Τα επίδικα έγγραφα δεν κρίθηκαν πρόσφορα να αξιοποιηθούν αποδεικτικά ως θεμέλια για την κατάφαση της ενοχής του κατηγορουμένου
Η τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου απέρριψε αίτηση αναίρεσης, κατά το μέρος αυτής με το οποίο προβαλλόταν ο λόγος της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω μη τήρησης των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου (ΟλΑΠ 2/2021).
Ειδικότερα, ο αναιρεσείων προέβαλε την αιτίαση, ότι χωρίς να ερωτηθεί αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και λήφθηκαν υπόψη από αυτό, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για την ενοχή αυτού, τα απολογητικά υπομνήματα, που κατέθεσε κατά την ανάκριση στα πλαίσια της αρχικής και συμπληρωματικής απολογίας του για τις επίδικες αξιόποινες πράξεις και το έγγραφο παροχής εξηγήσεων αυτού που κατέθεσε στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης και, έτσι, παραβιάστηκε το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, καθώς και η αρχή της αμεσότητας της διαδικασίας.
Ωστόσο, κατά την κρίση του ανωτάτου δικαστηρίου, τα επίδικα έγγραφα δεν ήταν πρόσφορα να αξιοποιηθούν αποδεικτικά ως θεμέλια για την κατάφαση της ενοχής του κατηγορουμένου και την καταδίκη του, οπότε, με την ανάγνωση και αξιολόγησή τους από το Δικαστήριο της ουσίας, δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του ούτε η αρχή της αμεσότητας της διαδικασίας, αφού το άνω Δικαστήριο δεν αρκέσθηκε μόνο σε αυτά τα έγγραφα για την εκφορά της κρίσης του.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 2 του ΚΠΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης των επίδικων πράξεων και δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου ολόκληρης της απολογίας του, που έγινε κατά την ανάκριση. Η λήψη αυτής υπόψη και αξιοποίησή της αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ’ του ίδιου Κώδικα.
Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρ. 31, 105 και 223 παρ.4 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει πως στην ίδια απαγόρευση εμπίπτει, ομοίως, η κατάθεση του κατηγορουμένου, που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης ή η ένορκης ή χωρίς όρκο κατάθεσή του, που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του.
Η λήψη υπόψη και η αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου των ανωτέρω εγγράφων αφορά στο δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου, ως ειδικότερη έκφανση του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη, που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και στο δικαίωμά του, από το άρθρο 223 παρ.4 του ΚΠΔ, να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη, το οποίο προστατεύεται και κατά τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρ. 14 παρ.3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997.
Το ανώτατο δικαστήριο τόνισε, ωστόσο, πως δεν επέρχεται παραβίαση της αρχής της μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου, κατά την αξιοποίηση αφενός του υποβληθέντος από τον ίδιο, αμέσως μετά την προφορική του απολογία κατά την ανάκριση, απολογητικού υπομνήματος, αφετέρου του υποβληθέντος από τον ίδιο υπομνήματος εγγράφων εξηγήσεων κατά τη διάρκεια προανακριτικής εξέτασης. Και τούτο διότι το υπόμνημα αποτελεί τμήμα της απολογίας του, αμφότερα δε (υπόμνημα και έγγραφες εξηγήσεις) υποβάλλονται από τον κατηγορούμενο με την θέλησή του και προς υπεράσπισή του, δεν εξαναγκάζεται προς τούτο και δεν περιέχουν επιβαρυντικά στοιχεία σε σχέση με τα επίδικα αδικήματα.
Εν προκειμένω, απορρίπτοντας τον σχετικό λόγο αναίρεσης προεχόντως ως αόριστο, το δικαστήριο διαπίστωσε πως δεν διαλαμβανόταν, αν τα εν λόγω απολογητικά υπομνήματα και οι εξηγήσεις περιέχουν επιβαρυντικά στοιχεία, τα οποία είχε αναφέρει ο ίδιος σε βάρος του, σε σχέση με τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες έχει καταδικαστεί, ούτε αν εξαναγκάστηκε να υποβάλει τα έγγραφα αυτά. Αντιθέτως, από την επισκόπηση των εγγράφων, προέκυψε ότι περιέχουν ευνοϊκά για εκείνον στοιχεία, προς αντίκρουση της κατηγορίας.
Διαπίστωσε, επιπλέον, πως τα προαναφερόμενα έγγραφα αναγνώστηκαν στο ακροατήριο παρισταμένου του αναιρεσείοντος μετά των συνηγόρων του, χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε αντίρρηση. Προέκυψε δε ότι προσκομίστηκαν προς ανάγνωση στο ακροατήριο από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα, προς υπεράσπισή του.
