Το ληξιπρόθεσμο χρέος των φυσικών και νομικών προσώπων στην Ελλάδα την τελευταία 20ετία αυξήθηκε κατά 11,6 φορές, οι οφειλέτες κατά 4,7 φορές και ανέρχονται στα 4,2 εκατομμύρια, ενώ το μέσο χρέος κατά περίπου 2,5 φορές, αποδεικνύοντας ότι φόροι και πρόστιμα γονατίζουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις
Ντίνος Σιωμόπουλος
Το ληξιπρόθεσμο χρέος των φυσικών και νομικών προσώπων στην Ελλάδα την τελευταία 20ετία αυξήθηκε κατά 11,6 φορές, οι οφειλέτες κατά 4,7 φορές και ανέρχονται στα 4,2 εκατομμύρια, ενώ το μέσο χρέος κατά περίπου 2,5 φορές, αποδεικνύοντας ότι φόροι και πρόστιμα γονατίζουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Συνολικά το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα που αφορά Εφορίες, τελωνεία, ασφαλιστικά ταμεία και τράπεζες ανέρχεται σε περίπου 215 δισ. ευρώ, δηλαδή πολύ πάνω από το ΑΕΠ της χώρας. Τα ληξιπρόθεσμα χρέη στην Εφορία διαμορφώνονται τον Μάρτιο του 2021 σε 109 δισ. ευρώ, στα ασφαλιστικά ταμεία (ΕΦΚΑ) σε 35 δισ. ευρώ και τα χρέη στις τράπεζες σε 70 δισ. ευρώ.
Εν αναμονή για διευκολύνσεις
Τα παραπάνω στοιχεία παρουσιάστηκαν πρόσφατα από τον καθηγητή Δημόσιας Οικονομικής στο Πάντειο κ. Νίκο Καραβίτη σε διεθνές συνέδριο για την οικονομία και τις επιχειρήσεις στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Την ίδια στιγμή, κυβέρνηση και χιλιάδες οφειλέτες περιμένουν το πράσινο φως από τους θεσμούς, ώστε να αναβιώσει η ρύθμιση των 120 δόσεων τόσο για χρέη που δημιουργήθηκαν μέσα στην κρίση του κορωνοϊού όσο και για προηγούμενα χρέη που είτε έχει χαθεί η ρύθμιση είτε κάποιοι δεν εντάχθηκαν ποτέ.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες του «Βήματος της Κυριακής», προς το παρόν οι θεσμοί δείχνουν αρκετά επιφυλακτικοί έως αρνητικοί να υπάρξει και πάλι μια νέα ρύθμιση 120 δόσεων για όλα τα χρέη στην Εφορία. Ωστόσο, με βάση τις ίδιες πληροφορίες, φαίνεται να δέχονται μια αναβίωση των 100 ή 120 δόσεων για εκείνους που ήταν την περίοδο της πανδημίας πληττόμενοι και λόγω αυτού του γεγονότος δεν πλήρωσαν μία ή δύο δόσεις κατά περίπτωση και βρέθηκαν εκτός ρύθμισης. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν εργαζόμενοι σε αναστολή καθώς και επαγγελματίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που παρέμειναν κλειστές για ένα χρονικό διάστημα με κρατική εντολή ή ήταν πληττόμενες λόγω της παρατεταμένης ύφεσης.
Δεν μπορούν να εξοφλήσουν
Κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι τα χρέη στην Εφορία αυξάνονται χρόνο με τον χρόνο και αν δεν βρεθεί κάποια άμεση λύση, τότε και το κράτος θα είναι χαμένο, αλλά πολύ περισσότερο οι πολίτες που χρωστούν και δεν έχουν τη δυνατότητα να εξοφλήσουν τις οφειλές τους σε βάθος πολλών ετών.
Πέραν, όμως, της αναβίωσης των 100 ή 120 δόσεων (για τρίτη φορά μέσα σε 12 μήνες) για τους παραπάνω οφειλέτες, το υπουργείο Οικονομικών εξετάζει να εντάξει τα χρέη που έχουν προκύψει την περίοδο της πανδημίας σε νέα ρύθμιση με εξόφληση σε έως 60 δόσεις, με την πρώτη να πρέπει να καταβληθεί στις αρχές του επόμενου έτους. Υπενθυμίζεται ότι, με βάση τα ισχύοντα, κάποιος μπορεί να ρυθμίσει σε 24 ή 48 δόσεις, ανάλογα αν θέλει να πληρώσει άτοκα ή να επιβαρυνθεί με χαμηλό επιτόκιο (2,5%).
