Θεμιτός ο προβλεπόμενος περιορισμός του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, για λόγους δημοσίου συμφέροντος
Απορριπτέοι ως αβάσιμοι κρίθηκαν λόγοι ακύρωσης περί αντισυνταγματικότητας του μέτρου της απαγόρευσης πώλησης ιδιωτικών νήσων με αρχαιολογικές ζώνες (ΣτΕ 549/2021).
Ειδικότερα, προβλήθηκαν οι ισχυρισμοί περί αντιθέσεως της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρ. 28 παρ. 1 του Ν. 1892/1990 στο Σύνταγμα και περί θέσπισης της ρύθμισης της ΚΥΑ καθ’ υπέρβαση και κατά παράβαση της εξουσιοδοτικής διάταξης καθώς και κατά παράβαση των άρ. 17, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α..
Σύμφωνα με το άρ. 28 παρ. 1 του Ν. 1892/1990, όπως αντικαταστάθηκε με τον Ν. 4126/2013, οι δικαιοπραξίες εν ζωή για την απόκτηση εμπράγματων ή ενοχικών δικαιωμάτων από φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε ιδιωτικές νήσους ή νησίδες, καθώς και σε ακίνητα ιδιωτικών νήσων ή νησίδων, οπουδήποτε και αν αυτές ευρίσκονται, προϋποθέτουν άδεια χορηγούμενη από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας. Η διάταξη αυτή εξουσιοδοτεί περαιτέρω τους Υπουργούς Εθνικής Άμυνας και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη να καθορίσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις χορήγησης της εν λόγω άδειας, κατά τρόπο που να διασφαλίζουν τόσο την Εθνική ασφάλεια και εδαφική ακεραιότητα, όσο και τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης και ενόψει των πρόδηλων και σοβαρών σκοπών δημοσίου συμφέροντος τους οποίους εξυπηρετεί, στους εξουσιοδοτούμενους Υπουργούς παρέχεται η εξουσία να θεσπίσουν θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις, κωλύουσες τη χορήγηση της άδειας τόσο για λόγους υποκειμενικούς, αναγόμενους στα πρόσωπα των συμβαλλομένων, όσο και για λόγους αντικειμενικούς, αναγόμενους στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ακινήτων στα οποία αφορά η σχετική δικαιοπραξία.
Μεταξύ των κατηγοριών ακινήτων τα οποία, κατά το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης ΚΥΑ (Φ.110/3/ 330340/Σ.120/7.4.2014), δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο των δικαιοπραξιών του άρ. 28 παρ. 1 του Ν. 1892/1990, περιλαμβάνονται και οι αρχαιολογικές ζώνες, οι οποίες καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού εντός αρχαιολογικών χώρων και αποτελούν περιοχές υπαγόμενες σε αυξημένο καθεστώς προστασίας. Στην υπό κρίση υπόθεση, η επίδικη νήσος έχει χαρακτηριστεί με απόφαση του Υπ. Πολιτισμού ως αρχαιολογικός και ιστορικός τόπος.
Το δικαστήριο διαπίστωσε πως οι περιορισμοί του δικαιώματος ιδιοκτησίας, τιθέμενοι προς εκπλήρωση της επιταγής του άρ. 24 του Συντάγματος για τη διατήρηση αναλλοίωτων των αρχαίων μνημείων, είναι σύμφωνοι προς το Σύνταγμα (άρθρο 17). Παράλληλα, παρέχεται στον θιγόμενο ιδιοκτήτη η δυνατότητα αποκατάστασης της ενδεχόμενης ζημίας του ανάλογα με τη φύση και την κατά προορισμό χρήση του βαρυνόμενου ακινήτου (αναγκαστική απαλλοτρίωση, υποχρεωτική εξαγορά, αποζημίωση κ.ο.κ.).
Η προβλεπόμενη αυτή επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας επί ιδιωτικών νήσων και νησίδων που έχουν χαρακτηριστεί ως αρχαιολογικές ζώνες, όσον αφορά τη σύναψη εμπράγματων και ενοχικών δικαιοπραξιών εν ζωή, κατά την κρίση του δικαστηρίου θεμιτώς περιορίζει την εξουσία του ιδιοκτήτη, χωρίς, ωστόσο, να θίγει τις λοιπές εξουσίες που απορρέουν από το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας και αφορούν την, υπό τους όρους που θέτει η νομοθεσία, χρήση και κάρπωση από τον ίδιο του ακινήτου κατά τον προορισμό του καθώς και τη διενέργεια δικαιοπραξιών αιτία θανάτου.
Συνεπώς, έκρινε πως η μεν εξουσιοδοτική διάταξη του άρ. 28 παρ. 1 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα, η δε τεθείσα με το άρ. 3 της προσβαλλόμενης ΚΥΑ απαγόρευση δικαιοπραξιών του άρ. 1 αυτής προκειμένου περί ιδιωτικών νήσων και νησίδων που έχουν χαρακτηριστεί ως αρχαιολογικές ζώνες κείται εντός των ορίων της εν λόγω εξουσιοδοτικής διάταξης. Ταυτόχρονα, υπαγορεύεται από την ανάγκη αυξημένης προστασίας των αρχαιολογικών ζωνών, η οποία έχει αναχθεί σε αντικείμενο έντονου κρατικού ενδιαφέροντος, και δικαιολογείται επαρκώς από μείζονος σπουδαιότητας λόγο δημοσίου συμφέροντος αναγόμενο στη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του καθεστώτος αυξημένης προστασίας τους σε οριζόμενες ως αρχαιολογικές ζώνες ιδιωτικές νήσους και νησίδες, οι οποίες αποτελούν περιοχές με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (νησιωτικός χαρακτήρας και αρχαιολογική σημασία) κρίσιμα εξ απόψεως τόσο εθνικής ασφάλειας όσο και δημόσιας τάξης.