Απόσπασμα απόφασης
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση, ότι χωρίς να ερωτηθεί αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και λήφθηκαν υπ’ όψη από αυτό, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για την ενοχή αυτού (αναιρεσείοντος), τα από 28-6-2013 και 4-4-2012 απολογητικά υπομνήματα, που κατέθεσε ενώπιον της Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Βέροιας στα πλαίσια της αρχικής και συμπληρωματικής απολογίας του για τις επίδικες αξιόποινες πράξεις και το από 6-9-2011 έγγραφο παροχής εξηγήσεων αυτού στην Πταισματοδίκη Αθηνών στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης επί των πράξεων αυτών και έτσι παραβιάστηκε το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, καθώς και η αρχή της αμεσότητας της διαδικασίας και επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο.
Με αυτό το περιεχόμενο ο παραπάνω αναιρετικός λόγος είναι προεχόντως αόριστος, διότι δεν διαλαμβάνεται σ’ αυτόν, αν τα εν λόγω απολογητικά υπομνήματα και οι εξηγήσεις περιέχουν επιβαρυντικά στοιχεία, τα οποία είχε αναφέρει ο ίδιος σε βάρος του, σε σχέση με τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες έχει καταδικαστεί, ούτε αν εξαναγκάστηκε να υποβάλει τα έγγραφα αυτά. Σε κάθε όμως περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης υπ’αριθμ. 944/2017 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, με τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μεταμελείας (άρθρ. 84 παρ. 2 περ.α’ και δ’ Π.Κ.), των πράξεων α) της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με ιδιαίτερα τεχνάσματα, με συνολικό όφελος και ζημία που προξενήθηκε σε βάρος του νομικού προσώπου της εγκαλούσας Ελληνικής Τράπεζας υπερβαίνοντα το ποσό των 150.000 ευρώ, β) της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση από εντολοδόχο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το συνολικό ποσό της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και γ) της πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με σκοπούμενο συνολικό όφελος και ζημία σε βάρος του νομικού προσώπου της εγκαλούσας Ελληνικής Τράπεζας υπερβαίνοντα το ποσό των 150.000 ευρώ, για τις οποίες επέβαλε σ’ αυτόν συνολική ποινή κάθειρξης δεκαέξι (16) ετών, προκύπτει ότι μεταξύ των εγγράφων που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, περιλαμβάνονται, με τους αριθμούς 3, 48 και 49 αντίστοιχα, τα από 28-6-2013 και 4-4-2012 απολογητικά υπομνήματα του αναιρεσείοντος ενώπιον της Α’ Τακτικής Ανακρίτριας του Πλημμελειοδικείου Βέροιας και οι από 6-9-2011 έγγραφες εξηγήσεις αυτού, που κατέθεσε στην Πταισματοδίκη Αθηνών στα πλαίσια διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία έγινε ύστερα από την από 12-11-2010 έγκληση, σε βάρος του, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε”.
Τα ανωτέρω έγγραφα αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας παρισταμένου του αναιρεσείοντος μετά των δύο συνηγόρων του, χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε αντίρρηση. Μάλιστα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της 1651/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, που είχε δικάσει την υπόθεση σε πρώτο βαθμό, το από 4-4-2012 απολογητικό υπόμνημα και οι από 6-9-2011 εξηγήσεις προσκομίστηκαν προς ανάγνωση στο ακροατήριο από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα, προς υπεράσπισή του. Από δε την παραδεκτή επισκόπηση των επίμαχων τριών εγγράφων, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, δεν προκύπτει ότι περιλαμβάνουν επιβαρυντικά για τον αναιρεσείοντα στοιχεία ως προς τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκε αλλά αντίθετα περιέχουν ευνοϊκά γι’αυτόν στοιχεία, προς αντίκρουση της κατηγορίας.
Συγκεκριμένα αναφέρεται, στο από 28-6-2013 αναγνωσθέν απολογητικό του υπόμνημα, το υπ’ αριθμό 84/2013 απαλλακτικό για τον ίδιο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και η μη υποβολή εγκλήσεως σε βάρος του εκ μέρους των φερομένων ως παθόντων και στα αναγνωσθέντα από 4-4-2012 απολογητικό υπόμνημα και 6-9-2011 υπόμνημα εγγράφων εξηγήσεων, ότι η αρχική συμπεριφορά του αφορούσε την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και η μεταγενέστερη αποσκοπούσε στον περιορισμό της ζημίας στην περιουσία του καταθέτη και της εγκαλούσας, οι αναφορές δε αυτές συμπίπτουν με τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς που ανέπτυξε κατά την απολογία του στο Δικαστήριο της ουσίας.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr.