Η κυβέρνηση της Βέρνης, στην οποία κυριαρχεί το εθνικιστικό, λαϊκιστικό κόμμα SVP, αποφάσισε να διακόψει τις διαπραγματεύσεις για μια νέα συμφωνία-πλαίσιο που θα διέπει τις διμερείς σχέσεις.
Η φυσική θέση της Ελβετίας βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, όπως εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει κοιτώντας τον χάρτη. Η οικονομική της θέση είναι επίσης άρρηκτα δεμένη με την Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας είναι άλλωστε ο τέταρτος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος, με ετήσιες συναλλαγές άνω των 250 δισ. ευρώ.
Η πολιτική θέση της Ελβετίας, όμως, βρίσκεται από χθες πιο μακριά από τις χώρες που την περιτριγυρίζουν και αποτελούν όλες μέλη της «ενωμένης Ευρώπης». Αιτία γι’ αυτό είναι η απόφαση την οποία έλαβε η κυβέρνησή της να διακόψει τις πολυετείς συνομιλίες για το νέο πλαίσιο της σχέσης της με την ΕΕ – θεωρώντας, εκτός των άλλων, πως δεν υπήρχε περίπτωση να εγκριθεί στο δημοψήφισμα που υποχρεωτικά έπρεπε να διεξαχθεί στη συνέχεια.
«Ανοίγουμε ένα νέο κεφάλαιο, ελπίζοντας να είναι αποδοτικό», δήλωσε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της χώρας, Γκι Παρμελέν. Στις Βρυξέλλες, ωστόσο, δεν κρύβουν τη δυσφορία, την απογοήτευση και την απαισιοδοξία τους, καθώς θεωρούν – δικαίως – ότι καθοριστικός παράγοντας ήταν η εντεινόμενη αντι-ΕΕ διάθεση στις τάξεις των Ελβετών.
Ακροδεξιά α λα ελβετικά
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι ο Παρμελέν αποτελεί ηγετικό στέλεχος του εθνικιστικού, λαϊκιστικού και ξενόφοβου Κόμματος του Λαού (SVP), που κυριαρχεί εδώ και αρκετά χρόνια στην πολιτική σκηνή της δεύτερης πλουσιότερης χώρας παγκοσμίως, με βάση το κατά κεφαλή εισόδημα. Για του λόγου το αληθές, έχει αναδειχθεί πρώτο σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που έχουν διεξαχθεί από το 1999 (η τελευταία έγινε το 2019).
«Η σημερινή ημέρα σηματοδοτεί μια μεγάλη νίκη για τη δημοκρατία και, κατά συνέπεια, για τον λαό της Ελβετίας», δήλωσε σε πανηγυρικό τόνο ο Μάρκο Κιέζα, πρόεδρος του SVP. Σημειώνεται ότι το κόμμα του, όλο το προηγούμενο διάστημα, υποστήριζε ότι η υπό διαπραγμάτευση συμφωνία απειλούσε την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της χώρας – έστω κι αν η υποψηφιότητα για ένταξη στην ΕΕ «κάηκε» στο δημοψήφισμα του 1992 και αποσύρθηκε επισήμως το 2016.
Τι θα γίνει με τις υπάρχουσες συμφωνίες;
Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί, σε κάθε περίπτωση, εύλογα ερωτήματα για την επόμενη ημέρα. «Χωρίς αυτή τη συμφωνία, ο εκσυγχρονισμός της σχέσης μας δεν θα είναι δυνατός και οι διμερείς συμφωνίες μας αναπόφευκτα θα καταστούν ανεπίκαιρες», ανέφερε από την πλευρά της η Κομισιόν, σε σχετική ανακοίνωση.
Πρακτικά, οι 120 περίπου διμερείς συμφωνίες που έχουν υπογραφεί από το 1972 μέχρι σήμερα ναι μεν παραμένουν σε ισχύ, όμως η αναθεώρηση και παράτασή τους ενδεχομένως αποδειχθεί πλέον μια σαφώς πιο περίπλοκη υπόθεση. Κι αυτό, με τη σειρά του, θα θέσει υπό αμφισβήτηση την ελεύθερη πρόσβαση της Ελβετίας και των επιχειρήσεών της στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με τις περισσότερες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, αυτή που υπογράφηκε το 1972 ανάμεσα στην (τότε) ΕΟΚ και την Ελβετία δεν προβλέπει την αυτόματη αποδοχή των νέων κανόνων που θεσπίζει η ΕΕ από την άλλη πλευρά. Έτσι, κάθε φορά ή τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις, θα πρέπει να διεξάγεται νέα διαπραγμάτευση.
Για παράδειγμα, μόλις χθες έληξε η ισχύς της συμφωνίας η οποία επιτρέπει τις πιστοποιημένες στην Ελβετία ιατρικές συσκευές να πωλούνται στις αγορές των «27». Έτσι, από εδώ και στο εξής, θα πρέπει τα συγκεκριμένα προϊόντα (που αποτελούν ένα από τα ισχυρά εξαγωγικά ατού της χώρας) να λαμβάνουν πιστοποίηση από τους αρμόδιους ευρωπαϊκούς οργανισμούς, κάτι που προφανώς μεταφράζεται σε επιπλέον κόστος και καθυστερήσεις.
Οι αιτίες της ρήξης
Ποιοι ήταν, όμως, οι βασικοί λόγοι που οδήγησαν στη ρήξη, η οποία αναμφίβολα προβληματίζει και τους 1,4 εκατομμύριο πολίτες της ΕΕ που ζουν και εργάζονται στην Ελβετία; Επισήμως, αφορούσαν μια σειρά ζητήματα, διόλου ευκαταφρόνητα.
Ανάμεσα σε αυτά, είναι η απαίτηση της ελβετικής πλευράς να μην απειληθούν οι υψηλές αμοιβές των εργαζομένων στη χώρα. Με άλλα λόγια, όσες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θέλουν να δραστηριοποιούνται στην Ελβετία, θα πρέπει να δεσμεύονται στο υπάρχον πλαίσιο όταν θα μεταθέτουν το προσωπικό τους εκεί.
Πρόκειται για μια «κόκκινη γραμμή» η οποία θεωρείται αδιαπραγμάτευτη, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τα συνδικάτα. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η Βέρνη πρόβαλε αντιρρήσεις και όσον αφορά την ισότιμη πρόσβαση των Ευρωπαίων πολιτών στις κοινωνικές παροχές που είναι κατοχυρωμένες για τους Ελβετούς – με αποτέλεσμα αρκετοί να κάνουν λόγο για μια στάση που τα θέλουν όλα δικά τους.
Διαφωνία υπήρξε, επίσης, αναφορικά με τις κρατικές επιδοτήσεις, καθώς η Ελβετία δεν δεχόταν την απαγόρευσή τους – θεωρώντας, προφανώς, ότι είναι ζωτικής σημασίας για μια σειρά επιχειρήσεις, όπως είναι οι τοπικές τράπεζες σε κάποια από τα 26 καντόνια της χώρας. Κάτι ανάλογο συνέβη και με τον «μηχανισμό διαιτησίας» σε περίπτωση διαφωνιών, καθώς η κυβέρνηση της Βέρνης αρνούνταν να αποδεχθεί την πλήρη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (το θέμα είχε προκύψει και κατά τις διαπραγματεύσεις με τη Βρετανία, για το Brexit).
Ο «παράδεισος» και η επόμενη ημέρα
Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι στο παρασκήνιο «ψιθυρίζεται» πως μία από τις αιτίες της ρήξης ήταν οι απαιτήσεις που πρόβαλε η κάθε πλευρά αναφορικά με το καθεστώς των ελβετικών τραπεζών, το απόρρητο και τις διαδικασίες πρόσβασης των Ευρωπαίων σε αυτές. Κι αυτό διότι, όπως φαίνεται, η προσπάθεια της ΕΕ να αμφισβητήσει το καθεστώς των «παραδείσων», που της στερούν έσοδα πολλών δισ., αποτελεί πρακτικά casus belli για τους Ελβετούς…
Όσο για το τι θα συμβεί από εδώ και στο εξής, αυτό είναι κάτι που μένει να αποδειχθεί. Σε επίπεδο προσώπων, πάντως, το καθεστώς ελεύθερης μετακίνησης εξακολουθεί να ισχύει, ενώ οι συνέπειες για τις επιχειρήσεις θα φανούν με τον καιρό.
Σίγουρα, πάντως, οι πρώτες αντιδράσεις από την ΕΕ δείχνουν πως δεν πρόκειται να… παρακαλέσει τους Ελβετούς να καθίσουν πάλι στο τραπέζι σύντομα. Οι «27» θεωρούν ότι, όπως και στο Brexit, έχουν το πάνω χέρι.