Επίσης, συζητείται να ενταχθούν στη νέα ρύθμιση και φόροι που δεν πληρώθηκαν το περασμένο διάστημα και αφορούν τόσο τον φόρο εισοδήματος όσο και τον ΕΝΦΙΑ. Πάντως, σε καμία περίπτωση δεν σκέφτεται το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης να προχωρήσει σε διαγραφή ή «κούρεμα» χρεών όπως ζητεί η αξιωματική αντιπολίτευση.
Τι έδειξε η έρευνα του ΕΑΠ
Σύμφωνα με την έρευνα που παρουσιάστηκε στο διεθνές συνέδριο του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, προκύπτουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία που βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα που έχει καταγράψει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων τα έτη 2000 έως 2019, αλλά και πρόσφατα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα και αφορούν τόσο το 2020 όσο και τον Μάρτιο του 2021.
Στα τέλη του 2000, λίγο προτού η Ελλάδα «αγκαλιάσει» την ευρωζώνη, τα ληξιπρόθεσμα χρέη των Ελλήνων στην Εφορία ανέρχονταν σε 9 δισ. ευρώ, που τότε αντιστοιχούσαν στο 10% του ΑΕΠ. Είκοσι χρόνια μετά, και συγκεκριμένα στα τέλη του 2019, τα ληξιπρόθεσμα χρέη στην Εφορία εκτινάχθηκαν στα 105 δισ. ευρώ ή στο 60% του ΑΕΠ, ενώ με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία τον Μάρτιο του 2021 τα συνολικά ληξιπρόθεσμα χρέη ανέρχονταν σε 109 δισ. ευρώ, με περίπου 8 στους 10 οφειλέτες να χρωστούν έως 2.000 ευρώ.
Ενδιαφέρον έχουν και τα στοιχεία για τον απόλυτο αριθμό των οφειλετών. Το 2000 οι συνολικοί ληξιπρόθεσμοι οφειλέτες της Εφορίας ήταν 910.000, ενώ 20 χρόνια μετά, στα τέλη του 2019, ανέρχονταν σε 4.200.000. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τον Μάρτιο του 2021 είχαν πέσει σε 3.921.000, ενώ πριν από τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους ήταν 4.140.000 και τον Ιανουάριο 4.111.000.
Το μέσο ληξιπρόθεσμο χρέος στην Εφορία ανά οφειλέτη το 2000 ήταν 9.980 ευρώ, το 2019 ήταν 23.870 ευρώ, ενώ τον Μάρτιο του 2021 διαμορφώθηκε σε 27.320 ευρώ.
Ανεπίδεκτα είσπραξης €24 δισ.
Αυτό όμως που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι το ίδιο το κράτος αναγνωρίζει ότι από το σύνολο των 109 δισ. ευρώ ληξιπρόθεσμων χρεών πάνω από 24 δισ. ευρώ είναι ανεπίδεκτα είσπραξης. Ωστόσο, μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει μια γενναία απόφαση για διαγραφή τους.
Στο τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου το συνολικό νέο ληξιπρόθεσμο χρέος έφτασε τα 2,31 δισ. ευρώ, από 2,21 δισ. ευρώ πέρυσι, αύξηση κατά 4,7%, ενώ σε ό,τι αφορά τις εισπράξεις του α’ τριμήνου από την ΑΑΔΕ έναντι νέου ληξιπρόθεσμου, ανήλθαν σε 421 εκατ. ευρώ όταν το α’ τρίμηνο του 2020 το ποσό αυτό ήταν 283 εκατ. ευρώ.
