόν τον νόμο προβλεπόμενο κατώτατο όριο της απειλούμενης χρηματικής ποινής. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας δεν παραβίασε την αρχή της εφαρμογής του ευμενεστέρου για την κατηγορουμένη νόμου, ούτε χειροτέρεψε την θέση της αναιρεσείουσας και ως εκ τούτου σε ουδεμία πλημμέλεια υπέπεσε, απορριπτομένου του σχετικού λόγου.
Τέλος, η επιβαλλόμενη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 (ήδη 171 παρ.2) και 333 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτός περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, “η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώσεις που συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις”. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, κατά τις διατάξεις της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μεταξύ άλλων, και: 1) η υπό στοιχείο α’, η οποία συνίσταται στο ότι “ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα”. Κριτήριο, επομένως, για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, η οποία υπάρχει, όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, του λευκού ποινικού μητρώου μη όντος του μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την κατάφαση της περίστασης αυτής, του δικαστού δυνάμενου να κρίνει στα πλαίσια που ορίζονται από τα άρθρο 178 του Κ.Ποιν.Δ.. Εν όψει των ανωτέρω, η διάταξη αυτή (84 παρ.2α) του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας διάταξης, που όριζε ότι η υπό στοιχείο α’ ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο “ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή”, αφού με τη νέα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, καθόσον υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της “νόμιμης” ζωής έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της “έντιμης” ζωής, που απαιτούνταν από την προϊσχύσασα διάταξη και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το Σύνταγμα “απαραβίαστη” προηγούμενη ατομική και οικογενειακή ζωή του υπαιτίου. Στην προκείμενη περίπτωση, την ελαφρυντική αυτή περίσταση το Δικαστήριο της ουσίας δεν αναγνώρισε στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης, αφού αυτό απέρριψε τον υποβληθέντα σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό της, οπότε συντρέχει περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής, κατά τα άρθρα 2 παρ. 1 του ΠΚ και 511 εδ. τελευτ. του Κ.Ποιν.Δ., των επιεικέστερων, κατά τα προαναφερόμενα, διατάξεων του ίδιου άρθρου του ισχύοντος από την 1η.7.2019 νέου Ποινικού Κώδικα, δεκτού γενομένου και του σχετικού 5ου αναιρετικού λόγου, ως βασίμου.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, κατ’ αυτεπάγγελτη εφαρμογή, κατά το άρθρα 2 παρ. 1 ΠΚ και 511 εδ. τελ. Κ.Ποιν.Δ., των επιεικέστερων διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 2 (χρήσης πλαστού εγγράφου) και 84 παρ. 2 περ. α’ του ισχύοντος από την 1η.7.2019 νέου Ποινικού Κώδικα, α) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα: αα) ως προς την περί ποινής διάταξή της, που αφορά στην αξιόποινη πράξη του άρθρου 216 παρ. 2 του ν.ΠΚ, αβ) ως προς την απορριπτική του αυτοτελούς ισχυρισμού της αναιρεσείουσας περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του ΠΚ διάταξή της, συνακόλουθα δε και ως προς τις περί ποινών διατάξεις της για αμφότερες τις πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκε η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα, αγ) αναγκαίως δε, ως προς τον καθορισμό της συνολικής ποινής, β) να παραπεμφθεί, κατά τα αναιρούμενα μέρη, η υπόθεση για νέα, ως προς αυτά, εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συντιθέμενο από τους ίδιους δικαστές, που δίκασαν προηγουμένως, εφόσον τούτο είναι εφικτόν, ενόψει του ότι η απόφαση αναιρείται μόνο ως προς το σκέλος των ποινών (άρθρ. 522 νέου ΚΠοινΔ) και γ) να απορριφθεί, κατά τα λοιπά, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει τη με αριθμό ΖΤ2169/2019 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και συγκεκριμένα: α) ως προς την περί ποινής διάταξή της για την πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου, β) ως προς την απορριπτική του αυτοτελούς ισχυρισμού της αναιρεσείουσας περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του ΠΚ διάταξή της, συνακόλουθα δε ως προς τις περί ποινών διατάξεις της για αμφότερες τις πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκε αυτή και γ) αναγκαίως και ως προς τον καθορισμό της συνολικής ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά τα ως άνω αναιρούμενα μέρη της, για νέα εκδίκαση στο ίδιο παραπάνω Δικαστήριο, συγκροτούμενο από του ίδιους δικαστές που δίκασαν προηγουμένως, εφόσον αυτό είναι εφικτό.
Και
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά την από 10.10.2019 αίτηση (ασκηθείσα με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 14-10-2019 με αριθ. πρωτ.10848/2019) της Ξ. Π.του Θ., κατοίκου …, για αναίρεση της ανωτέρω απόφασης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Απριλίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