Αλεξάνδρα Κλειδαρά
Αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης κατά 6,6 χρόνια και μείωση των συντάξεων προτείνει η ΕΕ στην έκθεση της για τη γήρανση του πληθυσμού προκειμένου να υπάρξει δημοσιονομική σταθερότητα.
Η αρχή βέβαια αναμένεται να γίνει μέσα στο 2024 με το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης να αυξάνεται στο 68ο έτος.
Η πρόβλεψη αυτή στηρίζεται στη διάταξη του νόμου Κατρούγκαλου, που δεν καταργήθηκε και προβλέπει ότι τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων θα ανακαθορίζονται σύμφωνα με τη μεταβολή του προσδόκιμου ζωής του πληθυσμού της χώρας.
Αλλαγές το 2022
Οι πόρτες της πρόωρης εξόδου κλείνουν από την 1/1/2022 για όλους όσοι δεν προλάβουν να θεμελιώσουν δικαίωμα έως το τέλος του έτους, δηλαδή του 2021.
Στην κατηγορία αυτή διότι κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου δεν έχουν συμπληρώσει είτε το παλιό ηλικιακό όριο είτε τον απαραίτητο χρόνο ασφάλισης.
Για αυτούς τα όρια ηλικίας για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος είναι τα 62 με 40ετία ασφάλισης ή τα 67 με 15.
Όπως προβλέπει ρητά ο νόμος 4336/2015, από το 2022 τα γενικά όρια ηλικίας διαμορφώνονται στα 62 με 40 έτη ασφάλισης και στα 67 με τουλάχιστον 15ετία (στα 62 με 15ετία για μειωμένη).
Εντός της εξαετούς μεταβατικής περιόδου που ξεκίνησε το 2015, όλα τα υπόλοιπα όρια ηλικίας που υπήρχαν σε επιμέρους Ταμεία του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα ακολούθησαν συγκεκριμένο βηματισμό, με αύξηση κάθε χρόνο, ώστε να συγκλίνουν όλα στα 62 ή στα 67 από το 2022.
Εντός της εξαετούς μεταβατικής περιόδου, περίπου 100.000-120.000 ασφαλισμένοι θεμελίωσαν ή θεμελιώνουν δικαίωμα σε ηλικία πριν από τα 62 ή τα 67 και δεν έχουν ακόμη συνταξιοδοτηθεί.
Πολλοί εξ αυτών συμπληρώνουν το νέο απαιτούμενο όριο ηλικίας μετά το 2022. Αυτοί και μόνον αυτοί θα μπορούν να αποχωρήσουν μετά την 1/1/2022 σε ενδιάμεσες ηλικίες πριν από τα 62 και τα 67.
Τα θεμελιωμένα δικαιώματα (συντάξιμα έτη και όριο ηλικίας) δεν επηρεάζονται και οι ασφαλισμένοι μπορούν να τα ασκήσουν όποτε το θελήσουν, δηλαδή και μετά το 2022. Επίσης για τους ασφαλισμένους που έχουν θεμελιώσει το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα αλλά συμπληρώνουν το μεταβατικό όριο των διατάξεών του μετά την 1/1/2022, η σύνταξή τους θα καταβάλλεται κατά το έτος που συμπληρώνεται το νέο – μεταβατικό – όριο ηλικίας.
Αύξηση ορίων ηλικίας
Η μείωση των γεννήσεων και ο διπλασιασμός των ηλικιωμένων αποτελούν μια – εν δυνάμει – δημογραφική βόμβα που θέτει εν αμφιβόλω το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος και τη δυνατότητα παροχής εγγυημένων – σε ύψος και συνέχεια – συντάξεων.
Ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων κ. Πάνος Τσακλόγλου δεν σταματά να αναφέρει σε κάθε ομιλία του ότι «ο δημογραφικός κίνδυνος σε ό,τι αφορά τις συντάξεις είναι πολύ μεγάλος για να σφυρίζουμε αδιάφορα».
Μάλιστα, υπογραμμίζει ότι το 2030 η Ελλάδα θα είναι η πιο γερασμένη χώρα της Ευρώπης και με το σημερινό σύστημα της ανταπόδοσης των γενεών – οι σημερινοί εργαζόμενοι να πληρώνουν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων- δεν θα υπάρχει μακρύ μέλλον.
Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν προτείνεται η μείωση των συντάξεων κατά 21,9% ή μείωση του ΑΕΠ κατά 4% και αύξηση του εργασιακού βίου κατά 6,6 χρόνια ώστε να σωθεί το ασφαλιστικό μέχρι το 2070.
Σημειώνεται δε ότι ο πληθυσμός της χώρας αναμένεται τα μειωθεί 2,1 εκατομμύρια ως το 2070, από τα 10,7 εκατομμύρια το 2019, στα 8,6 εκατομμύρια. Προβλέπει ακόμη ότι ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός (δηλαδή ο πληθυσμός ηλικίας 20 έως 64 ετών), αναμένεται να μειωθεί κατά 2,02 εκατομμύρια, από τα 6,25 εκατομμύρια το 2019, στα 5,81 εκατομμύρια ως το 2030, στα 5,25 εκατομμύρια το 2040, στα 4,7 εκατομμύρια το 2050, στα 4,5 εκατομμύρια το 2060 και στα 4,32 εκατομμύρια το 2070.
Η υλοποίηση του βασικού σεναρίου προϋποθέτει ότι το μέσο ποσοστό αναπλήρωσης (δηλαδή το ύψος των συντάξεων) θα πρέπει να μειωθεί κατά 21,9% τα επόμενα χρόνια. Πιο συγκεκριμένα θα πρέπει από το 65,4% που ήταν το 2019 να μειωθεί στο 61,7% το 2030, στο 54,3% το 2040, στο 47,4% το 2050, στο 43,3% το 2060 και να σταθεροποιηθεί στο 43,5% το 2070.
Η μη αλλαγή των ποσοστών αναπλήρωσης, όπως τονίζεται, θα έχει συνέπεια τη μέση ετήσια αύξηση των δαπανών για το ασφαλιστικό σύστημα κατά περίπου 4% του ΑΕΠ.
Η δεύτερη παράμετρος που θα πρέπει να αλλάξει σύμφωνα με την Επιτροπή είναι η διάρκεια του εργασιακού βίου.
Για να διατηρηθεί η ισορροπία στο ασφαλιστικό ο εργασιακός βίος θα πρέπει να επιμηκυνθεί τα επόμενα 50 χρόνια κατά 6,6 χρόνια, από τα 31,2 χρόνια που ήταν σε μέσα επίπεδα το 2019, στα 37,8 χρόνια ως το τέλος της εξεταζόμενης περιόδου.
Μάλιστα τονίζεται ότι η Ελλάδα μαζί με το Λουξεμβούργο, είχαν το 2019 από τα χαμηλότερα όρια εργασιακού βίου. Μια μικρότερη αύξηση του εργασιακού βίου, προβλέπει ότι θα αυξήσει σε μέση ετήσια βάση τις δαπάνες για συντάξεις κατά 2% του ΑΕΠ.