Κατόπιν τούτων, το δικαστήριο κατέληξε πως η επίδικη ΚΥΑ δεν αντίκειται στις προστατευτικές της ιδιοκτησίας διατάξεις του Συντάγματος και Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (Π.Π.Π.) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), ούτε αντιβαίνει στη διάταξη του Συντάγματος περί προστασίας της οικονομικής και, ειδικότερα, της συμβατικής ελευθερίας ή την αρχή της αναλογικότητας.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ : Επειδή, προς εξυπηρέτηση των προεκτιθέμενων (βλ. σκέψεις 6 και 8) πρόδηλων και σοβαρών σκοπών δημοσίου συμφέροντος, με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 1892/1990, όπως εξειδικεύεται με τις διατάξεις της κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσης προσβαλλόμενης ΚΥΑ, θεσπίζεται σύστημα προληπτικού ελέγχου των συναλλαγών στην ακίνητη ιδιοκτησία ιδιώτη, φυσικού ή νομικού προσώπου, που αφορά τις οπουδήποτε ευρισκόμενες εντός της επικράτειας ιδιωτικές νήσους και νησίδες και τα επ’ αυτών ιδιωτικά ακίνητα, με την υπαγωγή σε καθεστώς αδειοδότησης των σχετικών, εμπράγματων και ενοχικών, δικαιοπραξιών εν ζωή. Παράλληλα, η κατ’ εξουσιοδότηση νομίμως τεθείσα διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. η της ως άνω ΚΥΑ, σύμφωνα με την οποία ο καθορισμός ιδιωτικών νήσων και νησίδων ως αρχαιολογικών ζωνών αποτελεί αρνητική προϋπόθεση κωλύουσα τη χορήγηση της άδειας για λόγους αντικειμενικούς (βλ. σκέψεις 8, 10), εισάγει, μεταξύ λοιπών περιοριστικώς προβλεπόμενων στο άρθρο αυτό περιπτώσεων, εξαίρεση από τον ως άνω θεσπιζόμενο κανόνα της επιτρεπτής, κατόπιν αδειοδότησης, σύναψης δικαιοπραξιών εν ζωή, με την απαγόρευση σύναψης των εν λόγω δικαιοπραξιών, εφόσον αυτές έχουν ως αντικείμενο τη σύσταση εμπράγματων ή ενοχικών δικαιωμάτων σε ιδιωτικές νήσους και νησίδες της ανωτέρω κατηγορίας καθώς και σε επ’ αυτών ακίνητα. Η προβλεπόμενη αυτή επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας επί ιδιωτικών νήσων και νησίδων που έχουν χαρακτηριστεί ως αρχαιολογικές ζώνες, όσον αφορά τη σύναψη εμπράγματων και ενοχικών δικαιοπραξιών εν ζωή, θεμιτώς περιορίζει την εξουσία του ιδιοκτήτη, χωρίς, ωστόσο, να θίγει τις λοιπές εξουσίες που απορρέουν από το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας και αφορούν την, υπό τους όρους που θέτει η νομοθεσία, χρήση και κάρπωση από τον ίδιο του ακινήτου κατά τον προορισμό του καθώς και τη διενέργεια δικαιοπραξιών αιτία θανάτου. Και τούτο διότι η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση του άρθρου 3 παρ. 1 περ. η της Φ.110/3/ 330340/Σ.120/2014 κοινής υπουργικής απόφασης υπαγορεύεται, όπως ευθέως συνάγεται από το περιεχόμενό της, από την ανάγκη αυξημένης προστασίας των αρχαιολογικών ζωνών, η οποία έχει αναχθεί σε αντικείμενο έντονου κρατικού ενδιαφέροντος, και δικαιολογείται επαρκώς από μείζονος σπουδαιότητας λόγο δημοσίου συμφέροντος αναγόμενο στη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του καθεστώτος αυξημένης προστασίας τους σε οριζόμενες ως αρχαιολογικές ζώνες ιδιωτικές νήσους και νησίδες, οι οποίες αποτελούν περιοχές με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (νησιωτικός χαρακτήρας και αρχαιολογική σημασία) κρίσιμα εξ απόψεως τόσον εθνικής ασφάλειας όσο και δημόσιας τάξης. Εξάλλου, ο ιδιώτης ιδιοκτήτης διατηρεί το δικαίωμα αποκατάστασης, κατά την κείμενη νομοθεσία της ενδεχόμενης ζημίας του. Ενόψει αυτών, η προαναφερόμενη ρύθμιση του άρθρου 3 παρ. 1 περ. η της προσβαλλόμενης ΚΥΑ δεν αντίκειται στις προστατευτικές της ιδιοκτησίας διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (Π.Π.Π.) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), ούτε αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της οικονομικής και, ειδικότερα, της συμβατικής ελευθερίας. Περαιτέρω, το επιβαλλόμενο με την εν λόγω ρύθμιση μέτρο της απαγόρευσης εμπράγματων και ενοχικών δικαιοπραξιών εν ζωή προκειμένου περί ιδιωτικών νήσων και νησίδων καθοριζόμενων ως αρχαιολογικών ζωνών -ως προς τις οποίες, άλλωστε, το δικαίωμα ιδιωτικής ιδιοκτησίας, και όταν υφίσταται, τελεί υπό λίαν σοβαρούς περιορισμούς, ενόψει της κατά προορισμό χρήσης αυτών- δεν παραβιάζει τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο), διότι, ενόψει όσων έχουν ήδη εκτεθεί, παρίσταται πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του ως άνω σκοπού δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκει, δεν είναι δε δυσανάλογο, και μάλιστα προδήλως, σε σχέση προς αυτόν. Συνεπώς, κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση εδώ