Ποιό είναι το πεδίο εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας θωράκισης που στοχεύει στην προστασία των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, και έμμεσα, της εθνικής κυριαρχίας των κρατών μελών, από νομοθεσίες των ΗΠΑ αντίθετες με το διεθνές δίκαιο;
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τις δημοσιευθείσες στις 12-05-2021 προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Gerard Hogan τονίζει ότι ιρανικές επιχειρήσεις μπορούν να επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών την ευρωπαϊκή νομοθεσία θωράκισης για να αποκλείσουν δευτερογενείς κυρώσεις των ΗΠΑ.
Επιπλέον σύμφωνα με τον γεν. εισαγγελέα Hogan, η απόφαση ευρωπαϊκής επιχείρησης να τερματίσει τη συμβατική σχέση με ιρανική επιχείρηση που υπόκειται σε πρωτογενείς κυρώσεις των ΗΠΑ πρέπει να θεωρηθεί ανίσχυρη εάν δεν μπορεί να δικαιολογηθεί για οποιονδήποτε άλλο λόγο πέρα από το κίνητρο για συμμόρφωση με νομοθεσία των ΗΠΑ που προβλέπει δευτερογενείς κυρώσεις έναντι μη αμερικανικών επιχειρήσεων που συναλλάσσονται με τέτοιες ιρανικές επιχειρήσεις, εμπίπτοντας στη νομοθεσία θωράκισης.
Σημειώνεται ότι η ΕΕ εξέδωσε τη νομοθεσία θωράκισης (EU Blocking Statute), ήτοι τον κανονισμό (ΕΚ) 2271/96, όπως έχει τροποποιηθεί [κανονισμός για την προστασία από τις συνέπειες της εξωεδαφικής εφαρμογής ορισμένων νόμων που θεσπίστηκαν από μια τρίτη χώρα, και των μέτρων που βασίζονται σ’ αυτούς ή απορρέουν από αυτούς] το 1996, ως απάντηση στη νομοθεσία που θέσπισαν οι ΗΠΑ για την επιβολή εξωεδαφικών κυρώσεων όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το Ιράν. Αποτελεί σημαντικό επίτευγμα ενιαίας δράσης της ΕΕ κατά των παράνομων αποτελεσμάτων της εξωεδαφικής νομοθεσίας τρίτων χωρών. O κύριος σκοπός της είναι να προστατεύσει τους οικονομικούς φορείς της ΕΕ που επιδίδονται νόμιμα σε διεθνές εμπόριο και/ή κινήσεις κεφαλαίων, καθώς και σε σχετικές εμπορικές δραστηριότητες με τρίτες χώρες, σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η ιρανική τράπεζα Bank Melli Iran, που διατηρεί υποκατάστημα στο Αμβούργο (Γερμανία), ισχυρίζεται ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων ότι η τακτική καταγγελία εκ μέρους του γερμανικού πάροχου τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών Telekom Deutschland GmbH για τον τερματισμό της επιχειρηματικής τους σχέσεως είναι ανίσχυρη. Οι υπηρεσίες της Telekom Deutschland αποτελούν την αποκλειστική βάση των εσωτερικών και εξωτερικών δομών επικοινωνίας της ιρανικής τράπεζας στη Γερμανία και είναι, κατά συνέπεια, απαραίτητες για τις επιχειρηματικές συναλλαγές.
Σύμφωνα με την τράπεζα, η καταγγελία από την Telekom Deutschland είχε ως αποκλειστικό κίνητρο τη συμμόρφωση με την νομοθεσία των ΗΠΑ που απαγορεύει σε μη αμερικανικές επιχειρήσεις τις συναλλαγές με ιρανικές επιχειρήσεις που υπόκεινται σε πρωτογενείς κυρώσεις, προβλέποντας δευτερογενείς κυρώσεις έναντι μη αμερικανικών επιχειρήσεων σε περίπτωση μη συμμορφώσεως [Η Bank Melli Iran έχει καταχωρισθεί στον κατάλογο SDN (Specially Designated Nationals and Blocked Person List – Κατάλογος ειδικώς σημασμένων υπηκόων και των προσώπων για τα οποία ισχύουν απαγορεύσεις)]. Αυτή η νομοθεσία εφαρμόστηκε εκ νέου μετά την απόφαση του (τότε) πρόεδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ το 2018 για την απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία επί του πυρηνικού προγράμματος στο Ιράν1.
Η Bank Melli Iran υποστηρίζει ότι η Telekom Deutschland παρέβη την ευρωπαϊκή νομοθεσία θωράκισης, η οποία που απαγορεύει σε επιχειρήσεις της Ένωσης να συμμορφώνονται με τέτοια εξωεδαφικά μέτρα των ΗΠΑ.