Πάντως, απλήρωτες και αρρύθμιστες οφειλές που βαραίνουν τους πληγέντες από την πανδημία του κορωνοϊού μπορούν να εξοφληθούν σε έως 24 ή έως 48 μηνιαίες δόσεις (ανάλογα με την προέλευση του χρέους) από τον Ιανουάριο του 2022 και μετά. Αφορά χρέη που έπρεπε να είχαν καταβληθεί κανονικά την περίοδο Μαρτίου – Ιουνίου 2020 και Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2020, αλλά οι πληρωμές τους είχαν ανασταλεί. Επίσης, όσον αφορά τις προθεσμίες καταβολής τους, είχαν παραταθεί μέχρι και τις 30 Απριλίου 2021.
Δεσμευμένοι οι λογαριασμοί 1.293.301 φορολογουμένων
Μέχρι τον Μάρτιο του 2021 στο σύνολο των 3.921.000 ληξιπρόθεσμων οφειλετών έχουν επιβληθεί κατασχέσεις σε εισοδήματα, ενοίκια και καταθέσεις από τις Εφορίες, τα Ελεγκτικά Κέντρα και την Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης (ΕΜΕΙΣ) σε 1.293.301 φορολογουμένους, ενώ ο αριθμός των οφειλετών στους οποίους δύναται να ληφθούν αναγκαστικά μέτρα είσπραξης ανέρχεται σε 1.851.317. Μέσα σε αυτόν τον αριθμό είναι και όλοι όσοι έχουν αρρύθμιστα χρέη ή είχαν ενταχθεί σε κάποια ρύθμιση και στην πορεία αποπληρωμής την έχασαν.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων ανά τακτά χρονικά διαστήματα αποστέλλει ενημερωτικά-προειδοποιητικά μηνύματα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) προκειμένου οι οφειλέτες να προχωρήσουν σε ρύθμιση η εξόφλησή τους. Διαφορετικά, θα ληφθούν μέτρα αναγκαστικής είσπραξης.
Στην 4η θέση με την υψηλότερη φορολόγηση εργαζομένων με παιδιά η Ελλάδα
Μια ακόμη διεθνής έρευνα, αυτή τη φορά του διεθνούς οργανισμού σε θέματα φορολογίας Tax Foundation, έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που βιώνουν οι περισσότεροι Ελληνες τα τελευταία χρόνια και δεν είναι άλλο από την αφαίμαξη των εισοδημάτων τους μέσω της φορολογίας (άμεσης και έμμεσης) και των ασφαλιστικών εισφορών.
Σύμφωνα με στοιχεία έρευνας που πραγματοποιήθηκε από τον παραπάνω οργανισμό και συγκρίνει τις φορολογικές επιβαρύνσεις σε εργαζομένους με ή χωρίς παιδιά στις 36 χώρες του ΟΟΣΑ, προκύπτει ότι η Ελλάδα καταλαμβάνει την 4η θέση με την υψηλότερη φορολόγηση εργαζομένων με παιδιά, ενώ σε χειρότερη μοίρα από τη χώρα μας βρίσκονται η Τουρκία, η Γαλλία και η Σουηδία. Τόσο για την Ελλάδα όσο και για τις υπόλοιπες τρεις χώρες, οι φόροι εισοδήματος, οι ασφαλιστικές εισφορές και οι φόροι κατανάλωσης (π.χ. ΦΠΑ), που αποτελούν μεγάλο μέρος των φορολογικών εσόδων τους και διαμορφώνουν αυτό που ονομάζεται «φορολογική επιβάρυνση της εργασίας», κινούνται σταθερά πάνω από το 37%.
Στην έρευνα, που παρουσίασε την περασμένη Πέμπτη το ΚΕΦίΜ, σε σύγκριση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που αντιστοιχεί στο 36,1%, η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα είναι σχετικά υψηλή, στο 40,1% έναντι 40,8% πέρυσι, ενώ συγκριτικά με τις 36 χώρες του ΟΟΣΑ η Ελλάδα βρίσκεται στη 14η θέση. Επίσης, επισημαίνεται ότι σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες με υψηλή φορολογική επιβάρυνση στην εργασία, η χώρα μας δεν παρέχει σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις σε οικογένειες με παιδιά. Μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα έχει μια από τις μικρότερες διαφορές μεταξύ των δύο φορολογικών επιβαρύνσεων, με 40,1% για εργαζομένους (έναντι 40,8 πέρυσι) και 37,1% (έναντι 37,8% πέρυσι) για εργαζομένους με οικογένειες με δύο παιδιά.