Η Telekom Deutschland, που ανήκει στον όμιλο Deutsche Telekom και πραγματοποιεί περίπου το 50% του κύκλου εργασιών στις ΗΠΑ, υποστηρίζει ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία θωράκισης δεν αλλάζει το σύνηθες δικαίωμα καταγγελίας τέτοιας επιχειρηματικής σχέσης χωρίς αιτιολόγηση της πράξης αυτής. Ισχυρίζεται ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία θωράκισης της επιτρέπει να τερματίσει τη σχέση της με την Bank Melli Iran ανά πάσα στιγμή, και δεν έχει σημασία με ποιο κίνητρο προέβη στην καταγγελία.
Επί του παρόντος, η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του Hanseatisches Oberlandesgericht Hamburg (Γερμανία), το οποίο ζητεί από το ΔΕΕ να αποσαφηνίσει το πεδίο εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας θωράκισης που θεσπίστηκε για να αποτρέψει τις παρεμβατικές εξωεδαφικές συνέπειες των κυρώσεων των ΗΠΑ εντός της ΕΕ, και έτσι να προστατεύσει τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, και έμμεσα, την εθνική κυριαρχία των κρατών μελών, από νομοθεσίες των ΗΠΑ αντίθετες με το διεθνές δίκαιο.
Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Gerard Hogan επεσήμανε, καταρχάς, ότι η νομοθεσία θωράκισης της Ένωσης είναι ένα ιδιαίτερα αμβλύ εργαλείο που αποσκοπεί στην εξουδετέρωση των παρεμβατικών εξωεδαφικών συνεπειών των κυρώσεων των ΗΠΑ εντός της Ένωσης. Η εν λόγω μέθοδος εξουδετέρωσης θα προκαλέσει αναμφίβολα ζημίες κατά την εφαρμογή της και πολλοί ενδέχεται να θεωρήσουν ότι η Telekom Deutschland θα είναι από τους πρώτους που θα θιγούν, κυρίως λόγω της ευρείας δραστηριότητάς της στις ΗΠΑ. Μάλιστα, κατά τον γεν. εισαγγελέα, πρόκειται για ζητήματα τα οποία θα μπορούσε κάλλιστα να επανεξετάσει και να λάβει υπόψη του ο νομοθέτης της Ένωσης.
Ως εκ τούτου, ο γεν. εισαγγελέας έκρινε, πρώτον, ότι το άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 2271/96 [ήτοι της νομοθεσίας θωράκισης] δεν εφαρμόζεται μόνον όταν η διοικητική ή δικαστική αρχή μιας χώρας, της οποίας οι νόμοι και οι κανονιστικές ρυθμίσεις περιλαμβάνονται στο παράρτημα της νομοθεσίας αυτής, έχει απευθύνει, άμεσα ή έμμεσα, εντολές σε πρόσωπο διαλαμβανόμενο στο άρθρο 11 της νομοθεσίας αυτής. Κατά συνέπεια, η απαγόρευση που περιλαμβάνεται στη διάταξη αυτή ισχύει ακόμη και στην περίπτωση συμμόρφωσης ενός οικονομικού φορέα με τη νομοθεσία αυτή, χωρίς προηγουμένως να του έχει επιβληθεί η εν λόγω υποχρέωση από αλλοδαπό διοικητικό ή δικαστικό όργανο.
Δεύτερον, ο γεν. εισαγγελέας αποφάνθηκε ότι η εν λόγω διάταξη αποκλείει ερμηνεία του εθνικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται σε πρόσωπο διαλαμβανόμενο στο άρθρο 11 της νομοθεσίας αυτής να καταγγείλει πάγια συμβατική σχέση με αντισυμβαλλόμενό του, ο οποίος έχει καταχωρισθεί στον Specially Designated Nationals and Blocked Persons List (κατάλογο ειδικώς σημασμένων υπηκόων και των προσώπων για τα οποία ισχύουν απαγορεύσεις) του US Office of Foreign Assets Control (Γραφείου Ελέγχου Αλλοδαπών Περιουσιακών Στοιχείων των ΗΠΑ), χωρίς ουδόλως να απαιτείται να αιτιολογήσει την απόφασή του περί καταγγελίας των συμβάσεων αυτών.
Τριτον, ο γεν. εισαγγελέας κατέληξε ότι, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις του άρθρου 5, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 2271/96, το εθνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει προσφύγει ένας συμβαλλόμενος που υπόκειται σε πρωτογενείς κυρώσεις οφείλει να διατάξει τον αντισυμβαλλόμενό του, που αποτελεί πρόσωπο διαλαμβανόμενο στο άρθρο 11 του κανονισμού αυτού, να διατηρήσει τη μεταξύ τους υφιστάμενη συμβατική σχέση, μολονότι, πρώτον, επιβάλλεται η στενή ερμηνεία του άρθρου 5, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, δεύτερον, ένα τέτοιο μέτρο ενδέχεται να παραβιάζει το άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, τρίτον, το πρόσωπο αυτό διατρέχει τον κίνδυνο να του επιβληθούν αυστηρές κυρώσεις από τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή νόμου, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα του κανονισμού αυτού.
Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA
- 1.Κοινό ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης, που υπογράφθηκε στις 14 Ιουλίου 2015 στη Βιέννη, αφενός, από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία) την Γερμανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση και, αφετέρου, το Ιράν.